Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Υπάρχουν φορές όπου τα λόγια είναι λίγα.

Η Αριστέα Μπουγάτσου έφυγε όπως έζησε. Μαχόμενη, θαρραλέα, αλύγιστη. Μετά από μια μάχη που κράτησε πολύ, απέναντι σε έναν αντίπαλο που πολύ συχνά έχει όλο τον χρόνο με το μέρος του.

Δεν είχα την ευκαιρία να τη γνωρίσω τόσο καλά όσο χρειάζεται για να μεταφέρω την ψυχή και την προσωπικότητά της ολοκληρωμένα. Τη γνώρισα, όμως, αρκετά για να καταλάβω τι σημαίνει να είναι κάποιος πραγματικά ασυμβίβαστος, να μη βάζει νερό στο κρασί του, ό,τι κι αν του κοστίζει αυτό.

Η Αριστέα έδωσε μεγάλες μάχες στη ζωή και στο δημοσιογραφικό λειτούργημα. Δεν έβγαλε «πολλά λεφτά», δεν αγόρασε ακριβά σπίτια, δεν έγινε ποτέ «κοσμική», παρότι ο σεβασμός, το δέος, ο φόβος, αν θέλετε, που ενέπνεε στους «ισχυρούς» θα μπορούσαν να είχαν εξαργυρωθεί με αυτόν τον τρόπο.

Αυτά όμως δεν ήταν για την Αριστέα. Για εκείνη ήταν τα μεγάλα ρεπορτάζ, οι έρευνες, τα στοιχεία, οι μάχες για την αποκάλυψη υποθέσεων που σε αρκετές περιπτώσεις κράτησαν χρόνια.

Υποθέσεις που τις έφεραν ταλαιπωρίες, απειλές, δικαστικές διαμάχες, εχθρούς μεγάλους και ισχυρούς, που δοκίμασαν συχνά να την εξοντώσουν επαγγελματικά.

Εκείνη όμως ποτέ δε μάσησε, ποτέ δεν έκανε πίσω. Δεν ήταν στον χαρακτήρα της. Δεν ταίριαζε στην «τρέλα» της, στον τρόπο που ζούσε, που μιλούσε, που φερόταν.

Νομίζω πως και να ήθελε δε θα μπορούσε να το κάνει. Θα ήταν σα να έφτυνε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Σα να παραδεχόταν ότι έπαψε να είναι εκείνη.

Έτσι ακριβώς έδωσε και τη μάχη με την επάρατο. Με δύναμη ασυνήθιστη, με πείσμα μεγάλο, μέχρι το τέλος. Χωρίς να χάσει την επαφή με τους γύρω της, με το ρεπορτάζ, αλλά και τη σκέψη, την έγνοια για κάποιους ελάχιστους, κάποια στενά, πολύ στενά πρόσωπα, αλλά και για εκείνον, τον έναν, που υπέφερε τα πάντα μαζί της ως το τέλος.

Αν ήμασταν σε άλλη χώρα, σε άλλη εποχή, η Αριστέα θα είχε τοίχους γεμάτους βραβεία για τις υποθέσεις που ανακάλυψε, τα στοιχεία που έφερε στην επιφάνεια, τα αποκλειστικά που έδινε στις εφημερίδες της.

Ας είναι κι έτσι, η φήμη της δεν εξαρτάται απο βραβεία, ούτε και η ιστορία που έγραψε στην ελληνική δημοσιογραφία. Μια ιστορία που όπως συμβαίνει συχνά σε ανθρώπους όπως η Αριστέα, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, διακόπηκε νωρίς.

Η μνήμη της όμως -όπως και το «εφήμερο», υποτίθεται λόγω επαγγέλματος έργο της- θα παραμείνει χαραγμένη σε εκείνους που τη γνώρισαν προσωπικά, αλλά και σε εκείνους που τη γνώρισαν μέσω της δουλειάς και του γραπτού της.

