Γιώργος Παπανικολάου

Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day, σκοπευτής, σύζυγος και πατέρας. Στο χρόνο που περισσεύει, σκέφτομαι, συζητάω και διαβάζω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Αποποίηση ευθυνών
Οι πολιτικές λιτότητας έχουν εδώ και πολύ καιρό καταλάβει το προσκήνιο σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Και παρά το γεγονός ότι αποδεικνύονται αντιπαραγωγικές, όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο (με τελευταίο παράδειγμα τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία), συνεχίζουν να εφαρμόζονται.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια «δόση» λιτότητας ήταν επιβεβλημένη μετά τη «φούσκα» υπερκατανάλωσης που προηγήθηκε και την επίπλαστη άνοδο του βιοτικού επιπέδου, που ήταν απόλυτα γενικευμένη.

Σήμερα ωστόσο είναι ώρα να εκτιμήσουμε τόσο εμείς όσο και οι δανειστές μας αν το ζητούμενο, προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα και να μειωθούν τα ελλείμματα, είναι ακόμη περισσότερη λιτότητα, ή ενδεχομένως η εξάλειψη άλλων «αμαρτιών» που ακόμη και σήμερα χαντακώνουν την Ελλάδα.

Ας δούμε ορισμένες εξ αυτών, που φανερώνουν μια ευρύτερη εικόνα, απλώς αναφέροντας κατ' αρχάς την… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία, την οποία άπαντες στηλιτεύουν, αλλά ουδείς κατάφερε να νικήσει, για λόγους που παραμένουν… νεφελώδεις.

-Το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας διοίκησης, είτε πρόκειται για εφορίες, είτε για τελωνεία, λιμάνια, την Αστυνομία, ή τη Δικαιοσύνη, βρίσκεται από πλευράς μηχανοργάνωσης, τεχνολογίας και «πληροφορικών συστημάτων διοίκησης» σε κατάσταση περίπου παλαιολιθική! Πέραν των άλλων συνεπειών, το γεγονός αυτό καθιστά αναποτελεσματική τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, σχεδόν ανεξάρτητα από τις προσπάθειες του ανθρώπινου δυναμικού.

-Η απονομή της δικαιοσύνης σε θέματα που άπτονται αναπτυξιακών, επενδυτικών, αλλά και εμπορικών - επιχειρηματικών θεμάτων καθυστερεί συστηματικά επί χρόνια, με ολέθρια αποτελέσματα στην προσέλκυση και υλοποίηση νέων επενδύσεων, κι όχι μόνο από ξένους επενδυτές.

-Ο τομέας των μεταφορών πάσχει σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο από πλευράς υποδομής, αλλά και από πλευράς οργάνωσης διοίκησης και λειτουργίας.

-Η σύνδεση της Παιδείας με την παραγωγική οικονομία είναι από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη, ενώ περίπου το ίδιο ισχύει και για τον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, όπου άλλες χώρες δαπανούν -οργανωμένα και επί σκοπόν- τεράστια ποσά.

-Η πλήρης έλλειψη στατιστικών στοιχείων, που σε άλλες χώρες παίζουν μεγάλο ρόλο στη λήψη επιχειρηματικών και κρατικών αποφάσεων. Είναι χαρακτηριστική η καθυστέρηση που χαρακτηρίζει τα στατιστικά στοιχεία του κράτους και των υπηρεσιών του, αλλά και η υποκατάσταση στατιστικών από εμπειρικά στοιχεία στην εκπόνηση επιχειρηματικών πλάνων, συχνά πολυετούς διάρκειας στον ιδιωτικό τομέα.

-Η εγκαθίδρυση μιας κοινωνικής «κουλτούρας, που περιστρέφεται γύρω από το βραχυπρόθεσμο κι όχι το μακροπρόθεσμο, που κινείται με «γιουρούσια», κι όχι με οργανωμένες, μελετημένες ενέργειες, που αντιπαθεί τις προκαθορισμένες διαδικασίες και εν τέλει επικεντρώνεται στο «γρήγορο» κέρδος, είτε με τη θεμιτή είτε και με την αθέμιτη έννοια της… αρπαχτής, παραμερίζοντας εντελώς υπέρ του ευδαιμονισμού την καλβινιστική έννοια της σκληρής προσπάθειας που επικρατεί επί αιώνες σε μέρος της Ευρώπης και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

- Η επικράτηση της «αδράνειας» του status quo όχι μόνο στον πολιτικό αλλά και στον οικονομικό στίβο. Κατά την άποψή μου, πρόκειται ίσως για την πιο δυσάρεστη συνέπεια που είχε η πλήρης επικράτηση της διαπλοκής στη χώρα μας. Διότι εμπόδισε τη δημιουργική ανατροπή καταστάσεων, ισορροπιών και πρακτικών.

