Για μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης η χώρα έχει απολέσει την αυτονομία της. Υπάρχουν μάλιστα κι εκείνοι -όχι πολλοί, ευτυχώς- που επιμένουν ότι στην πράξη έχει απολέσει την ανεξαρτησία της. Ότι ο… κατακτητής ήρθε με οικονομικά όπλα και κάνει ό,τι θέλει
Τολμώ να πω ότι η Ελλάδα έχει απολέσει την αυτονομία της (δόξα τω Θεώ, ακόμη είμαστε ανεξάρτητη χώρα, σε σφικτό πρόγραμμα οικονομικής επιτήρησης), διότι πρωτίστως έχει απολέσει την αξιοπιστία της.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που είναι προδήλως ορατό κατ΄ αρχάς στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Οι πολιτικοί μας μετά από άπειρες «κυβιστήσεις» κι άλλες τόσες απατηλές υποσχέσεις, έχουν πείσει όχι μόνον τον ελληνικό λαό, αλλά και πάμπολλες κυβερνήσεις και οργανισμούς του εξωτερικού ότι «άλλα λένε κι άλλα κάνουν», κι ότι πρέπει να έχουν στενότατο κολάρο για να μη λοξοδρομήσουν.
Το φαινόμενο όμως δεν σταματά εκεί. Μπορεί το ψάρι να βρομάει από το κεφάλι, αλλά δεν βρομάει μόνον το κεφάλι. Η αξιοπιστία δεν φαίνεται να αποτελεί «αρετή» και για μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, κι αυτό ίσως εξηγεί και την ευκολία με την οποία δείχνουμε, συλλογικά, να τη συγχωρούμε στους πολιτικούς μας.
Αν παρατηρήσουμε γύρω μας, θα διαπιστώσουμε με μια δόση κυνισμού ότι έχουμε μεταρρυθμίσεις οι περισσότερες των οποίων έχουν μείνει στα χαρτιά, επενδύσεις που μένουν στα χαρτιά, νόμους που ισχύουν, αλλά δεν εφαρμόζονται (όπως ο περίφημος νόμος για το κάπνισμα, που τελικά μάλλον αφορούσε τα… τασάκια, τα οποία αντικαταστάθηκαν από άλλα είδη αντίστοιχης χρήσεως), αλλά και μια γενικευμένη έλλειψη αξιοπιστίας στην καθημερινότητα (ακόμη και στην ώρα ή τη μέρα που υποτίθεται ότι θα έρθει σπίτι ο μάστορας), η οποία θρέφει ως αντίδραση και την περίφημη ελληνική καχυποψία.
Προς τον πολιτικό, τον εργοδότη, τον αντισυμβαλλόμενο, τον συνεταίρο, ακόμη και τον φίλο.
Στις σημερινές συνθήκες όμως, εκεί που καταφέραμε να φτάσουμε στην Ελλάδα, η ανάκτηση της οικονομικής αυτονομίας (που δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την οικονομική αυτοδυναμία) περνά μέσα από την εμπέδωση της αξιοπιστίας μας στα μάτια των δανειστών, αλλά και των επενδυτών.
Εάν υπάρχει κάτι που θα πρέπει να πιστωθεί στον Αντώνη Σαμαρά, είναι ότι στον τομέα αυτό (μετά βεβαίως τη μεγαλειώδη κωλοτούμπα σε σχέση με τα Ζάππεια), έκανε σοβαρή δουλειά απέναντι στους εταίρους μας, παρά τους οφθαλμοφανείς περιορισμούς της κυβέρνησής του.
Αν μη τι άλλο, φαίνεται να τους έπεισε πως «κάνει ό,τι μπορεί».
Κι αυτή είναι η μόνη σανίδα σωτηρίας που διαθέτει και σε τούτη τη φάση, παρότι επιχείρησε να το γυρίσει υπό τον φόβο των εκλογών κι έμπασε ένα σωρό παιδιά της «λαϊκής δεξιάς» στο κυβερνητικό σχήμα.
Η μόνη του ελπίδα είναι να δίνει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα, να πείθει ότι κινείται προς μια αξιόπιστη κατεύθυνση, μήπως και κερδίσει κάποιες παραχωρήσεις από την άλλη πλευρά. Αυτό θέλουν οι δανειστές, αυτό θέλουν και οι αγορές, είτε μας αρέσει είτε όχι. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει όσο επικρατούν οι ίδιοι συσχετισμοί δυνάμεων στο εξωτερικό.
Στην ίδια γραμμή, της αξιοπιστίας, θα πρέπει να κινηθεί και η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία καλώς ή κακώς, μόλις τώρα αρχίζει να διαπιστώνει ότι δεδομένης της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας τον Μάρτιο -και με τα γκάλοπ να της δίνουν προβάδισμα- έχει τελειώσει ο καιρός που μπορούσε να λέει ό,τι θέλει, προς λαϊκή κατανάλωση.
Οι πομφόλυγες περί μονομερών κινήσεων, περί διαγραφής του χρέους, περί σκισίματος των μνημονίων πρέπει να τελειώσουν, διότι μπορεί να ακούγονται ωραία στα αφτιά των πιο ανίδεων ή αιθεροβαμόνων ψηφοφόρων, αλλά προξενούν ρίγη ανησυχίας στο εξωτερικό, τα οποία εύκολα οδηγούν σε καταιγισμό πωλήσεων ελληνικών αξιών.
ΥΓ.: Καθαρόαιμο δείγμα όσων περιγράφω περί αναξιοπιστίας και η προχθεσινή δήλωση του μοναδικού Γεράσιμου Γιακουμάτου, αξιότιμου στελέχους της κυβέρνησης, ότι «σε πέντε χρόνια στην Ελλάδα θα έχουμε μισθούς Γαλλίας»!
Ό,τι θέλει να ακούσει το δήθεν πόπολο. «Και παιδιά θα σας κάνουμε».
Μήπως είναι ώρα για ανασχηματισμό;