Εδώ και δεκαετίες, υπάρχει διαμάχη μεταξύ των οικονομολόγων για ένα θέμα που τώρα είναι εξαιρετικά επίκαιρο στην Ελλάδα: τη διάσωση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων σε συνθήκες κρίσης.
Η μία σχολή υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις που δεν μπορούν να επιβιώσουν θα πρέπει να αφεθούν να κλείσουν, προκειμένου να εξυγιανθούν οι κλάδοι της οικονομίας κι εν τέλει να προκύψουν νέα υγιή και ισχυρά σχήματα μέσα από τη διαδικασία του «ανόθευτου» ανταγωνισμού.
Η άλλη σχολή, που έχει πολύ περισσότερους υποστηρικτές διεθνώς, τουλάχιστον στον χώρο της πολιτικής, προτάσσει τα δυσμενή κοινωνικά αποτελέσματα της ανεργίας που θα δημιουργούσε η τακτική της πρώτης και ασπάζεται την άποψη ότι θα πρέπει να στηριχθούν και οι επιχειρήσεις που είναι «άρρωστες», προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, επισημαίνοντας και τις απώλειες που θα προκληθούν σε πάγια, τεχνογνωσία κ.λπ.
Παρότι υπάρχουν και αντεπιχειρήματα σε αυτήν την οπτική, δεδομένης της πρακτικής που παραδοσιακά ακολουθείται από τους Έλληνες πολιτικούς, είναι σχεδόν βέβαιο -ανεξαρτήτως του τι λέγεται- ότι στην πράξη στην Ελλάδα θα εφαρμοστεί η άποψη της δεύτερης σχολής.
Προς το συμπέρασμα αυτό άλλωστε οδηγεί και το γεγονός ότι η συγκυβέρνηση βρίσκεται υπό τη διαρκή απειλή της αντιπολίτευσης και κινδυνεύει να πέσει μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2015, με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Άρα θα προσπαθήσει να αποφύγει όπως ο διάολος το λιβάνι οποιεσδήποτε ενέργειες απειλούν να οδηγήσουν έστω και βραχυχρόνια σε αύξηση των δεικτών της ανεργίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, μεγάλη σημασία για την ομαλή λειτουργία των κλάδων της οικονομίας, αλλά και για την αποφυγή του λεγόμενου «ηθικού κινδύνου» και του αθέμιτου ανταγωνισμού, θα έχει η εγκαθίδρυση ξεκάθαρων κανόνων στο παιχνίδι των αναδιαρθρώσεων, σε συνεργασία με τις εποπτικές αρχές της Ευρώπης και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να έχουν τρία σκέλη.
Κατ' αρχάς, θα πρέπει να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στους «συνεργάσιμους» επιχειρηματίες (στα πρότυπα του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» που έχει εγκαθιδρυθεί για τις ιδιωτικές χορηγήσεις) και στους άλλους, σε εκείνους που στην πράξη δεν ενδιαφέρονται για την εταιρία τους, παρά μόνον απειλούν με λουκέτο.
Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλίζουν ίση μεταχείριση (αναλόγως των οικονομικών τους δεδομένων) μεταξύ των επιχειρήσεων που θα ενταχθούν σε αυτές τις ρυθμίσεις. Διότι σε άλλη περίπτωση, θα ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, με πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα για την αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος, αλλά και για τον υγιή ανταγωνισμό.
Θα πρέπει όμως ταυτόχρονα αυτοί οι κανόνες να εξασφαλίζουν ότι δεν θα δημιουργηθεί αθέμιτος ανταγωνισμός κι από εκείνους που υπερχρεώθηκαν, απέναντι σε εκείνους που με θυσίες κατάφεραν να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους, ακόμη και μέσα στην κρίση.
Σημειώνω σχετικά ότι ήδη υπάρχουν αντιδράσεις σε διάφορους κλάδους της αγοράς για το γεγονός ότι παρατείνεται .. σιωπηρώς η ζωή έντονα προβληματικών επιχειρήσεων. Οι αντιδράσεις αυτές αναμένεται να ξεσπάσουν με διάφορους τρόπους στην περίπτωση ρυθμίσεων που θα θεωρηθούν εξόφθαλμα χαριστικές.
Τα τρία αυτά σκέλη συνδέονται άμεσα τόσο με την αποφυγή του «ηθικού κινδύνου» όσο και με την κουλτούρα επιχειρηματικότητας που οφείλει επιτέλους να αναπτύξει η χώρα, προκειμένου να ανακάμψει και να στηρίξει διαδικασίες μακροχρόνιας ανάπτυξης.