-Η αντιπάθεια προς την έννοια του συνεταιρικού επιχειρείν, που εδράζεται στον ατομισμό του Έλληνα και στην τάση που επικράτησε να ρίξει ο ένας τον άλλον. Τα αποτελέσματα όμως αυτής της νοοτροπίας έχουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις. Το ελληνικό επιχειρηματικό τοπίο βρίθει επιχειρήσεων, όχι μόνο μικρών ή μεσαίων αλλά και μεγάλων (για τα ελληνικά δεδομένα) που στηρίζονται σε ένα πρόσωπο, είναι στην πραγματικότητα Οne man show.

Πρόκειται για μικρές ή μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στον χώρο ή στην περιοχή τους, που κατά κανόνα πεθαίνουν μαζί με τον ηγεμόνα τους γιατί δεν μπόρεσαν να κάνουν τη μετάβαση από την οικογενειοκρατία στο σύγχρονο management.

Aπότοκο αυτής της νοοτροπίας και πρακτικής -που κολλάει γάντι στην ελληνική ρήση «καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη»- είναι και η παρατηρούμενη εδώ και πολλά χρόνια «αλλεργία» του εγχώριου επιχειρείν στις συνενώσεις.

Μια αλλεργία που έχει όμως βαρύτατες συνέπειες ως προς τον κατακερματισμό του δυναμικού, την επίτευξη κρίσιμης μάζας και οικονομιών κλίμακας, καθιστώντας δυσχερέστερο τον ανταγωνισμό των ελληνικών επιχειρήσεων στον διεθνή στίβο.

-Άφησα για το τέλος την έλλειψη κτηματολογίου αλλά και ενός σύγχρονου πολεοδομικού - περιβαλλοντικού πλαισίου, που θα επέτρεπε να αξιοποιηθεί με ορθό τρόπο το μεγάλο asset της όμορφης ελληνικής γης.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι σε μια χώρα με τόσο πολλές απαγορεύσεις, με τόσες υποτίθεται «ασφαλιστικές δικλίδες» καταφέραμε να αναπτύξουμε τόσο άναρχα, ανορθόδοξα, πολλές φορές κοντόφθαλμα και εντελώς ακαλαίσθητα τις πιο ευαίσθητες και όμορφες περιοχές.

Αντίθετα με τη μείωση των εισοδημάτων ή την αύξηση των φόρων, ουδείς μπορεί να μας υποχρεώσει να θεραπεύσουμε αυτές τις αμαρτίες. Το βέβαιο όμως είναι ότι έτσι θα προδιαγράψουμε μέλλον ζοφερό με ολοένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο, καθώς η Ελλάδα θα περιθωριοποιείται στο παγκόσμιο στερέωμα.
Τις περισσότερες φορές, οι δυσκολίες ενώνουν. Στην περίπτωση όμως της κρίσης που περνά η Ελλάδα, μιας κρίσης με πολλές όψεις, αξιακές, θεσμικές, κοινωνικές και οικονομικές, μέχρι στιγμής το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι η πολυδιαίρεση, ο διχασμός.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι βάλλονται σχεδόν αδιακρίτως από τους οπαδούς της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οι συνδικαλιστές στοχοποιούν αδιάκριτα τους επιχειρηματίες εργοδότες, ενώ διάφορες επαγγελματικές ομάδες είναι μεν υπέρ του περιορισμού των προνομίων άλλων ομάδων, όχι όμως και των δικών τους.

Σε άλλο επίπεδο, πάρα πολλοί είναι εκείνοι που συναγωνίζονται στη μετάθεση ευθυνών (φταίνε οι άλλοι κι όχι εμείς), προσπαθώντας να δείξουν, είτε συλλογικά, είτε ατομικά, ότι δεν ήξεραν τίποτε για το διαρκές έγκλημα που συντελέστηκε στην Ελλάδα. Πρωταγωνιστές σε τέτοιου είδους φαινόμενα παραμένουν βεβαίως τα πολιτικά κόμματα, παρά τη συγκυβέρνηση που έχουν εγκαθιδρύσει τρία εξ αυτών.

