Στα 2,5 δισ. ευρώ τέθηκε ο στόχος των ιδιωτικοποιήσεων στον προϋπολογισμό του 2015. Το νούμερο ακούγεται ωραίο, η αίσθηση όμως μετριάζεται όταν ληφθεί υπ' όψιν ότι για το τρέχον έτος ο στόχος ήταν μεν 1,5 δισ. ευρώ, όμως «επιτεύχθηκαν» περίπου 400 εκατ. ευρώ!
Συνολικά, από την έναρξη της κρίσης έχουν εισπραχθεί κάτι λιγότερο από 3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου τα μισά είτε προέρχονται από τον ΟΠΑΠ (άδειες κ.λπ.) είτε αφορούν την... ιδιωτικοποίησή του.
Για λόγους σύγκρισης, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στην Πορτογαλία, μια άλλη μικρή οικονομία της Νοτίου Ευρώπης, που έχει αντίστοιχα με εμάς προβλήματα (αλλά είναι σε καλύτερη θέση), το σύνολο των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις, σύμφωνα με την Deutsche Bank, ανέρχεται σε περίπου 6,7 δισ. ευρώ! Ποσό υπερδιπλάσιο σε σχέση με την επίδοση της Ελλάδας.
Προφανώς, είτε οι Πορτογάλοι είναι λιγότερο πατριώτες και «ξύπνιοι» από εμάς (και πωλούν «όσο-όσο» τα… ασημικά τους), είτε εμείς είμαστε πολύ λιγότερο οργανωμένοι, ρεαλιστές και αποφασισμένοι στην προσπάθεια ανάταξης και μετάλλαξης του οικονομικού μας μοντέλου.
Αναφέρω και τις δύο «εκδοχές» διότι έτσι κι αλλιώς είμαι πεπεισμένος ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα πρόθυμοι να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της… πρώτης. Το χειρότερο είναι ότι ανάμεσά τους δεν βρίσκονται μόνο οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΚΚΕ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας! Κι αυτή μάλλον είναι η βαθύτερη αιτία για την οποία το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων είναι τόσο πίσω σε σχέση με τους σχεδιασμούς.
Διότι ακόμη και στους κόλπους της κυβέρνησης, υπάρχει πολύ μεγάλη αντίσταση στην πώληση επιχειρήσεων και οργανισμών που παραδοσιακά χρησιμοποιούνται από τους -ανεξαρτήτως χρώματος- κρατιστές, ως υποστύλωμα των κομματικών μηχανισμών και της διαπλοκής.
Από αυτήν τη νοοτροπία άλλωστε διαπνέονται ακόμη και οι αποκρατικοποιήσεις που έχουν προχωρήσει. Όπως όλα δείχνουν, για να συμμετάσχει κάποιος σε σημαντικές αποκρατικοποιήσεις στην Ελλάδα, θα πρέπει να αποδεχτεί ένα ιδιότυπο αλισβερίσι με το κράτος, ένα είδος «αιχμαλωσίας» έναντι του οποίου μοναδικό όπλο είναι οι «άκρες», οι προσβάσεις, οι επαφές, γι' αυτό άλλωστε και βλέπουμε ότι στις περισσότερες αποκρατικοποιήσεις που προχώρησαν υπήρξε μόνον ένας επίσημος ενδιαφερόμενος, κατά κανόνα με εγχώριους συνεταίρους.
Διότι οι τελευταίοι δρουν ως «εγγυητές» και ως «αμορτισέρ» απέναντι στον μπαμπούλα της εκάστοτε «κρατικής» (διάβαζε, εκάστοτε κυβερνητικής) παρέμβασης και αυθαιρεσίας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό και μόνο δικαιολογείται και ο ζήλος με τον οποίο στελέχη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (όπως ο περίφημος κ. Στρατούλης) απειλούν να ανατρέψουν αποκρατικοποιήσεις, αλλά και να μπλοκάρουν τη συνέχισή τους, χωρίς βεβαίως να έχουν πει έστω και μια κουβέντα για το πώς θα καταφέρουν να κάνουν αυτές τις κρατικές επιχειρήσεις να λειτουργούν με άλλο, αποδοτικό, τρόπο, χωρίς τα σκάνδαλα και τα ελλείμματα που τις έχουν χαρακτηρίσει ως τώρα.
Ακόμη περισσότερο ανησυχητικό είναι ότι κατά κανόνα οι θέσεις τους στηρίζονται σε παραπλανητικά επιχειρήματα. Η πώληση της ΕΥΔΑΠ, για παράδειγμα, δεν συνεπάγεται πώληση των εθνικών υδάτων, αλλά του δικτύου διανομής. Αλλά πόσοι Έλληνες το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό;
Κι ακόμη πιο ψευδές είναι ότι το κράτος οφείλει να ασκεί «κοινωνική πολιτική» μέσω των ΔΕΚΟ. Όχι, το κράτος οφείλει να προασπίζει την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού, προς όφελος του καταναλωτή, και να ασκεί κοινωνική πολιτική για εκείνους που έχουν ανάγκη, με άλλους μηχανισμούς. Είτε πρόκειται για τις μεταφορές (συμβαίνει ήδη με τις άγονες γραμμές), είτε για άλλα κοινωνικά αγαθά. Και βεβαίως, οφείλει μέσω των ρυθμιστικών αρχών να εποπτεύει τους ιδιώτες που αποκτούν ιδιοκτησία σε βασικά κοινωνικά αγαθά.
Δυστυχώς, αυτές οι απλές αλήθειες δεν έχουν γίνει ακόμη κτήμα, όχι μόνον της ελληνικής πολιτικής (το επαναλαμβάνω, ανεξαρτήτως χρώματος) αλλά κι ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, ενδεχομένως διότι αισθάνονται ότι τέτοιου είδους εξελίξεις δεν τους «βολεύουν». Και λέω «δυστυχώς» διότι αν σήμερα υπήρχαν τα παραπάνω 3,7 δισ. από ιδιωτικοποιήσεις (που πήραν οι Πορτογάλοι) η έξοδος από το μνημόνιο θα ήταν αναμφίβολα ευκολότερη.
ΥΓ.: Χαρακτηριστικό της υποκριτικής στάσης είναι και το γεγονός ότι ενώ δημιουργήθηκε προ 2ετίας Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας, για την ενιαία διαχείριση των κρατικών ακινήτων, τα 20.000 ακίνητα παραμένουν στη διαχείριση δεκάδων διαφορετικών οργανισμών και φορέων του δημοσίου!