Διότι αν ξαφνικά οι «μπαταχτσήδες» επανέλθουν στο επιχειρηματικό προσκήνιο ως πρωταγωνιστές, με τη βοήθεια ευνοϊκών ρυθμίσεων που θα τους επιτρέψουν να νεκρανασταθούν εις βάρος του ανταγωνισμού, η πρακτική αυτή θα έχει δυσμενείς συνέπειες όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον της υγιούς ιδιωτικής δραστηριότητας, δίνοντας ξεκάθαρο σήμα ότι στην Ελλάδα συμφέρει καλύτερα να μην πληρώνεις.
Κάτι που δυστυχώς ήδη εμπεδώνει εδώ και κάποιες δεκαετίες ο μέσος Έλληνας φορολογούμενος, μέσα από τις συνεχείς διαδικασίες «περαιώσεων», προς όφελος όσων αποφεύγουν τις υποχρεώσεις τους.
Οι περιπτώσεις των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων είναι τόσο πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους που θα ήταν αδύνατον να περιγραφούν σε αυτό το σημείωμα. Υπάρχουν όμως ορισμένοι άξονες, που θα πρέπει να τηρηθούν στο αναζητούμενο πλαίσιο κανόνων.
-Επιχειρήσεις που δεν παρουσιάζουν θετικά EBITDA επί μακρόν, καθώς είναι υπερχρεωμένες, θα πρέπει να οδηγούνται σε τερματισμό της ανεξάρτητης λειτουργίας τους, υπό το ιδιοκτησιακό-διαχειριστικό καθεστώς στο οποίο βρίσκονταν, κι όταν δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, να βάζουν λουκέτο.
-Επιχειρήσεις που χρειάζονται μεγάλη κεφαλαιοποίηση χρεών για να επιβιώσουν θα πρέπει να αλλάζουν ιδιοκτησιακό καθεστώς και management (μέσω συγχωνεύσεων ή άλλων διαδικασιών) προκειμένου να μην επιβραβεύονται τα λάθη που τις οδήγησαν σε αυτήν την κατάσταση.
-Τυχόν «κουρέματα» χρεών, είτε άμεσα (διαγραφή υποχρεώσεων), είτε έμμεσα (ετεροχρονισμός λήξεων και μειώσεις επιτοκίων) θα πρέπει να γίνονται με τρόπους που θα διασφαλίζουν ότι δεν νοθεύεται εν τέλει ο ανταγωνισμός στις αγορές όπου δραστηριοποιούνται οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις, εις βάρος των υγειών.
Ασφαλώς η διασφάλιση των θέσεων εργασίας αλλά και της επιβίωσης σημαντικών επιχειρήσεων είναι θεμιτός σκοπός. Ο σκοπός όμως δεν αγιάζει τα μέσα. Σε ένα περιβάλλον ιδιωτικής οικονομίας, η επιβίωση των επιχειρήσεων πρέπει να είναι συνάρτηση της επιτυχίας τους.
Εδώ και πολλά χρόνια η στήλη υποστηρίζει ότι οι χώρες δεν είναι επιχειρήσεις, άρα δεν υπόκεινται στους ίδιους όρους ρύθμισης χρεών και κυρίως δεν γίνεται να βάλουν λουκέτο ή να αλλάξουν... ιδιοκτήτη.
Ίσως είναι ώρα να θυμηθούμε την αντίθετη όψη του επιχειρήματος.
Οι κερδοσκοπικές εταιρίες δεν είναι χώρες. Όταν δεν είναι αποτελεσματικές, πρέπει να κλείνουν, ή να αλλάζουν χέρια, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλες είναι και πόσο «σημαντικές» μπορεί να θεωρούνται από κάποιους.
Άλλωστε, με βάση τα κριτήρια λειτουργίας της ίδιας της αγοράς, αν πράγματι είναι μεγάλες και σημαντικές, τότε θα βρεθούν και ενδιαφερόμενοι -από την αγορά- για να συμβάλουν στην εξυγίανσή τους.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σε αυτόν τον τομέα θα κριθεί το επόμενο διάστημα ο στρατηγικός ρόλος που καλούνται να παίξουν οι τράπεζες στην αναβίωση του ελληνικού ιδιωτικού τομέα.
Από τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστούν το ευαίσθητο θέμα των ρυθμίσεων-αναδιαρθρώσεων θα εξαρτηθεί αν το αποτέλεσμα θα είναι «μία από τα ίδια» ή κάτι καλύτερο και διαφορετικό.