Από ψυχολογική πλευρά, όλα αυτά έχουν την αιτία τους. Δεν είναι παράδοξα ή ανεξήγητα. Στην πράξη όμως δημιουργούν πρόβλημα, ενόσω η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής της ιστορίας.

Τα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά.

Είτε πρόκειται για συνδικαλιστές που διατυπώνουν μαξιμαλιστικά αιτήματα, όπως είναι, για παράδειγμα, η απαίτηση για διατήρηση θέσεων εργασίας και μισθολογικών απολαβών, από εταιρίες που βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

Είτε για επιχειρηματίες του καταναλωτικού τομέα, που διαμαρτύρονται για τα λουκέτα και την κάθετη πτώση του τζίρου, όταν αυτοί θα έπρεπε πρώτοι να γνωρίζουν ότι μετά το σκάσιμο της καταναλωτικής φούσκας είναι αναπόφευκτα.

Είτε για επαγγελματίες διαφόρων κλάδων που έβγαζαν εύκολο χρήμα την εποχή της ευφορίας και τώρα δυσκολεύονται να δεχτούν ότι θα πρέπει να πληρωθούν λιγότερο και να δουλέψουν περισσότερο.

Είτε για δημοσίους υπαλλήλους που αρνούνται να καταλάβουν ότι πρέπει να αλλάξουν συμπεριφορά, να αλλάξουν την εικόνα του κράτους.

Είτε και για μεγαλοπαράγοντες, πολιτικούς, επιχειρηματίες και δημοσιογράφους, που συνεχίζουν απτόητοι τις πρακτικές του παρελθόντος, νομίζοντας ότι όσα επέρχονται αφορούν τους άλλους κι ότι οι ίδιοι είναι πολύ ψηλά, πολύ ισχυροί για να υποστούν συνέπειες.

Έχουμε χωριστεί σε ουτοπικά στρατόπεδα, σαν να μην θέλουμε να αντιληφθούμε ότι όλες οι διεργασίες που έχουν τεθεί σε κίνηση, ο ολοένα και πιο σφιχτός έλεγχος από την τρόικα, το κύμα συνενώσεων και αναδιαρθρώσεων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, οι αλλαγές στα εργασιακά και στο κοινωνικό κράτος, οι πωλήσεις περιουσίας θα έχουν καταλυτική επίδραση σε όσα «είχαμε μάθει».

Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι οι αλλαγές αυτές τείνουν προς την επιβεβλημένη ορθή κατεύθυνση, οι βραχυχρόνιες συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο και στην ανακατανομή του πλούτου θα είναι σοκαριστικές Ιδίως από τη στιγμή που θα τελειώσει το «λίπος» που -ας μην κρυβόμαστε-πολλές ελληνικές οικογένειες συσσώρευσαν στα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας.

Η πικρή αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι μέχρι στιγμής η χώρα βολοδέρνει διαιρεμένη, αναμένοντας παθητικά τις προθέσεις και τις πρωτοβουλίες των εταίρων της και του ΔΝΤ. Είτε αφορούν την ανάπτυξη, είτε το κούρεμα του χρέους, είτε την εξάλειψη νοσηρών φαινομένων. Κι αυτό δεν είναι ούτε τιμητικό, ούτε κι ευχάριστο.

Το πιο επικίνδυνο, όμως, είναι ότι προθέσεις των εταίρων εξαρτώνται από τους πολιτικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό τους και από την οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη. Η τελευταία, δε, ολοένα και χειροτερεύει, με τις περισσότερες χώρες να αντιμετωπίζουν πλέον το φάσμα της ύφεσης.

Κατά συνέπεια, οι διαθέσεις τους μπορεί προσεχώς να μεταβληθούν όχι προς το καλύτερο, αλλά προς το χειρότερο.

Κλειδί για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης είναι η συναίνεση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, αλλά και των πολιτικών κομμάτων, η κατάματη αντιμετώπιση της σημερινής πραγματικότητας, η εκπόνηση και η υλοποίηση ενός εθνικού σχεδίου, που θα γίνει αποδεκτό και από τους δανειστές μας.