Γεια σου, Αριστέα. Σε έναν κόσμο όπου ολοένα και λιγότεροι άντρες φοράνε παντελόνια, εσύ, αν και κορίτσι, τα φόραγες μέχρι το τέλος. Αγέρωχη και ακέραια.

Μαγκιά σου!
Προκειμένου να εκτονώσει τον απεργιακό οίστρο της ΠΝΟ (πριν αποφασιστεί η επιστράτευση) ο υπουργός Ναυτιλίας Κ. Μουσουρούλης φέρεται να υποσχέθηκε στους ναυτικούς πληρωμή των δεδουλευμένων τους σε δύο δόσεις, με τη βοήθεια δανείων που θα λάβουν οι ακτοπλοϊκές εταιρίες από τις... τράπεζες.

Οι σχετικές πληροφορίες δημοσιεύτηκαν σε διάφορα μέσα χωρίς να διαψευστούν, ενώ προκάλεσαν και αντιδράσεις τραπεζικών στελεχών.

Διότι όποιος γνωρίζει την κατάσταση στον ακτοπλοϊκό κλάδο είναι σε θέση να γνωρίζει ότι η φερόμενη παρέμβαση του υπουργού στερείται θεμελίωσης σε οιαδήποτε «τραπεζικά κριτήρια». Ειδικά ορισμένες από τις ακτοπλοϊκές εταιρίες δεν είναι πλέον σε θέση να δανειστούν ούτε... γρόσι.

Το θέμα όμως έχει ευρύτερη σημασία, δεδομένης της χρονικής συγκυρίας. Διότι ως γνωστόν επίκειται η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία με τους όρους που έχουν ως τώρα γνωστοποιηθεί είναι απολύτως πιθανό ότι θα καταλήξει σε κρατικοποιήσεις.

Το προφανές ερώτημα που προκύπτει είναι ακανθώδες: αν ήδη εν όψει πιθανής κρατικοποίησης ένας υπουργός μπορεί να λειτουργήσει ανοικτά ως «μοχλός πίεσης» για τη χορήγηση δανείων, πέρα και πάνω από οιαδήποτε τραπεζικά κριτήρια, τι θα συμβεί αν επέλθει η κρατικοποίση μεγάλων τραπεζών;

Θα επιστρέψουμε μεγαλοπρεπώς στην εποχή των δανείων με νεφελώδη, υποτίθεται, «κοινωνικά», αλλά κατ' ουσίαν εντελώς πολιτικά, κριτήρια;

Ο φόβος είναι απολύτως υπαρκτός, ιδίως αν λάβουμε υπ' όψιν ότι όσα περιγράφηκαν στην αρχή φέρονται να συνέβησαν κατόπιν του διορισμού «επιτρόπων» από ελεγκτικές εταιρίες στις τράπεζες.

Κι έχει βεβαίως τη σημασία του ότι αυτήν την περίοδο πυρήνας της κυβέρνησης είναι ένα «δεξιό» κόμμα. Διότι δυστυχώς ως τώρα στη χώρα μας «δεξιοί» και «αριστεροί» συμπίπτουν με... τρόπο σε ένα θέμα: στον κακώς εννοούμενο κρατισμό, που εξυπηρετεί βεβαίως πολιτικά και κομματικά συμφέροντα.

Σε ό,τι αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, η κυβέρνηση οφείλει να εγκαταλείψει την πολιτική του στρουθοκαμηλισμού και να αναγνωρίσει ότι με τους όρους που έχουν τεθεί για την ανακεφαλαιοποίηση οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι τράπεζες θα περάσουν στον κρατικό τομέα, διότι το «νέο χρήμα» δεν πρόκειται να συμμετάσχει γνωρίζοντας ότι θα επιβαρυνθεί με προγενέστερες ζημίες.

Η διατήρηση των όρων ως έχουν πολύ απλά θα σημαίνει ότι η κυβέρνηση κρυφίως επιχαίρει για την επαναφορά του τραπεζικού συστήματος στον κρατικό εναγκαλισμό.

