Η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία χρόνια συνιστά ένα σαφές παράδειγμα του αποτελέσματος της εφαρμογής του φονταμενταλισμού της αγορά στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας σε όλο τον κόσμο. Με το τέλος του φθηνού φυσικού αερίου, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις πληρώνουν το τίμημα από την υιοθέτηση και την εφαρμογή μιας στρεβλής θεωρίας από τη (νεοφιλελεύθερη) Ε.Ε.
Η Ε.Ε. υποχρέωσε αρχικά τα κράτη μέλη της να διαχωρίσουν το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας από τους σταθμούς παραγωγής της. Οι τελευταίοι θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν και εν συνεχεία θα δημιουργούντο νέες εταιρίες, οι οποίες θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για να παράσχουν την ηλεκτρική ενέργεια σε μια νέα εταιρεία που θα είχε στην κατοχή της το δίκτυο. Η τελευταία αυτή εταιρεία, με τη σειρά της, θα εκμίσθωνε τα καλώδια της σε μια περαιτέρω σειρά εταιρειών, οι οποίες θα αγόραζαν χονδρικώς την ηλεκτρική ενέργεια και θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τη λιανική πώληση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Θεωρείτο δηλαδή ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών θα ελαχιστοποιούσε τη χονδρική τιμή, ενώ ο ανταγωνισμός μεταξύ των λιανοπωλητών θα εξασφάλιζε ότι οι τελικοί καταναλωτές θα επωφελούντο από τις χαμηλές τιμές και τις υψηλής ποιότητας υπηρεσίες.
Εν τη γενέσει της, η δημιουργούμενη αγορά ηλεκτρική ενέργειας καλείτο να ικανοποιήσει 2 επιπρόσθετους (εν μέρει αντιφατικούς) στόχους. Αφενός μεν να εξασφαλίζει ανά πάσα στιγμή μία ελάχιστη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας εντός του δικτύου, κι αφετέρου να διοχετεύει επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια.
Η λύση που πρότειναν οι φονταμενταλιστές της αγοράς ήταν διττή: Καταρχάς, να δημιουργηθεί μια ακόμη αγορά στην οποία θα διαπραγματευόντουσαν οι άδειες εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου και περαιτέρω να εφαρμοστεί η αρχή της τιμολόγησης οριακού κόστους, δηλαδή η χονδρική τιμή κάθε κιλοβατώρας να ισούται με την τιμή της πιο δαπανηρής που παράγει το σύστημα.
Για να γίνει κατανοητό το παραπάνω ας αναλογιστούμε το παράδειγμα ενός υδροηλεκτρικού και ενός λιγνιτικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Το σταθερό κόστος κατασκευής του υδροηλεκτρικού σταθμού είναι μεγάλο, αλλά το οριακό κόστος είναι μηδενικό: Μόλις το νερό θέση σε κίνηση την τουρμπίνα του, η κάθε επιπρόσθετη κιλοβατώρα που παράγεται έχει σχεδόν μηδενικό κόστος. Αντίθετα, ενώ το κόστος κατασκευής του λιγνιτικού σταθμού είναι σαφώς μικρότερο, το οριακό κόστος είναι αρκετά μεγαλύτερο, καθώς ενσωματώνει τη σταθερή ποσότητα δαπανηρού λιγνίτη ανά παραγόμενη κιλοβατώρα.
Καθορίζοντας ότι η τιμή κάθε κιλοβατώρας που παράγεται με υδροηλεκτρική ενέργεια θα πρέπει να εξισώνεται με το οριακό κόστος παραγωγής μίας κιλοβατώρας με χρήση λιγνίτη, η Ε.Ε. ήθελε να ανταμείψει την υδροηλεκτρική εταιρεία με ένα παχυλό κέρδος, το οποίο, όπως ήλπιζαν οι ρυθμιστικές αρχές, θα επενδύετο σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Από την άλλη μεριά ο λιγνιτικός σταθμός ηλεκτροπαραγωγής θα είχε σχεδόν μηδενικά κέρδη (καθώς η τιμή θα κάλυπτε σχεδόν το οριακό του κόστος) αλλά και πρόσθετες δαπάνες για τις άδειες που θα έπρεπε να αγοράσει για τη συνέχιση της ρυπογόνος του δραστηριότητας.
Η πραγματικότητα, όμως, δεν επιβράβευσε τη θεωρία. Καθώς η πανδημία προκαλούσε καταστροφές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, η τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε, πριν ακόμη τριπλασιαστεί με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ξαφνικά, το πιο ρυπογόνο καύσιμο (λιγνίτης) δεν ήταν το πιο ακριβό, παρακινώντας σε περισσότερες μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα και υποδομές για το LNG.
Η τιμολόγηση του οριακού κόστους επέτρεψε στις εταιρείες ενέργειας να αποκομίσουν τεράστια υπερκέρδη από τους εξοργισμένους καταναλωτές λιανικής, οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι καλούνταν πλέον να καταβάλουν τίμημα πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αντιστοιχούσε στο μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
Με άλλα λόγια, η κάθε κιλοβατώρα που πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, τιμολογείται αποκλειστικά στη βάση της παραγωγής του ακριβότερου σήμερα φυσικού αερίου, ανεξαρτήτως αν η κιλοβατώρα αυτή έχει παραχθεί με ένα σχεδόν μηδενικό κόστος από έναν υδροηλεκτρικό σταθμό ή έστω από τον φθηνότερο λιγνίτη.
Το ηλεκτρικό ρεύμα συνιστά αγαθό ζωτικής σημασίας για να αφήσουμε τη διαχείρισή του αποκλειστικά στις προσομοιωμένες αγορές. Στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος διεξάγουμε έρευνες και μελέτες προς της κατεύθυνση προτάσεων ενεργειακής πολιτικής για την άμεση ανακούφιση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από το δυσβάσταχτο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
* Λέκτορας Οικονομικής Θεωρίας & Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.