Εάν η Ελλάδα παραμείνει χωρίς εθνικό στόχο, χωρισμένη σε στρατόπεδα που συγκρούονται ανώφελα, μοιράζοντας καρέκλες στον... Τιτανικό, η ήττα που θα υποστεί η κοινωνία θα είναι συντριπτική. Και τα αποτελέσματά της θα επηρεάσουν ολόκληρες γενεές.
Το προηγούμενο σημείωμα έθεσε τον προβληματισμό για τα επακόλουθα, αλλά και την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής που έχει ως επίκεντρο τη διασφάλιση «ανταγωνιστικότητας», μέσα από μέτρα που αποσκοπούν κυρίως στον περιορισμό του κόστους.

Στο ερώτημα αν υπάρχει εναλλακτική, η απάντηση βρίσκεται στη διαστρωμάτωση του πληθυσμού, στις καινοτομίες και στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού.

Η Ευρώπη έχει συνολικά έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό, σύμφωνα με αρκετούς οικονομολόγους, δεν είναι αποτέλεσμα των ωρών εργασίας του μέσου Ευρωπαίου, ή του μέσου Έλληνα, ούτε του μισθού που παίρνει.

Κατά την εκτίμησή τους, περισσότερο οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού, στη στασιμότητά του (που σημαίνει ότι σταδιακά μειώνεται ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός) και στην περιορισμένη «ροπή» των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών προς την έρευνα και την καινοτομία, ιδίως δε σε καθαρόαιμους παραγωγικούς τομείς.

Στις αναπτυσσόμενες χώρες, είτε αυτές είναι στην Ανατολή είτε στη Λατινική Αμερική, η εικόνα είναι λίγο-πολύ γνωστή. Δεν υπάρχουν μόνον συνταρακτικοί ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού, αλλά και μια αντεστραμμένη πυραμίδα, προς όφελος των νέων, σε σχέση με τις γερασμένες κοινωνίες της Δύσης.

Ταυτόχρονα, το μέγεθος των αγορών τους, σε συνδυασμό με τους ελεύθερους όρους λειτουργίας της «παγκοσμιοποιημένης» αγοράς, τους δίνει τη δυνατότητα να «απαιτούν» μεταφορά τεχνογνωσίας από τις χώρες του δυτικού κόσμου.

Το πιθανότερο, δε, με αυτά τα δεδομένα είναι ότι σύντομα (σε όρους δεκαετιών) θα είναι εκείνες που θα καθορίζουν τους όρους του παιχνιδιού κι όχι οι χώρες της Δύσης, ή τουλάχιστον όχι η Ευρώπη.

Με τα δεδομένα των τελευταίων αιώνων, κάτι τέτοιο θα αποτελέσει μεγάλη ανατροπή. Αν ανατρέξουμε όμως λίγο πιο βαθιά στον χρόνο, θα δούμε ότι η εικόνα αυτή είναι μάλλον λανθασμένη (μια προσέγγιση της ιστορικής πραγματικότητας με εξαιρετικό ενδιαφέρον κατέγραψε πρόσφατα σε άρθρο του στο Euro2day.gr o καθηγητής Ν. Φίλιππας).

Με εξαίρεση κάποιους αιώνες, οι πραγματικά μεγάλες δυνάμεις του κόσμου βρίσκονταν εκτός Ευρώπης, είτε επρόκειτο για τους Κινέζους, είτε για τους Ινδούς, είτε για τα Αραβικά Χαλιφάτα.

Η πάλαι ποτέ κατακερματισμένη και λεηλατημένη Ευρώπη, χωρίς πλουτοπαραγωγικές πηγές, χωρίς κρίσιμη μάζα πληθυσμού, κατάφερε να επιβληθεί τους τελευταίους αιώνες στο παγκόσμιο στερέωμα, στηριγμένη σε καινοτομίες, που είχαν σχέση όχι μόνο με την τεχνολογία, αλλά και με νέους οικονομικούς «θεσμούς», όπως ήταν η μορφοποίηση του τραπεζικού συστήματος.

Εκεί βρίσκεται και σήμερα το κλειδί της επιτυχίας. Η Ευρώπη, άρα και η Ελλάδα, θα έπρεπε να δώσει απόλυτη έμφαση στην «αναζωογόνηση» της κοινωνίας της, στην αποθάρρυνση της υπογεννητικότητας, στη μόρφωση του πληθυσμού της σε τομείς αιχμής κρίσιμους για την παραγωγή και την ανάπτυξη, στρέφοντας το ενδιαφέρον της προς την έρευνα και την καινοτομία.

