Εδώ και πέντε χρόνια, ο ελληνικός λαός δοκιμάζεται σκληρά. Διότι με ευθύνη των πολιτικών της ηγεσιών, η χώρα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού, υπερδανεισμένη, με οικονομία μη ανταγωνιστική, επικεντρωμένη στις κρατικές δαπάνες και στην κατανάλωση.
Παρά τις τεράστιες αδυναμίες των κυβερνήσεων που ακολούθησαν, μέσα στο 2014 άρχισαν να φαίνονται οι καρποί αυτών των αναγκαστικών «θυσιών», που, ας μη γελιόμαστε, έθιξαν πολύ περισσότερο τη μεσαία τάξη και τους οικονομικά αδύναμους.
Οι τρύπες του προϋπολογισμού έκλεισαν, η ανταγωνιστικότητα άρχισε να αυξάνεται, το εξωτερικό ισοζύγιο ισορρόπησε, ακόμη και η κατανάλωση άρχισε δειλά-δειλά να αυξάνεται.
Τελείωσαν τα προβλήματα; Ασφαλώς και όχι. Η Ελλάδα απέχει πολύ από το να κατακτήσει σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας τη θέση που πρέπει να έχει, ώστε να αρχίσει να ονειρεύεται ξανά το βιοτικό επίπεδο που διέθετε την προ κρίσης εποχή. Τότε που οι κρατικές δαπάνες και τα δανεικά συντηρούσαν μια επίπλαστη «ευρωπαϊκή» ευμάρεια.
Πρόοδος όμως υπήρξε σε σχέση με τα δεδομένα στην έναρξη της κρίσης. Αυτή ακριβώς η πρόοδος απειλείται σήμερα με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, κι ευθύνη του πολιτικού μας συστήματος.
Ορθώς η συγκυβέρνηση επέλεξε να επισπεύσει τις διαδικασίες, ώστε να μη διατηρείται η αβεβαιότητα επί μήνες. Τα σοβαρά προβλήματα όμως που θα προκαλέσει τυχόν διενέργεια βουλευτικών εκλογών τον Ιανουάριο ή στις αρχές Φεβρουαρίου δεν αναιρούνται.
Κι αυτό το ενδεχόμενο είναι άμεσα ορατό.
Πρωταγωνιστής αυτών των εξελίξεων είναι αναμφίβολα η αξιωματική αντιπολίτευση που ανήγαγε την εκλογή Προέδρου σε όπλο για την προκήρυξη εθνικών εκλογών, δηλώνοντας απερίφραστα ότι δεν θα συναινέσει σε κανένα πρόσωπο, κι ότι πρέπει να αποφασίσει ο «λαός» αν θέλει την τρέχουσα κυβέρνηση ή άλλη.
Το περίεργο βέβαια είναι ότι ο ίδιος ο «λαός», αν κρίνουμε από όλες τις μεγάλες δημοσκοπήσεις που έχουν δημοσιευτεί, ΔΕΝ θέλει να γίνουν τώρα εκλογές! Αυτό λέει πάνω από το 50% των ερωτηθέντων. Ίσως διότι οι περισσότεροι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι βρισκόμαστε σε κρίσιμη περίοδο. Η χώρα ετοιμάζεται να βγει από το μνημόνιο και να περάσει σε μια φάση πιο διακριτικής (αλλά αναμφίβολα εντατικής) επιτήρησης, ενώ η οικονομία δείχνει μια μικρή τάση ανάκαμψης, που προς το παρόν όμως είναι πολύ ευάλωτη.
Με αυτές τις συνθήκες, οι εκλογές θυμίζουν το «Όλα τα είχε η Μαριορή, ο φερετζές της έλλειπε».
Τούτη τη βαριά ευθύνη την αναλαμβάνει αυτό το διάστημα η αξιωματική αντιπολίτευση. Οδηγεί τη χώρα σε εκλογές, με κίνδυνο σημαντικότατων οικονομικών αναταράξεων, χωρίς στην πράξη να έχει τη συναίνεση της πλειονότητας του λαού.
Εξίσου περίεργο είναι και το γεγονός ότι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιλαμβάνονται ότι αν επικρατήσουν τώρα σε ενδεχόμενες εκλογές, οι δανειστές μας τους περιμένουν στη γωνία, με «ανοιχτές αγκάλες». Ότι αυτός ήταν μάλλον και ο βασικότερος λόγος για τον οποίο δεν επέτρεψαν στην παρούσα κυβέρνηση να κλείσει έστω κι ένα από τα μεγάλα θέματα που υπάρχουν.
Ότι τα καυτά ζητήματα θα πρέπει πλέον να τα διαπραγματευτούν οι ίδιοι, χωρίς τη γνωστή δικαιολογία της ελληνικής πολιτικής «τι να κάνουμε εμείς, οι προηγούμενοι τα συμφώνησαν». Κι ότι η διαπραγμάτευση αυτή θα γίνει υπό καθεστώς ασφυκτικής χρονικής πίεσης, από μια κυβέρνηση ιδιαίτερα άπειρη.
Με την οικονομία μετέωρη και τις αγορές να κραδαίνουν δαμόκλειο σπάθη.
Είναι λοιπόν άξιον απορίας πώς δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτή η σπουδή για εκλογές «εδώ και τώρα» μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνη για το ίδιο το κόμμα - και την ηγεσία του. Το διάστημα που απομένει έως τη λήξη όλης αυτής της διαδικασίας, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, δεν είναι μεγάλο. Ενδεχομένως δε να υπάρξουν και ξαφνικές ανατροπές.
Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι αν δεν αλλάξει κάτι θα έρθουμε ξανά αντιμέτωποι με το «δικαίωμα στην αυτοκαταστροφή», ένα δικαίωμα που δυστυχώς η χώρα μας, είτε με ευθύνη των ηγεσιών της, είτε και με ευθύνη του κυρίαρχου «λαού», το έχει ασκήσει πολλές φορές κατά το παρελθόν.