Για ποιο λόγο η τρόικα εμφανίζεται πλέον τόσο σκληρή απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση, παρότι γνωρίζει τις πολιτικές συμπληγάδες κάτω από τις οποίες η τελευταία κινείται;
Η εκτίμηση πολλών παρατηρητών είναι σαφής. Μεταξύ των δανειστών μας κυριαρχεί η άποψη πως είτε πρόκειται για την σημερινή, είτε για μια πιθανή νέα κυβέρνηση, από ελληνικής πλευράς υπάρχει σοβαρό έλλειμμα αξιοπιστίας. Κι ότι η σκληρή στάση της τρόικας, απέναντι στη συγκυβέρνηση, αποτελεί μήνυμα και για την όποια επόμενη κυβέρνηση.
Με άλλα λόγια, περισσότερο «λαϊκά»: Ο ανταγωνισμός υποσχέσεων στο εσωτερικό για «σκίσιμο» των μνημονίων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για παροχές, για ελαφρύνσεις, πριν ακόμη επιτευχθεί η συμφωνία για έξοδο από το πρόγραμμα και πριν καταστεί έστω σαφές ότι ορισμένα θετικά μεν αλλά πρόσκαιρα αποτελέσματα αποκτούν μόνιμο χαρακτήρα, δημιουργεί στην άλλη πλευρά την αίσθηση ότι στην Ελλάδα χρειάζεται «μαστίγιο». Ότι οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες, είναι πολύ πιθανό να διολισθήσουν σε παλαιότερες πρακτικές, εφόσον δεν υπάρχει έξωθεν ασφυκτική πίεση.
Πρόκειται ίσως για την μέγιστη αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Του συστήματος συνολικά, είτε πρόκειται για την κυβέρνηση, είτε για την αντιπολίτευση.
Το φαινόμενο, συνδέεται αναμφίβολα με τον λαϊκισμό και τον «κρατισμό», που έχει κυριαρχήσει, επηρεάζοντας αντίστοιχα τις προσδοκίες μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης. Μιας κοινής γνώμης που παρασύρεται από αίολες υποσχέσεις και αμφιβόλου ποιότητος οράματα για μια γρήγορη επιστροφή στο προ-κρίσης παρελθόν.
Αμφότερα τα μεγάλα κόμματα, είναι σήμερα δέσμια του λαϊκισμού που τα ίδια εξέθρεψαν. Κι αν η αντιπολίτευση, έχει την εύκολη δικαιολογία ότι διεκδικεί την εξουσία, η αδυναμία της κυβέρνησης να υπερασπιστεί έστω κάποια σημεία της πολιτικής της, η επιμονή της να χρεώνει τα πάντα στην τρόικα, (πολιτική που διαφοροποιήθηκε ελαφρώς τελευταία, αλλά τώρα είναι πια αργά), αποδεικνύεται πραγματικό μπούμερανγκ.
Διότι ποιος άλλος αν όχι η κυβέρνηση θα έπρεπε να εξηγήσει ότι πολλά από τα όσα έγιναν ήταν αφενός απαραίτητα, στις σημερινές συνθήκες, κι αφετέρου άμεση απόρροια των όσων είχαν συμβεί προηγουμένως, την εποχή των αλόγιστων δαπανών.
Κάτι τέτοιο όμως ποτέ δεν έγινε. Όπως ουδείς είχε το θάρρος να πει στο λαό την αλήθεια. Ότι τα προηγούμενα χρόνια, εκείνα της επίπλαστης ευμάρειας αποτελούν παρελθόν. Και ότι το μέλλον θα πρέπει να χτιστεί σε νέες βάσεις.
Ίσως διότι ουδείς θέλησε να δυσαρεστήσει τον πελατειακό του μηχανισμό, περισσότερο από όσο ήταν απολύτως αναγκαίο. Ίσως επειδή τα σημερινά κόμματα ανήκουν, είτε μας αρέσει είτε όχι, στην προ κρίσης εποχή, σκέφτονται κι ενεργούν με τον ίδιο τρόπο, αδυνατούν να μετουσιωθούν σε κάτι καλύτερο και αποτελεσματικότερο.
Όπως και να χει, το κακό έχει ήδη συμβεί. Υπάρχει πλέον μεγάλη διάσταση μεταξύ της σκληρής πραγματικότητας και των προσδοκιών που καλλιεργήθηκαν στην κοινή γνώμη- και κρατούν δέσμιο το πολιτικό σύστημα.
Η κατάσταση αυτή, αναμφίβολα γνωστή και στους δανειστές μας, τους προβληματίζει μεν, αλλά δεν φαίνεται να τους πτοεί σε σχέση με τις απαιτήσεις που εκφράζουν.
Τουναντίον, ενδέχεται να οδηγεί και σε «μαξιμαλιστικές» απαιτήσεις, είτε με τη λογική του «αραβικού παζαριού» (σ.σ. ζήτα περισσότερα για να πάρεις αυτά που θέλεις), είτε με τη λογική του «σωφρονισμού». Του «να σπάσει ο τσαμπουκάς» όπως θα το λέγαμε λαϊκά.
Είναι μάλλον περιττό να επισημανθεί πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η απόκλιση, μεταξύ των εσωτερικών προσδοκιών και της πραγματικότητας των δανειστών, όχι μόνο για τη χώρα, αλλά και για το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Πολλές φορές έχει ειπωθεί ότι το τέρας του λαϊκισμού είναι εξαιρετικά επικίνδυνο διότι συχνά «τρώει» τους δημιουργούς του, ενδέχεται όμως τούτη τη φορά να το δούμε να συμβαίνει κυριολεκτικά, στην πράξη.
Κι όσο κι αν μακροπρόθεσμα τα αποτελέσματα μπορεί να είναι θετικά, είναι βέβαιον ότι βραχυπρόθεσμα, η ζημιά θα είναι τεράστια. Για όλους.