Δυστυχώς, τίποτε από όλα αυτά δεν φαίνεται να συμβαίνει, ιδιαίτερα στη χώρα μας.

Τουναντίον, τα πράγματα κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Με τα τελευταία φορολογικά μέτρα, η τεκνοποίηση τιμωρείται αντί να επιβραβεύεται. Η παιδεία εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης, ενώ ολοένα και μεγάλο τμήμα της νεολαίας αναζητά την τύχη του στο εξωτερικό. Ιδίως όταν διαθέτει σημαντικά τυπικά και ουσιαστικά «εφόδια».

Ομοίως, παρά τις ελάχιστες επιμέρους προσπάθειες, που μοιάζουν με μικρά βλαστάρια στο παγωμένο τοπίο της ελληνικής κρίσης, η καινοτομία και η έρευνα αποτελούν είδος σε ουσιώδη ανεπάρκεια.

Στην ουσία, η κάθε είδους καινοτομία πασχίζει να επιβιώσει στη χώρα μας. Σε κάθε της βήμα στραγγαλίζεται από εδραιωμένες παλαιομοδίτικες νοοτροπίες, από μια αβυσσαλέα αντίσταση στην οποιαδήποτε αλλαγή, από την ίδια τη «διαπλοκή», που εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει εις βάρος της αξιοκρατίας.

Με αυτόν τον τρόπο, όμως, το πιο πολύτιμο εθνικό κεφάλαιο, οι ιδέες, οι δεξιότητες, η δυναμική των νεότερων γενεών απαξιώνονται.

Κάποτε, θυμάμαι, όταν ακόμη ήταν στα σπάργανα η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ορισμένοι φώναζαν ότι «θα γίνουμε γκαρσόνια των Ευρωπαίων».

Πολύ φοβάμαι ότι αν συνεχίσουμε έτσι η πραγματικότητα των επόμενων δεκαετών θα είναι πολύ χειρότερη.
Ας φανταστούμε έναν κόσμο πρόθυμων και πλούσιων μεγαλοεπενδυτών.

Στη διάθεσή τους έχουν σύγχρονες τεχνολογίες, ανοικτή πρόσβαση στις αγορές εργασίας ανά τον κόσμο και τη δυνατότητα να κινούν τα κεφάλαιά τους διεθνώς, χωρίς σύνορα.

Πού θα επενδύσουν;

Αν άλλοι παράγοντες δεν επηρεάζουν υπέρογκα είτε το κόστος (π.χ. κόστος μεταφοράς-γραφειοκρατία), είτε τον κίνδυνο (π.χ. έλλειψη πολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας), προφανώς θα επενδύσουν εκεί όπου οι μισθοί και οι φόροι είναι χαμηλότεροι.

Αυτή είναι η πεμπτουσία της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης που ζούμε σήμερα!

Θεωρητικά, το αποτέλεσμα είναι ευεργετικό για τον «τρίτο κόσμο», καθώς επενδύσεις και απασχόληση αυξάνουν το εισόδημα των μέχρι πρότινος πάμφτωχων πληθυσμών.

Στην πράξη, πολύ συχνά τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο ιδανικά. Ωστόσο, αυτό που πρωτίστως αφορά εμάς τους Έλληνες, και γενικότερα τον «δυτικό κόσμο», είναι η άλλη όψη του νομίσματος.

Η αρχή της διαδικασίας πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Ήταν τότε που ορισμένα είδη άρχισαν να κατασκευάζονται σε βιομηχανικά «σκλαβοπάζαρα» της Ασίας. Η συνέχεια ήταν περισσότερο ανησυχητική, καθώς η παραγωγή ολοένα και περισσότερων ειδών μεταφερόταν σε χώρες αναπτυσσόμενων οικονομιών με χαμηλούς μισθούς και -τι σύμπτωση!- ελκυστικά «κίνητρα», φορολογικά και άλλα, για τους αλλοδαπούς επενδυτές.

Οι καιροί όμως ήταν ευνοϊκοί στη Δύση. Λίγο οι αγορές με τα κέρδη τους, λίγο οι τράπεζες με τα δάνειά τους, λίγο τα κράτη με την κοινωνική τους πολιτική, μείωσαν τους κραδασμούς, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, κι αυξάνοντας τεχνητά το διαθέσιμο εισόδημα.

