Παρά το γεγονός ότι τα οικονομικά στοιχεία βελτιώνονται, σε ορισμένους τομείς, οι προϋποθέσεις για μόνιμη έξοδο της χώρας από την κρίση δεν φαίνεται να ικανοποιούνται.
Το μέγιστο ίσως σφάλμα στη μέχρι τώρα διαχείρισή της έχει να κάνει με το ότι αντιμετωπίζεται συνήθως ως καθαρά οικονομικό φαινόμενο και συζητείται, ως επί το πλείστον, με αριθμούς.
Κι όμως, όλοι θα έπρεπε να ξέρουμε ότι τα αίτιά της ήταν κατεξοχήν κοινωνικά και πολιτικά. Η επίπλαστη ευμάρεια των προηγούμενων δεκαετιών, που έφερε την Ελλάδα στο χείλος της καταστροφής, οφειλόταν στο κρατικοδίαιτο μοντέλο μιας κλειστής οικονομίας που στηριζόταν σε υπέρογκες κρατικές δαπάνες και σε υπερβολική εγχώρια κατανάλωση.
Ήταν ένα μοντέλο που χώρισε τους Έλληνες στους εντός και εκτός του συστήματος, με κύριο άξονα ένα πελατειακό κράτος, που με τη σειρά του ήταν ο βασικός πυλώνας ψηφοθηρικής στήριξης, εκ μέρους των δύο μεγάλων -τότε- πολιτικών σχηματισμών.
Ήταν το μοντέλο που υπέταξε τον πολιτικό λόγο στην κυριαρχία του παλαιοκομματισμού και του λαϊκισμού, εκτρέποντας ταυτόχρονα την ελληνική κοινωνία στις επικίνδυνες ατραπούς του «ωχαδερφισμού» και της αναζήτησης μιας ηθικά ευέλικτης, υλιστικής ευδαιμονίας.
Θύμα του ήταν οι θεσμοί και οι διαχρονικές «αξίες» που, παρότι έγιναν αντικείμενο βερμπαλιστικής λατρείας (σε βαθμό που να χάσουν οι λέξεις και τα συνθήματα το νόημά τους), στην πράξη κατέρρεαν καθημερινά στην ολοένα και πιο «ελαστική» συνείδηση του απλού πολίτη. «Κράτος εν κράτει», κομμάτια της ζωής του Έλληνα, έγιναν σταδιακά οι «παραθεσμοί». Του γρηγορόσημου, του ρουσφετιού, της διαπλοκής, της διαφθοράς.
Ας αφήσουμε λοιπόν για λίγο τους αριθμούς κι ας αναρωτηθούμε πόσα από τα παραπάνω έχουν αλλάξει. Ίσως να διαπιστώσουμε ότι παρά τη δριμεία πτώση του βιοτικού επιπέδου τα περισσότερα «ηγετικά» πρόσωπα και πρότυπα, οι κυρίαρχες νοοτροπίες και αντιλήψεις ελάχιστα έχουν μεταβληθεί.
Σε πολιτικό επίπεδο εξακολουθεί να κυριαρχεί ο παλαιοκομματισμός και ο λαϊκισμός. Άλλωστε, σχεδόν απαράλλακτη παραμένει και η λειτουργία των πολιτικών μηχανισμών. Ακόμη και στα κόμματα που αναδύθηκαν μέσα στην κρίση, ο τρόπος λειτουργίας των μηχανισμών κι η παραγωγή πολιτικού λόγου και πράξης μοιάζουν εντελώς προσαρμοσμένα στις επιταγές του παρελθόντος.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, επόμενο είναι αντί για τις απαραίτητες «συναινέσεις» να προκύπτει πόλωση. Κι αντί για ενότητα να έχουμε διχασμό κάτω από ψευδεπίγραφες ταμπέλες περί μνημονιακών και αντιμνημονιακών.
Με την παρότρυνση των ηγεσιών της, μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την κρίση ως ένα εξαιρετικά δυσάρεστο «διάλειμμα», κατόπιν του οποίου θα επιθυμούσε διακαώς να επανέλθει στο πρόσφατο… παρελθόν.
Ελάχιστοι συγκριτικά δείχνουν να είναι εκείνοι, ακόμη και μεταξύ των ελληνικών «ελίτ», που δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι το παρελθόν έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ακόμη λιγότεροι ίσως εκείνοι που βλέπουν τις εξελίξεις έξω από το πρίσμα του προσωπικού ή του «συντεχνιακού» συμφέροντος.
Που κατανοούν ότι τώρα πρέπει να τεθούν οι βάσεις για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, του ίδιου του Έθνους μας, σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που υφίσταται τεκτονικές αλλαγές και συνεχείς αναταράξεις. Ότι το μέλλον δεν θα μοιάζει με το παρελθόν.
Δεν υπάρχει δυστυχώς ούτε «όραμα», ούτε προτεινόμενα «σχέδια». Οπότε είναι αδύνατον να υπάρξει και κοινωνική συναίνεση, η απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση για μόνιμη έξοδο από τη βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση.
Για να το πούμε και πιο λαϊκά, «σιγά μη βγούμε έτσι από την κρίση»!
ΥΓ.: Ένα πολύ κρίσιμο τεστ για να διαπιστώσουμε αν «κάτι» αλλάζει στον ορίζοντα θα είναι η εφαρμογή των συστάσεων του ΟΟΣΑ για πληθώρα μεταρρυθμίσεων. Η ώρα τους έχει έλθει προ πολλού, όμως ελάχιστα έγιναν.
Η κυβέρνηση και προσωπικά ο αρμόδιος υπουργός Κώστας Χατζηδάκης υποσχέθηκαν πολλά. Μένει να δούμε αν αυτήν τη φορά τα λόγια θα μετατραπούν σε έργα.