Άκουγα προ ημερών τον προβεβλημένο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Στρατούλη να μιλά -ξανά- για τη διαγραφή του ελληνικού χρέους, κι ομολογουμένως εντυπωσιάστηκα.
Ο δημοσιογράφος τον ρώτησε αν θα θεωρούσε ένα είδος έμμεσης διαγραφής και την επιμήκυνση που θέλει να διαπραγματευτεί η ελληνική κυβέρνηση, κι εκείνος απάντησε ότι η λύση της επιμήκυνσης δεν είναι θεμιτή, διότι το χρέος θα το πληρώσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Πέρα από την άγνοια που υποδηλώνει η απάντηση σε ό,τι αφορά τη μείωση της πραγματικής αξίας ενός δανείου που επιφέρει η μεγάλη επιμήκυνση όταν συνοδεύεται από χαμηλά επιτόκια, ο κ. Στρατούλης εντυπωσίασε και με την ιδιότυπη «ηθική» αντιμετώπιση του θέματος.
Δεν είναι ηθικό να έχουν το βάρος του χρέους τα παιδιά μας, είναι όμως ηθικό να το επωμιστούν οι φορολογούμενοι των υπόλοιπων κρατών της ευρωζώνης, μεταξύ δε αυτών και οι «αδελφοί» Κύπριοι!
Πολύ φοβάμαι ότι την άποψη αυτή του κ. Στρατούλη δεν τη συμμερίζονται ούτε τα κοινοβούλια (που θα πρέπει να ψηφίσουν υπέρ της διαγραφής), αλλά ούτε και η κοινή γνώμη των περισσοτέρων από αυτά τα κράτη, αν όχι και όλων!
Κάποιοι βεβαίως θα σπεύσουν να αναφέρουν την περίπτωση της Γερμανίας, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να δικαιολογήσουν την προσμονή χαριστικών ρυθμίσεων. Μάλλον ηθελημένα, όμως, λησμονούν τις εντελώς διαφορετικές συνθήκες μεταξύ των δύο περιπτώσεων.
Η Γερμανία ήταν ο ηττημένος του μεγάλου πολέμου, ένα ισχυρό κράτος στα σύνορα της Δυτικής με την Ανατολική Ευρώπη, ένα κράτος που είχε διαμελιστεί και οι σύμμαχοι ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν τις συνθήκες που επικράτησαν εκεί μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και οδήγησαν τελικά στην άνοδο του Χίτλερ.
Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει στην ελληνική περίπτωση. Η Ελλάδα χρεοκόπησε πρωτίστως εξαιτίας της ανεύθυνης και καθαρά ψηφοθηρικής πολιτικής που ακολούθησαν εγχώριοι ηγέτες -και οι σύμβουλοί τους-, με κύριες αίτιες τη δημοσιονομική πολιτική (βλέπε δάνεια και δαπάνες) αλλά και την εγκατάλειψη της «παραγωγής» προς όφελος μιας καταναλωτικής οικονομίας με χαρακτηριστικά φούσκας.
Δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα των ανισορροπιών μεταξύ Βορρά και Νότου, που όντως προκάλεσε ο σχηματισμός της ευρωζώνης, με τον τρόπο που έγινε. Γι' αυτό άλλωστε και η περίπτωσή της ήταν πολύ βαρύτερη σε σχέση με τον υπόλοιπο Νότο.
Όσο κράτησε βέβαια το «πάρτι» ήταν ωραίο. Διότι τότε το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε αλματωδώς, κι αυτό βεβαίως δεν διέφυγε της προσοχής των ξένων εταίρων μας, η κοινή γνώμη των οποίων γνωρίζει πολύ καλά ότι η Ελλάδα έζησε αρκετά χρόνια επίπλαστης ευμάρειας, πριν οδεύσει προς την κατάρρευση.
Κι όπως εύκολα αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε, σε τέτοιες περιπτώσεις, η αλληλεγγύη δεν προσφέρεται απλόχερα.
Ουδείς, εν κατακλείδι, αμφιβάλλει ότι το ελληνικό χρέος είναι δυσβάστακτο και δύσκολα θα μπορούσε να αποπληρωθεί ως έχει. Πολιτικά όμως, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, είναι πολύ πιο ρεαλιστικό να περάσει μια λύση «επιμήκυνσής» του (που αφήνει περιθώρια για μελλοντικούς περαιτέρω χειρισμούς), παρά μια λύση μερικής έστω διαγραφής.
Κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, μόνο και μόνο διότι θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και «θα διαπραγματευτεί πολύ σκληρά», όπως διατείνονται ο κ. Στρατούλης και άλλα στελέχη του.
Όπως δεν θα αλλάξει και η οπτική των ξένων για την επιτήρηση που θα πρέπει να έχει η Ελλάδα, ενόσω χρωστά αυτά τα ποσά, απλώς και μόνο διότι θα υπάρξει αλλαγή κυβέρνησης!
Όσοι πιστεύουν κάτι τέτοιο, όσοι πιστεύουν γενικώς ότι «θα έρθει ο Τσίπρας (ή οποιοσδήποτε άλλος) και θα «γλιτώσουμε από τα μνημόνια», με τον τρόπο που το εννοούν, ότι δεν θα έχουμε δηλαδή κάποια μορφή αυστηρής -αν και πολιτικά ίσως περισσότερο διακριτικής- επιτήρησης, απλώς εθελοτυφλούν!
Άλλωστε, για να είμαστε και ρεαλιστές, η σκληρή διαπραγμάτευση προϋποθέτει και μια σειρά όπλα. Ποια είναι ακριβώς αυτά τα όπλα, που δεν γνωρίζει η κυβέρνηση, αλλά τα ξέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μας τα έχει πει το επιτελείο του.
Διότι, ας μη γελιόμαστε, στη σημερινή συγκυρία, τυχόν απειλές για «οικειοθελή» έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη (μια… καραμέλα που είχε πέραση παλαιότερα) θα είχαν πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στην ίδια τη χώρα, απ' ό,τι στους εταίρους της.
Σε κάθε περίπτωση άλλωστε, η αυτοκαταστροφή ούτε αποτελούσε, ούτε και αποτελεί λύση, για μια κοινωνία που αγωνιά να αυξήσει το βιοτικό της επίπεδο, κι όχι «να πέσει ηρωικά» υπέρ κάποιου απροσδιόριστου ιδεώδους.
Υπό αυτήν την έννοια, οι δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα ότι η κυβέρνηση δεν δικαιούται να διαπραγματεύεται, κι ότι δεν δεσμεύεται από το όποιο αποτέλεσμά τους (παρότι μόλις την Παρασκευή υπήρξε η λεγόμενη δεδηλωμένη) πέρα από αντισυνταγματικές είναι και άνευ ουσιαστικού αντικειμένου.
Αν βρεθεί στην εξουσία, περίπου τα ίδια θα αναγκαστεί να κάνει, εκτός κι αν θέλει να γίνουμε… Κούγκι.