Κάπως έτσι, φτάσαμε να αποκτήσουμε κομμωτήρια για σκύλους, καλλιτέχνες κήπων, διοργανωτές events, αλυσίδες για μανικιούρ-πεντικιούρ και μια ατελείωτη σειρά καθαρά καταναλωτικών υπηρεσιών.

Και ξεχάσαμε μία σημαντική λεπτομέρεια: ότι οι καταναλωτικές υπηρεσίες αποτελούν εποικοδόμημα σε μια «ανοικτή» οικονομία. Προϋποθέτουν τη δημιουργία πλούτου σε άλλους πραγματικά παραγωγικούς τομείς, με διεθνή ανταγωνιστικότητα.

Αλλιώς δεν υπάρχουν λεφτά για ξόδεμα. Πώς μπορεί, όμως, μια χώρα να παραμείνει ανταγωνιστική απέναντι σε άλλες που έχουν χαμηλότερα μεροκάματα, ξεχειλωμένα ωράρια εργασίας και χαμηλότερους φόρους;

Θεωρητικά, για μια ανεπτυγμένη χώρα, η λύση βρίσκεται στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην καινοτομία. Στις καλύτερες διαδικασίες οργάνωσης της παραγωγής και στη χρήση ανώτερου τεχνολογικού εξοπλισμού.

Το μεγάλο ερώτημα σε αυτήν την περίπτωση είναι τι εμποδίζει τον μεγαλοπενδυτή να μεταφέρει τις διαδικασίες και τα μέσα που διαθέτει σε «φθηνότερες» αναπτυσσόμενες οικονομίες, εκμηδενίζοντας το πλεονέκτημα αυτό.

Θεωρητικά και πάλι, η διαφορά στη μόρφωση, στις υποδομές και στην εκπαίδευση των εκεί εργαζομένων. Πρακτικά, όπως φαίνεται ήδη από τα αλματώδη βήματα της Ινδίας και της Κίνας σε θέματα software και σε άλλους τομείς υψηλής τεχνολογίας, τα εμπόδια αυτά διαρκούν ελάχιστες γενεές.

Εν ολίγοις, το «χάσμα» της υπεροχής διαρκώς γίνεται μικρότερο.

Με αυτό το δεδομένο, δεν είναι τυχαίο ότι στην πλάτη της Ελλάδας πρωτοδοκιμάστηκαν σε ανεπτυγμένη χώρα αρκετές συνταγές που θεωρούνται «θέσφατο» για την ανάκτηση ανταγωνιστικότητας.

Μείωση του κοινωνικού κράτους, των μισθών κι αλλαγή των σχέσεων εργασίας. Μείωση των φόρων στις επενδύσεις και την πρόσοδό τους. Αύξηση των φόρων στο εισόδημα από εργασία και στην περιουσία. Με έμφαση βεβαίως στη μεσαία τάξη καθώς ο μεγάλος πλούτος εύκολα «ξεφεύγει» μέσω παγκοσμιοποίησης.

Το είδαμε στην Ελλάδα, το βλέπουμε στον ευρωπαϊκό Νότο, σύντομα θα το δούμε και στον πυρήνα της ευρωζώνης, καθώς ήδη το κόστος εργασίας στη Γαλλία φαίνεται να μπαίνει στο στόχαστρο.

Το ερώτημα είναι αν όλα αυτά θα φέρουν αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα της προηγούμενης υπερβολής, της σχεδόν ανύπαρκτης παραγωγής, της εισαγωγικής μανίας, υπάρχει η αίσθηση της εκλογίκευσης κι ορισμένα ενθαρρυντικά στοιχεία, όπως η αύξηση των εξαγωγών, δυστυχώς δεν σημαίνει πολλά για τη «μεγάλη εικόνα».

Σε μια παγκοσμιοποιημένη διεθνή οικονομία, είναι πολύ πιθανό ότι η επίτευξη πλεονεκτήματος θα είναι προσωρινή. Ακριβώς όπως συμβαίνει συχνά με τα νομίσματα (ανταγωνιστικές υποτιμήσεις), έτσι θα έχουμε ανταγωνιστικές μειώσεις του κόστους εργασίας και των φόρων, καθώς οι διάφορες χώρες θα προσπαθούν να διατηρήσουν ή να αποκτήσουν πλεονέκτημα.