Κι εμείς, όμως, ως οικονομικά ενεργοί πολίτες πρέπει να αναρωτηθούμε τώρα, με ρεαλισμό, τι είδους τράπεζες θέλουμε. Θέλουμε κρατικές τράπεζες, όπως τις έζησαν οι παλαιότεροι, ή ιδιωτικές, έστω με τα ελατώμματά τους;

ΥΓ.: Σε ό,τι αφορά τον ευαίσθητο χώρο της ακτοπλοΐας, που βρέθηκε λόγω απεργιών στην πολιτική επικαιρότητα, είναι πασίγνωστο στην αγορά πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή από τις συνενώσεις και τις συνέργειες.

Οι θέσεις εργασίας δεν πρόκειται να σωθούν με πρόσκαιρες «ενέσεις» ρευστότητας, όταν είναι πια προφανές ότι υπάρχει υπερβάλλουσα χωρητικότητα σε πλοία και ότι ο «ανταγωνισμός» με τη μορφή που έχει λάβει απλώς επιδεινώνει ένα τοπίο που συγκροτείται εταιρικά, από πληγωμένους, ημιθανείς και... ζωντανούς νεκρούς.
Ο κ. Θεόδωρος Τζώρτζης, μεγαλομέτοχος και «διοικητής» της εισηγμένης Alco, πρέπει να είναι πολύ προνοητικός άνθρωπος.

Ήδη από τα μέσα του 2011 φρόντισε να εξουσιοδοτήσει η γενική συνέλευση της εταιρίας (δηλαδή τα πέντε άτομα που παρέστησαν με ποσοστό πάνω από 67%!) το διοικητικό συμβούλιο, ώστε να μπορεί να πωλήσει «κατά την κρίση του και προς το συμφέρον της εταιρίας», χωρίς περαιτέρω χρονοβόρες διαδικασίες, περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας.

Λες και το ήξερε ότι θα ερχόταν η πιεστική ανάγκη.

Κι έφτασε Γενάρης του 2013 για να πουλήσει η εταιρία με κατεπείγουσες διαδικασίες (δεν το λέω εγώ, οι ανακοινώσεις της εταιρίας το λένε) ένα σημαντικότατο περιουσιακό στοιχείο: το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής θυγατρικής, που τα τελευταία χρόνια πάει σφαίρα.

Και πού το πούλησε; Στην... οικογένεια του μεγαλομετόχου, δηλαδή στον ίδιο τον κ. Τζώρτζη και στους γιους του!

Στη σχετική ανακοίνωση βέβαια (παρότι ήταν σχεδόν 2,5 σελίδες) η διοίκηση του κ. Τζώρτζη «ξέχασε» να αναφέρει τη μικρή αυτή... λεπτομέρεια.

«Δε βαριέσαι», θα μπορούσε να πει κάποιος. Στο κάτω-κάτω, όπως προκύπτει απο τις δύο ανακοινώσεις, που βγήκαν επί του θέματος (η δεύτερη βγήκε μετά τις σχετικές αποκαλύψεις του Euro2day.gr  που επέφερε προσωρινή αναστολή διαπραγμάτευσης), αυτό το έκανε ο άνθρωπος για να βοηθήσει και τις δύο εταιρίες.

Δεν είχε άλλη επιλογή.

Είναι όμως έτσι; Ο κ. Τζώρτζης διατείνεται ότι το να περάσει ο έλεγχος της θυγατρικής σε άλλη εταιρία με γερμανική έδρα θα διευκολύνει τη χρηματοδότησή της, που έχει τεράστιο πρόβλημα λόγω ελληνικής... καταγωγής.

Φαίνεται πως έχει λησμονήσει ότι μόλις τον περασμένο Νοέμβριο η Alco Hellas έκανε ενδιάμεση εταιρία, δηλαδή μια θυγατρική με έδρα τη Γερμανία, που ελέγχει την... άλλη θυγατρική, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο. Το ανέφερε άλλωστε ρητώς η Αlco σε τότε ανακοίνωσή της (1/11/2012).

