Πολλά έχουν γραφτεί και από αυτήν τη στήλη για το περίφημο 1% του πληθυσμού της Δύσης που βλέπει τα εισοδήματά του να αυξάνονται, ακόμη κι όταν τα εισοδήματα του υπόλοιπου 99% έχουν πάρει την κατιούσα.
Το φαινόμενο αυτό στα άνω άκρα της εισοδηματικής πυραμίδας απασχολεί πλέον τόσο τις ΗΠΑ όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ στο πλαίσιο της δεύτερης έχει ανοίξει μια παράλληλη συζήτηση που αφορά την ενίσχυση του άλλου άκρου: των πολύ χαμηλών εισοδημάτων, που σχεδιάζεται να ενισχυθούν μέσω της εγκαθίδρυσης «βασικού μισθού» σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., αλλά και μέσω του θεσμού του «κοινωνικού μερίσματος», ενός εγγυημένου εισοδήματος, που αφορά τις ασθενέστερες εισοδηματικά τάξεις και έρχεται να συμπληρώσει πενιχρές αποδοχές ή να αποτελέσει ένα ελάχιστο δίχτυ ασφαλείας για όσους δεν μπορούν να εργαστούν.
Πολύ λιγότερο συγκεντρώνει τους προβολείς της πολιτικής αντιπαράθεσης η κατάσταση της μεσαίας τάξης, παρότι όσα συμβαίνουν σε αυτό το «κομβικό» τμήμα της κοινωνίας ενδέχεται να έχουν μεγάλες επιπτώσεις σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, αλλοιώνοντας εν τέλει και τη μορφή των δημοκρατικών πολιτευμάτων, που κυριαρχούν σήμερα στη Δύση.
Η μέση αστική τάξη αποτελεί κατά γενική ομολογία όχι μόνο την απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία δημοκρατικών πολιτευμάτων (αυτών που αποκαλούμε «αστικές δημοκρατίες» δυτικού τύπου) αλλά και για την οικονομική ανάπτυξη, τουλάχιστον όπως την έχουμε γνωρίσει τους τελευταίους αιώνες.
Από αυτήν στηρίζονται κατά κόρον η καινοτομία και η ιδιωτική πρωτοβουλία, σε εκείνη ανήκουν οι μικρομεσαίοι, που αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας. Σε εκείνη στηρίζεται ακόμη και αυτή η λογική του «νοικοκύρη» που έχει προσωπική περιουσία, αποταμιεύει, καταναλώνει, κι αποτελεί παράγοντα σταθερότητας στις πολιτικές εξελίξεις.
Εντούτοις, τα πλήγματα που δέχεται σωρηδόν τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό την αποσαθρώνουν συνεχώς, καθώς ένα ελαχιστότατο τμήμα της αναρριχάται προς τα πάνω, ενώ ένα άλλο, υπερπολλαπλάσιο σε μέγεθος, πιέζεται προς τα κάτω, μέσα από μια συνεχή διαδικασία πτώσης στο βιοτικό επίπεδο.
Είναι προφανές ότι καμία διαδικασία «κατώτατου μισθού» ή «κοινωνικού μερίσματος» δεν είναι σε θέση να αντιστρέψει αυτήν την εικόνα. Όταν κάποιος φτάσει στο σημείο να παλεύει για τον βασικό μισθό, ή να έχει ανάγκη το κοινωνικό μέρισμα, έχει προ πολλού εγκαταλείψει τη μεσαία τάξη.
Ωστόσο, για τους πολιτικούς το πρόβλημα της μεσαίας τάξης δεν έχει πιεστικό χαρακτήρα. Η αντιμετώπιση της πραγματικής φτώχειας έχει γιατί αντανακλάται άμεσα στην ενίσχυση ακραίων πολιτικών σχηματισμών, ενίοτε και στη διατάραξη της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας.
Ομοίως, πιεστικό χαρακτήρα έχει και ο περιορισμός του φαινομένου του «1%», καθώς οι ίδιοι οι πολιτικοί αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι δημιούργησαν μια κατηγορία «υπερπολιτών», ή αν προτιμάτε «πολιτών του κόσμου», τους οποίους συντόμως δεν θα μπορούν να φορολογήσουν.
Στην περίπτωση της μεσαίας τάξης τα πράγματα, εκτός από λιγότερο πιεστικά, είναι και πιο δύσκολα. Το πρόβλημά της δεν αντιμετωπίζεται με εισοδηματικές ενισχύσεις, ή με άλλα τέτοιου είδους μέτρα, ακριβώς διότι εξ ορισμού αποτελεί το «μεσαίο τμήμα» της κοινωνίας.
Η αποσυμπίεσή της προϋποθέτει πολύ πιο σύνθετες και μακρόπνοες πολιτικές, που συνδέονται με την παιδεία και την εκπαίδευση, την ενθάρρυνση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, τον έλεγχο της παγκοσμιοποίησης, ιδίως σε ό,τι αφορά τη μείωση των αποδοχών, αλλά και τη συστηματική μελέτη των επιδράσεων της τεχνολογίας, που ολοένα και περισσότερο υποβιβάζει την αξία σειράς επαγγελμάτων.
Εν ολίγοις, η μεσαία τάξη βρίσκεται σήμερα σε συμπληγάδες. Τα προβλήματά της μπορεί να καλύπτονται εν μέρει από απρόσωπες στατιστικές και μέσους όρους, όμως ο χαρακτήρας της αλλοιώνεται επικίνδυνα.
Παραδοσιακά η μεσαία τάξη αποτελούσε το «αμορτισέρ» της κοινωνίας. Μέσω αυτής προέκυπτε ο πολιτικός συγκερασμός των διαφορετικών «ταξικών» συμφερόντων και συμβιβάζονταν οι εντάσεις, προς όφελος της κοινωνίας.
Σήμερα, κι όχι μόνο στη χώρα μας, χάνει εκείνα τα ποιοτικά στοιχεία τα οποία, σε άμεση συνάρτηση με το βιοτικό επίπεδο και την αίσθηση «ασφάλειας», της επέτρεψαν να αποτελέσει παράγοντα μετριοπάθειας, σταθερότητας και ανάπτυξης, να αναδειχθεί σε στυλοβάτη του δημοκρατικού, ανεκτικού και προοδευτικού πολιτεύματος.
Ήδη, ένα τμήμα της (ίσως αυτό που νιώθει πιο έντονα ότι απειλείται), αν και δεν αντιδρά εμφανώς, αρχίζει να διολισθαίνει προς τα άκρα μέσω της ψήφου του.
Το «αμορτισέρ» άρχισε να χαλάει. Και η βλάβη θα φανεί στην επικίνδυνη στροφή.