Το χειρότερο είναι ότι χώρες με κατ’ επίφαση δημοκρατικά καθεστώτα, χώρες που λειτουργούν σήμερα με αδυσώπητες μορφές καπιταλισμού, φαίνεται να έχουν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια «προσαρμοστικότητας».

Άρα οι πιθανότητες ενός εφιαλτικού σπιράλ προς τη «νέα φτώχεια» (διότι ακριβώς έτσι θα την αντιληφθεί ο μέσος πολίτης της Δύσης, ως μια μορφή σύγχρονης φτώχειας) είναι μεγάλες.

Προφανώς ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, ούτε δύναται να αποσοβηθεί με ελληνικές ενέργειες. Η αντιμετώπισή του δεν πρόκειται να έλθει μέσα από εθνικές αντιδράσεις ή πολιτικές.

Η παγκοσμιοποίηση έχει ήδη προχωρήσει τόσο που να καθιστά τις μεμονωμένες εθνικές αντιδράσεις πρακτικά ανώφελες, ιδίως όταν προέρχονται από μικρές χώρες.

Προκειμένου να δημιουργηθεί αυτό το ανεξέλεγκτο σήμερα φαινόμενο χρειάστηκαν πολύχρονες διακρατικές επαφές και συμφωνίες, οι οποίες στηρίχτηκαν σε πρωτοβουλίες ισχυρών κρατών.

Αντίστοιχες διαδικασίες θα χρειαστούν και για τη χαλιναγώγηση του φαινομένου. Με την προϋπόθεση ότι η πίεση της κοινής γνώμης προς τους πολιτικούς αυτών των κρατών θα καταφέρει να αντισταθμίσει τα μεγάλα συμφέροντα που ωφελούνται από τη σημερινή μορφή παγκοσμιοποίησης.
Μάλλον είναι χαρακτηριστικό της πολιτικής «διαπλοκής» που έχει σημαδέψει τη ζωή της χώρας το γεγονός ότι σε αρκετές -αν όχι στις περισσότερες- περιπτώσεις οι τεχνοκράτες που επιστρατεύονται για να υπηρετήσουν τον χώρο της πολιτικής καταλήγουν αποτυχημένοι.

Δεν αποκλείεται στη ρίζα αυτού του φαινομένου να βρίσκεται το ότι συχνά δεν πρόκειται για πραγματικούς τεχνοκράτες, ήτοι για πρόσωπα ψημένα σε θέσεις παραγωγικές, δημιουργικές, που έχουν με επιτυχία πάρει διαπιστευτήρια από την «πραγματική» οικονομία.

Όχι, σε πλείστες περιπτώσεις πρόκειται για μια άλλη έκφανση του γνωστού φαινομένου του «κομματικού σωλήνα». Πρόκειται για κομματικό ομφάλιο λώρο.

Είναι θλιβερό αλλά κάποιοι «τεχνοκράτες» είναι στην πραγματικότητα πρόσωπα τα οποία φρόντισαν να συνδέσουν από νωρίς το όνομά τους με μια πολιτική παράταξη. Και στη συνέχεια εξαργυρώνουν αυτήν τη σύνδεση περιφερόμενα σε θέσεις του δημόσιου αλλά -κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο- του ιδιωτικού τομέα.

Η πορεία της εναλλαγής πολύ συχνά κινείται ως εξής: Μετά από μακρόχρονη θητεία σε επιτροπές, σε θέσεις διοικητικών συμβουλίων, ενίοτε (στις καλές περιπτώσεις) σε κάποιες διοικητικές θέσεις του ιδιωτικού τομέα, στον πανεπιστημιακό χώρο, ή σε θέσεις του εύηχου και απροσδιόριστου «consulting», ο… τεχνοκράτης αναλαμβάνει κάποια θέση στον κρατικό μηχανισμό.

Αιτία ότι το κόμμα του ανέλαβε εξουσία και ψάχνει στελέχη να επανδρώσει τον χαώδη στην Ελλάδα δημόσιο τομέα, όχι απαραίτητα με… αξιοκρατικά κριτήρια. Ο χρόνος κυλάει ώσπου κάποια στιγμή γίνονται εκλογές και η κυβέρνηση αλλάζει χέρια.