Oπότε, τι αλλάζει για τους Γερμανούς τραπεζίτες από το γεγονός ότι ο έλεγχος δεν ανήκει πλέον μόνο στην ελληνική Alco αλλά και στους εξίσου... Έλληνες της οικογένειάς του;

Ιδού η... απορία!

Ο κ. Τζώρτζης μας λέει ακόμη ότι έχει μεγάλα προβλήματα ρευστότητας η Alco Hellas, που θα τα λύσει με το τίμημα από την πώληση της θυγατρικής.

Σωστά, μόνο που τα λεφτά τα βάζει έτσι κι αλλιώς η οικογένειά του. Οπότε θα μπορούσε να τα βάλει κατευθείαν στην Alco μέσω αύξησης κεφαλαίου. Κι αν ήταν τόσο πιεστική ανάγκη, θα μπορούσε να τα βάλει προσωρινά «έναντι αύξησης» για να κερδίσει χρόνο.

Γιατί, άραγε, δεν το έκανε; Μήπως δεν «πιστεύει» πια στην Alco Ελλάς;

Διότι σε μια αύξηση με σωστούς όρους είτε θα συμμετείχαν και άλλοι μέτοχοι, είτε θα αύξανε η οικογένεια δραματικά το ποσοστό της.

Υπάρχει, τέλος, κι αυτό το... άτιμο το θέμα της αποτίμησης. Καλή η αποτίμηση που έκανε η προσληφθείσα εταιρία, αλλά δεν έχω καταλάβει ποιος την πλήρωσε. Κάποιος κ. Τζώρτζης με το «καπέλο» του πωλητή ή κάποιος κ. Τζώρτζης με το «καπέλο» του αγοραστή;

Όπως και να 'χει, τo κακό είναι ότι μόλις πριν από τρεις μήνες η ίδια η Alco (δηλαδή ο κ. Τζώρτζης) είχε αποτιμήσει το 100% της θυγατρικής στη Γερμανία στα 22 εκατ. ευρώ (ανακοίνωση της 1ης Νοεμβρίου 2012). Που σημαίνει ότι το 55% το αποτιμούσε 12,1 εκατ. ευρώ. Οπότε γιατί τώρα, ούτε τρεις μήνες αργότερα, το πούλησε... στην οικογένεια και στον εαυτό του, έναντι 8,5 εκατ. ευρώ;

Να μια δεύτερη απορία. Κάποιοι, όμως, θα πείτε: «Τι σημασία έχουν οι αποτιμήσεις; Έτσι κι αλλιώς, και από τις δύο μεριές η οικογένεια Τζώρτζη είναι».

Ναι, αλλά στη μία «μεριά», στην εισηγμένη Alco, που πουλάει «φτηνά και υποχρεωτικά», τουλάχιστον με βάση ό,τι η ίδια αποτιμούσε προ ολίγων μηνών, υπάρχουν και οι μέτοχοι μειοψηφίας, που έχουν σημαντικό ποσοστό (πάνω απο 30%).

Η προσωπική μου άποψη θα μπορούσε λοιπόν να συνοψιστεί σε μία φράση:

«Δεν μας τα λέτε καλά, κ. Μεγαλομέτοχε».

Το θέμα όμως στην υπόθεση αυτή δεν είναι τι άποψη έχω εγώ ή εσείς οι αναγνώστες.

Είναι τι άποψη έχουν οι αρχές (δηλαδή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το Χ.Α.), αλλά και οι τραπεζίτες, που έχουν δώσει σημαντικά δάνεια στην Alco Hellas.
Δύο κρούσματα αβάστακτης ελαφρότητας εκ μέρους πολιτικών προσώπων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι της αντιπολίτευσης δεν πάσχουν από αντίστοιχα… συμπτώματα) με έκαναν να γράψω αυτό το κείμενο.

