Ανάλογα ποιον θα ρωτήσεις, η απάντηση στο ποιος κυβερνά την Ελλάδα ποικίλλει κι αρκετές από τις απαντήσεις δίνουν τον σοβαρό αυτό ρόλο είτε στους… Γερμανούς, είτε στην τρόικα, είτε σε κάποια νεφελώδη «μεγάλα συμφέροντα».
Κατά τη γνώμη μου, στη σημερινή συγκυρία πρόκειται για λάθος ερώτημα. Το σωστό είναι «ποιος θα έπρεπε να κυβερνά την Ελλάδα;». Προφανώς, θα πείτε, η εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Ωστόσο, αν κρίνουμε από το τι συνέβη πριν ακόμη μπούμε στη σημερινή βαθιά κρίση, η απάντηση αυτή δεν φαίνεται να είναι τόσο λυσιτελής όσο ακούγεται.
Διότι όσα κι αν λένε οι επικριτές της πολιτικής που συχνά επέβαλε η τρόικα (που σε πολλά σημεία της ήταν όντως λανθασμένη), οι βάσεις της κρίσης δεν τέθηκαν από κάποιον μυστηριώδη ξένο παράγοντα.
Τέθηκαν από τις αλληλοδιάδοχες και δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, ενώ σε πολλά θεμελιώδη, όπως αποδείχτηκε, θέματα (όπως π.χ. η αναμόρφωση του τώρα καταρρέοντος συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος) οργίλη ήταν και η αντίδραση της αριστερής αντιπολίτευσης.
Κυβερνήσεις που «εμείς» οι πολίτες εκλέξαμε κι αυτό δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε.
Ούτε πρόκειται για κάτι «ανεξήγητο». Στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης κτίστηκε σταδιακά ένα σύστημα εξουσίας σχεδόν απόλυτα στηριγμένο στον λαϊκισμό, στον οπορτουνισμό και στο διαρκές αλισβερίσι μεταξύ διαφόρων οργανωμένων και ισχυρών συμφέροντα.
Είτε επρόκειτο για ισχυρούς του πλούτου (που σε κάποιες περιπτώσεις «δημιουργήθηκαν» από πολιτικούς μηχανισμούς) είτε για επαγγελματικές τάξεις και συνδικαλιστικές ηγεσίες στο πλαίσιο ενός καθαρά πελατειακού κράτους, είτε και για τον έρμο τον ψηφοφόρο που έμαθε ότι για να πάρουν την ψήφο του πρέπει να του τάξουν παροχές, είτε προσωποποιημένες (τα γνωστά ρουσφέτια) είτε σε συντεχνιακό επίπεδο.
Όμως, παρά την κρίση που μεσολάβησε, στο σύμπλεγμα αυτό δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει πολλά, πέρα από το γεγονός ότι το κράτος αρμεγμένο στο έπακρον και υπό τη στενή επίβλεψη της τρόικας δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες να «δώσει» στους εκλεκτούς του.
Ο λαϊκισμός συνεχίζει να κυριαρχεί, με τη βοήθεια βεβαίως και των Μέσων Ενημέρωσης, ο πολιτικός οπορτουνισμός δίνει και παίρνει, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούνται και ακραία, σχεδόν… ανεξήγητα φαινόμενα, όπως η εκλογή του -υπόδικου- ποδοσφαιρικού παράγοντα Μπέου στη Δημαρχία του Βόλου.
Είναι δε θλιβερό, τουλάχιστον κατά την άποψη του υπογράφοντος, ότι μια σειρά μεγάλες αλλαγές πρακτικά επεβλήθησαν από τους δανειστές, ενώ θα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και χρόνια, με πρωτοβουλία των ελληνικών κυβερνήσεων. Κι ότι πολλές ακόμη αλλαγές, ιδίως στον τομέα των κοινώς αποκαλούμενων «μεταρρυθμίσεων», εξακολουθούν να μην έχουν υπάρξει ως σήμερα!
Το χειρότερο είναι ότι η αδυναμία των δύο εκπροσώπων του πάλαι ποτέ δικομματισμού να μετεξελιχθούν, συνδυάζεται με τον παρωχημένο «αριστερό» κομφορμισμό-κρατισμό του ΣΥΡΙΖΑ , ενώ το Ποτάμι φαίνεται να έχασε την αρχική δυναμική του πριν ακόμη εκτεθεί ουσιαστικά σε ακανθώδη διλήμματα τρέχουσας πολιτικής, δείχνοντας ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ουσιαστική αλλαγή σελίδας.
Που σημαίνει ότι στο ερώτημα «ποιος θα έπρεπε να κυβερνά αυτήν τη χώρα;» μάλλον δεν υπάρχει προς ώρας εύκολη απάντηση, όσες θεωρητικές περιγραφές προσόντων κι αν κάνουμε! Κι ότι παρά την εμμονή του κ. Τσίπρα, στη «δημοκρατική διέξοδο» των εκλογών, μάλλον θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα καθ' όλα δημοκρατικό… αδιέξοδο, σε σχέση τουλάχιστον με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας.
Μια κατάσταση που κατά πάσα πιθανότητα αντικατοπτρίζει τα πραγματικά αδιέξοδα μιας κοινωνίας που αλλιώς «έμαθε» και τώρα σύρεται, σε μεγάλο βαθμό ακουσίως, να ζήσει διαφορετικά.