Στο μεταξύ ο «τεχνοκράτης» έχει κάνει παραπάνω γνωριμίες, πιθανώς και κάποια ρουσφέτια, οπότε αποφασίζει να ενισχύσει το βιογραφικό του περιφερόμενος στα παλαιότερα λημέρια.

Κατά κανόνα η επαγγελματική του αποκατάσταση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία. Οι πιθανοί εργοδότες, ζουν κι αυτοί στην Ελλάδα. Γνωρίζουν ότι μια σχέση με τον «τεχνοκράτη» προσφέρει πολιτικές προσβάσεις, κι όταν με το καλό το κόμμα επιστρέψει στην κυβέρνηση δίνει τις απαραίτητες άκρες με την «εξουσία».

Το ίδιο δυστυχώς ισχύει και στα πανεπιστημιακά μετερίζια. Καλά είναι τα βαριά βιογραφικά και οι δημοσιεύσεις, καλύτερα όμως σε πολλές περιπτώσεις έχουν αποδειχτεί τα κομματικά… βύσματα.

Ανάλογα με το πόσο ισχυρό είναι το κόμμα και πόσο καλή είναι η σχέση με τις εκάστοτε ηγεσίες, η διαδρομή εντός και εκτός κυβερνητικών θώκων, μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών θέσεων, συχνά με εμβόλιμες παραστάσεις σε «ιδρυματικούς» οργανισμούς, επαναλαμβάνεται στην καριέρα του «τεχνοκράτη».

Το κακό είναι ότι πέραν ορισμένων εξαιρέσεων -διότι δεν πρέπει να βάζουμε τους πάντες στο ίδιο τσουβάλι- οι «τεχνοκράτες» αυτής της κατηγορίας δεν καταφέρνουν τελικά, εξαιτίας αυτής της παλινδρόμησης, να αποκτήσουν ούτε τα «προσόντα» ενός πραγματικού πολιτικού, ούτε κι αυτά ενός τεχνοκράτη (άνευ εισαγωγικών). Κύριο προσόν τους παραμένουν οι γνωριμίες, οι προσβάσεις και οι… θεωρίες.

Γι' αυτό και παρατηρούμε παταγώδεις αποτυχίες τόσο σε θέματα management όσο και σε θέματα «διπλωματίας» σε ό,τι αφορά τον χειρισμό του Τύπου, την επίλυση συγκρούσεων, τη διαχείριση αντικρουόμενων συμφερόντων κ.λπ.

Προφανώς στον κανόνα υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις. Άνθρωποι που μπορεί να έχουν πολιτικές συμπάθειες και γνωριμίες, πλην όμως έχουν πράγματι σοβαρά διαπιστευτήρια από τον επαγγελματικό τους χώρο, όπως και τον κοινό νου να καταλάβουν τις διαφορές που έχει μια ημιπολιτική θέση, στην οποία σε διορίζει το κράτος, από μια καθαρά διοικητική θέση, για την οποία σε επιλέγει ο μέτοχος.

Δεν είναι όμως άσχετο της καριερίστικης, δημοσιοσχετίστικης και ευθυνοφοβικής νοοτροπίας αυτών των «τεχνοκρατών» ότι αμφότερα τα κόμματα εξουσίας έχουν καταλήξει να στελεχώνουν καυτές νευραλγικές θέσεις με τιμημένους… απομάχους του ιδιωτικού τομέα.

Λίγοι, ένας-δύο κυριολεκτικά, έχουν απομείνει στη σημερινή Ελλάδα να παίζουν τον ρόλο του «ευπατρίδη», του αποφασισμένου τεχνοκράτη, με ή χωρίς επιτυχία.

Κι όπως έχουν λειτουργήσει μέχρι τώρα οι περισσότερες πολιτικές εξουσίες, δεν είναι να αδικεί κάποιος εκείνους τους τεχνοκράτες (χωρίς εισαγωγικά) που πολύ απλά αρνούνται να μπλέξουν. Γιατί δεν ξέρουν πώς και πότε θα ξεμπλέξουν, ή τι χουνέρι θα τους κάνουν οι εκάστοτε καθαρόαιμα «πολιτικοί» προϊστάμενοι.

Να λέμε όμως τα πράγματα με το όνομά τους.

Άλλο τεχνοκράτης κι άλλο «τεχνοκράτης» για… κλάματα!
v