Το πρώτο κρούσμα αφορά τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Έργων Στράτο Σιμόπουλο, ο οποίος έγραψε άρθρο με τίτλο «Κάντο όπως η Μαλδιβέζοι» προκειμένου να αναλύσει το «φωτεινό» παράδειγμα των Μαλδίβων κι έτσι να σκιαγραφήσει ένα, κατά την άποψή του, ιδανικό μέλλον για τη χώρα μας.

Το δεύτερο αφορά τον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Κώστα Τριαντάφυλλο, που κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή για το γεγονός ότι το τμήμα αναλύσεων της Citi (ενός παγκόσμιου χρηματοοικονομικού κολοσσού) επιμένει ότι η Ελλάδα θα βγει από το ευρώ, αλλά ένα εντελώς διαφορετικό τμήμα, το Ιnvestment Banking, έχει τον ρόλο του συμβούλου του ΤΑΙΠΕΔ στην… ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού.

Και στις δύο περιπτώσεις η «αφέλεια», ή αν προτιμάτε η άγνοια και η προχειρότητα των απόψεων, είναι συγκλονιστική.

Ο κ. Σιμόπουλος αναφέρθηκε στην πράγματι εντυπωσιακή περίπτωση ενός πολυνησιωτικού κρατιδίου του οποίου το 90% των φορολογικών εσόδων προέρχεται από την εξαιρετική τουριστική ανάπτυξη.

Δεν ξέρω αν το έχει επισκεφθεί ο ίδιος, είναι όμως προφανές ότι δεν γνωρίζει ποια ήταν η επίπτωση αυτής της τουριστικής ανάπτυξης για τους αυτόχθονες. Ίσως, αν πήγε εκεί, δεν έκανε τον κόπο να μιλήσει με κάποιους από το προσωπικό του ξενοδοχείου του, ή να βγει από τα στενά όρια του συγκροτήματος.

Κι έτσι δεν έμαθε για την απίστευτη φτώχεια του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, για τα επίπεδα μισθών και μόρφωσης. Δεν συνειδητοποίησε ότι στην περίπτωση των Μαλδίβων, που είναι πράγματι από πλευράς φυσικής ομορφιάς, ένας επίγειος παράδεισος, οι ντόπιοι -στην πλειονότητά τους μουσουλμάνοι- ζουν σαν παιδιά ενός κατώτερου Θεού, διότι ο «πλούτος» ανήκει πρακτικά σε ορισμένους ντόπιους και -κυρίως- σε ξένους επενδυτές!

Ούτε γνωρίζει ίσως ότι ο «παράδεισός» του δεν διέθετε Σύνταγμα που να κατοχυρώνει έστω τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα έως το… 2008!

Μακριά από εμάς τέτοια… ευλογία!

Στην περίπτωση του κ. Τριαντάφυλλου, η «άγνοια» έχει διαφορετικό, αλλά εξίσου ενδιαφέροντα χαρακτήρα. Κατά τη γνώμη του, θα έπρεπε είτε να πάρει ως σύμβουλο το ΤΑΙΠΕΔ για το Ελληνικό κάποιον ξένο οίκο που οι αναλυτές-οικονομολόγοι του να έχουν πιο «φιλική» για την Ελλάδα άποψη, είτε να… αλλάξουν άποψη οι αναλυτές, επειδή το τμήμα Investment Banking πήρε τη συμβουλευτική δουλειά στο Ελληνικό!

Για να εισπράξει βεβαίως «πληρωμένη» απάντηση.

Δεν θα ισχυριστώ ότι τα «σινικά τείχη» μεταξύ των τμημάτων σε αυτούς τους κολοσσιαίους οργανισμούς ισχύουν πάντα. Συχνά καταρρίπτονται για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα. Ούτε είναι άγνωστο φαινόμενο να παίρνουν τις δουλειές αυτοί που έχουν τις «συμφέρουσες» απόψεις, ή να αποκτούν συμφέρουσες απόψεις για να πάρουν τις δουλειές.

