Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλη χώρα που να ασπάζεται τις θεωρίες συνωμοσίας, περισσότερο από την Αμερική. Από το αν ζει ή όχι ο Έλβις Πρίσλεη, μέχρι τους εξωγήινους και τους διάφορους αστικούς μύθους, οι πολίτες της ισχυρότερης χώρας του κόσμου φαίνεται να έχουν έφεση στο θέμα.
Κι αυτός, δυστυχώς, είναι ο μόνος χώρος στον οποίο έχουν σκληρό ανταγωνισμό από τους Έλληνες. Μόνο που στη χώρα μας, οι θεωρίες συνωμοσίας, δεν αφορούν τη ζωή υπέρλαμπρων σταρ, ή θεάσεις εξωγήινων. Κυρίως φαίνεται να αφορούν τα δεινά που ενίοτε μας πλήττουν, κι αυτό κατά κανόνα προκειμένου να ξεπεράσουμε τις -συχνά τεράστιες- ευθύνες που μας αναλογούν.
Πρόκειται για πρακτική που στηρίζεται βεβαίως στην από παλαιά διαδεδομένη άποψη ότι η Ελλάδα είναι περίπου το κέντρο του κόσμου, (απότοκο ίσως της δόξας του μακρινού παρελθόντος) κι ότι οι Έλληνες ως Έθνος ανάδελφο είναι μονίμως «κατατρεγμένοι».
Δεν είναι τυχαίο ότι για μεγάλο, δυστυχώς, μέρος της κοινής γνώμης τα όσα έχουν συμβεί στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης σχετίζονται με τη διάθεση άλλων να μας κατακτήσουν, με άλλου είδους συνωμοσίες -και με την ολιγωρία κάποιων «απάτριδων», «νενέκων» και «δοσίλογων».
Ακόμη κι εκπρόσωποι της μείζονος αντιπολίτευσης μιλούν συχνά ωσάν μόνο το δικό τους κόμμα να ενδιαφέρεται για τον λαό, ενώ οι κυβερνώντες είναι υπηρέτες ξένων αφεντάδων και συμφερόντων. Και γιατί όχι άλλωστε όταν υπάρχουν στελέχη των δύο κυβερνητικών κομμάτων, που μιλούν για το ζυγό της τρόικας, ενώ της χρεώνουν ανενδοίαστα όσα μέτρα πρέπει να ληφθούν, ακόμη κι όταν είναι οφθαλμοφανές, ότι κάποια από αυτά θα έπρεπε να τα έχουμε πάρει μόνοι μας εδώ και δεκαετίες!
Αυτού του είδους οι ανορθολογικές πρακτικές, αντικατοπτρίζουν εν τέλει τον συλλογικό μας εγωισμό. Την άρνηση μας να παραδεχτούμε ότι μόνοι μας, ασφαλώς με πρώτιστη ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών, φέραμε τη χώρα στο χείλος της καταστροφής. Κι αν κάποιοι έσπευσαν να το εκμεταλλευτούν, η ευθύνη είναι δική μας. Ανήλικα έθνη, δεν υπάρχουν!
Πρέπει να παραδεχτούμε επιτέλους ότι για ένα διάστημα ζήσαμε συνολικά, πολύ καλύτερα απ όσο αντέχαμε, δαπανώντας αλόγιστα και δανειζόμενοι ασύστολα. Κι ότι αυτό δεν πρόκειται να επαναληφθεί στο ορατό μέλλον.
Να δεχτούμε, συλλογικά, ότι αν θέλουμε να προοδεύσουμε θα πρέπει να απαρνηθούμε το παρελθόν, να αλλάξουμε. Ότι θα πρέπει η λειτουργία της χώρας να γίνει πιο αποτελεσματική και η οικονομία της περισσότερο ανταγωνιστική, ότι θα πρέπει να αποκτήσουμε περισσότερη αξιοκρατία.
Διότι αυτή η «άρνηση» τόσο στη βάση, όσο και στην κορυφή της πυραμίδας, είναι που έχει δημιουργήσει την ευρέως διαδεδομένη απόκλιση μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας, πυροδοτώντας τα αδιέξοδα στο πολιτικό σκηνικό.
Το κακό είναι ότι η αποδοχή της ευθύνης, το περίφημο mea culpa δεν αποτέλεσε ποτέ δυνατό σημείο του Ελληνισμού, πολύ δε περισσότερο των πολιτικών του ηγεσιών. Γι αυτό κι εξακολουθούν να επιλέγουν την υποτίθεται «εύκολη» λύση.
Υπόσχονται καλύτερες μέρες και τέλος στις «θυσίες», θέλοντας να πείσουν ότι «ήταν μια κακή στιγμή και πέρασε». Ότι το σύστημα δεν έχει κτιστεί σε σαθρά θεμέλια. Ότι δεν θα χρειαστεί να «ξεβολευτεί» παραπάνω ο κομματικός πελάτης.
Στη βάση του όμως η απάντηση στο ερώτημα αν η χώρα έχει βγει από τα αδιέξοδα, είναι απλή, για κάθε σκεπτόμενο πολίτη. Αρκεί να κοιτάξει γύρω του και να αναρωτηθεί τι έχει αλλάξει σε αυτά τα χρόνια της κρίσης, πέρα από τη συλλογική μείωση του βιοτικού επιπέδου.
Αν δεν διαπιστώσει σοβαρές αλλαγές προς το καλύτερο, τότε το να περιμένει βιώσιμες λύσεις στα προβλήματα, είναι σαν να περιμένει να δει τον Έλβις… ολοζώντανο στην επόμενη γωνία.