Ωστόσο, τέτοιου είδους «κομπιναδόρικες» συμπεριφορές είναι ηθικά απόλυτα κατακριτέες. Είναι αυτές ακριβώς που υποτίθεται ότι προσπαθεί το διεθνές πολιτικό σύστημα να περιορίσει, θεσπίζοντας διατάξεις και κανονισμούς, ιδίως αφ' ης στιγμής έγιναν αντιληπτές οι τρομακτικές συνέπειες της απληστίας, που επέφερε την κρίση του 2008.

Κι όμως, σε μία περίπτωση που δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο Έλληνας βουλευτής βγαίνει και… «εγκαλεί». Ζητά εξηγήσεις για το προφανές, τουλάχιστον για όποιον έχει ασχοληθεί στοιχειωδώς με το πλαίσιο λειτουργίας των διεθνών οίκων.

Ανέφερα δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις, που όμως δεν είναι ειδικές ή μοναδικές. Δυστυχώς, μάλλον αποτελούν τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Κι από το γεγονός αυτό προέρχεται ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους σε ό,τι αφορά την έξοδο της χώρας από την κρίση.

Λέγεται κίνδυνος «εφαρμογής» κι αφορά τη δυνατότητά μας να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε τα απαραίτητα «μέτρα» για την έξοδο από την κρίση. Διότι με ημιμαθείς, με προχειρολόγους, με ανθρώπους που έχουν άγνοια για τους στοιχειοθετημένους κανόνες του παιχνιδιού δουλειά δεν γίνεται.

Κι από αυτούς δυστυχώς έχουμε… περίσσευμα!
Διάβασα χθες με θλίψη τις δηλώσεις του κ. Μόντι στις οποίες χρησιμοποιεί την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας ως παράδειγμα προς αποφυγή κι ως όπλο στην προεκλογικό αγώνα του. "Οι Έλληνες έχουν γονατίσει", είπε χαρακτηριστικά και δικαιολόγησε με πικρή γλαφυρότητα την τοποθέτησή του.

Η θλίψη μου δεν είναι απλώς "πατριωτική". Άλλωστε, εύκολα θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ένα μέρος από τις δυστυχίες της χώρας οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής ηγεσίας, στην έλλειψη κρατικού μηχανισμού αλλά και στην ύπνωση της κοινής γνώμης όταν βασίλευαν τα φαινόμενα που μας έφεραν ως το χείλος του γκρεμού.

Το πιο σημαντικό είναι ότι από τις δηλώσεις του προκύπτει ο άτυπος ρόλος της Ελλάδας στην ποδηγέτηση του υπόλοιπου Νότου. Όσα έζησε η Ελλάδα είναι ο "μπαμπούλας" που παρουσιάζεται στην κοινή γνώμη της Ιταλίας - και όχι μόνο.

Πράγματι, η Ελλάδα είχε τη χειρότερη μοίρα μεταξύ των προβληματικών χωρών, όχι όμως μόνο εξαιτίας των εγγενών προβλημάτων της. Πολύ μεγάλο ρόλο έπαιξε ότι ήταν ο πρώτος κρίκος που έσπασε, αλλά και ο πιο αδύναμος.

Αδύναμος πολιτικά μέσα στους διεθνείς πολιτικούς συσχετισμούς, αδύναμος και οικονομικά μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Προφανώς ηθελημένα, ο κ. Μόντι ξεχνά ότι η Ιταλία είναι μέλος των οκτώ πιο ανεπτυγμένων οικονομιών παγκοσμίως, ότι είναι "too big to fail" για την Ευρώπη κι ότι ενδεχομένως έχει τη δυνατότητα να επιβάλει αποφάσεις στους άλλους ισχυρούς.

"Ξεχνά" εν πολλοίς ότι κατά ένα μέρος η διαφορετική της "μοίρα" ως τώρα δεν είναι απλώς αποτέλεσμα των χειρισμών του, όπως καθαρά υποστηρίζει στο πλαίσιο του προεκλογικού του αγώνα, αλλά και του ίδιου του "μεγέθους" της.

Με θλίβει επίσης το γεγονός ότι η σκληρή "τιμωρία" της χώρας μας προδιαγράφηκε εξαρχής, από το 2010. Από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, το οποίο έβριθε καθαρά τιμωρητικών χαρακτηριστικών στη δομή και στη διάρθρωσή του και εξωφρενικών (ακόμη και για… φοιτητές των οικονομικών) όρων αποπληρωμής, οι οποίοι βέβαια ουδέποτε τηρήθηκαν.

Εκ των υστέρων, προκύπτει σαφώς ότι ένα μέρος από τα "βάσανα" τα οποία υφίσταται η ελληνική κοινωνία δεν ήταν αποτέλεσμα απλώς "κακής διαπραγμάτευσης" της ελληνικής πλευράς (κατά ένα μέρος σίγουρα ήταν) αλλά κι ενός πολιτικού σχεδίου, που μέσω της παραδειγματικής τιμωρίας των "κακών" Ελλήνων αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση ευρύτερων σχεδιασμών.

Σε πολιτικό επίπεδο, από τη μία αποσκοπούσε στον "εξευμενισμό" της κοινής γνώμης στα βόρεια κράτη της Ευρώπης κι από την άλλη στον "σωφρονισμό" της κοινής γνώμης άλλων χωρών του Νότου.

Σε οικονομικό επίπεδο αποσκοπούσε στην παγίωση μιας πολιτικής σκληρής λιτότητας που σταδιακά εξαπλώνεται ακόμη και πολύ κοντά στην "πυρήνα" της Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι τα μέχρι τώρα "πειράματα", με πρώτο και κυρίαρχο αυτό της Ελλάδας, δεν φαίνεται να παρουσιάζουν σοβαρές επιτυχίες, ακόμη κι όταν βελτιώνονται ορισμένοι δημοσιονομικοί αριθμοί.

Κατά την άποψη πολλών, αλλά εδώ είναι ακόμη νωρίς για να βγάλουμε συμπεράσματα, ενδεχομένως αποσκοπούσε και στην επιβολή οικονομικών συμφερόντων του Κέντρου της Ευρώπης εις βάρος της Περιφέρειας.

Περισσότερο απ' όλα, όμως, με θλίβει το γεγονός ότι μέχρι στιγμής εμείς, οι Έλληνες, μοιάζουμε με παθητικά υποκείμενα αυτού του "πειράματος" ακόμη και στις περιπτώσεις όπου μπορούμε να πάρουμε πρωτοβουλίες, να συνκαθορίσουμε έστω την τύχη μας.

Το περιβόητο "εθνικό σχέδιο" δεν υπάρχει ακόμη ούτε στα χαρτιά, όραμα δεν προκύπτει από πουθενά και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας απλώς "υπομένει" ή εξανίσταται, χωρίς σχέδιο, χωρίς προοπτική, χωρίς διέξοδο.

Το μόνο παρήγορο είναι ότι η Ελλάδα έχει ξαναζήσει στιγμές απόγνωσης, ήττας, εθνικής ντροπής. Κατάφερε όμως να σηκωθεί και στάθηκε στα πόδια της.

Θέλω να πιστεύω ότι μετά από χρόνια κάποιος άλλος κ. Μόντι θα μιλήσει για την Ελλάδα, θέτοντας την ως παράδειγμα προς μίμηση.

Το πετύχαμε στο παρελθόν. Σε πολύ σκοτεινές στιγμές της Ιστορίας μας. Κι όχι, δεν ήμασταν τότε άλλη "ράτσα", ούτε άλλη "πάστα". Τα ελαττώματα όπως και τα προτερήματά μας έρχονται από πολύ παλιά.

Άρα μπορούμε να το πετύχουμε ξανά.
v