Κάπως έτσι μου βγαίνει ο τίτλος για το άρθρο που θέλω να έχει σαν θέμα τις σημαντικές ειδήσεις του μήνα που φεύγει. Οι αγορές και το ταμείο. Εξ άλλου αυτές τις μέρες έχουν γραφτεί τόσα και τόσα.
Αναφέρομαι φυσικά στην πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για το ελληνικό χρέος καθώς και την έξοδο που πραγματοποίησε η χώρα μας στις αγορές.
Ας τα πάρουμε από την αρχή λοιπόν. Το ΔΝΤ στην πρόσφατη έκθεσή του χαρακτήρισε το χρέος της χώρας μας ως εξαιρετικά μη βιώσιμο. Και συνόδευσε βέβαια αυτήν του την εκτίμηση με μια πληθώρα στοιχείων εκτιμήσεων και υπολογισμών , που δεν θα πρόσθετε κάτι περισσότερο η εκ νέου αναφορά τους . Εξ άλλου είναι γνωστός ο δογματισμός του εν λόγω ταμείου ,είτε επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις του ,είτε όχι . Αυτό που πρυτανεύει είναι …να βγαίνουν τα νούμερα.
Μόνο και μόνο να αποκρυπτογραφήσουμε το τι λέμε βιώσιμο, θα έχουμε κερδίσει κάτι για την κατανόηση και άλλων ζητημάτων της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης.
Ο χαρακτηρισμός λοιπόν του χρέους ως εξαιρετικά μη βιώσιμο δεν είναι εύκολο να διακριθεί από το απλώς μη βιώσιμο , και μάλλον είναι σαν την παροιμία των παλαιστινίων που λέει ..είσαι νεκρός η πεθαμένος νεκρός;
Ύστερα πάλι, ποιο χρέος είναι βιώσιμο; Τι προσφέρει η διεθνής βιβλιογραφία και εμπειρία;
Η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχουν γενικά αποδεκτοί κανόνες. Άλλες φορές αναφέρεται ότι βιώσιμο είναι το δημόσιο χρέος που δεν ξεπερνά το 120% του ΑΕΠ της χώρας χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει γιατί το χρέος της Ιαπωνίας που ανέρχεται πλέον στο 239% του ΑΕΠ (έκθεση από Citi Research που δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 23/7/17) είναι βιώσιμο. Ουτε επίσης εξηγεί γιατί πριν μερικά χρόνια η Πορτογαλία με χρέος στο 80% του ΑΕΠ θεωρήθηκε ότι έχει μη βιώσιμο χρέος ή ακόμη γιατί η Ιταλία με χρέος στο 133% (σύμφωνα με την ίδια έρευνα) μπορεί και δανείζεται άνετα με χαμηλό κόστος .
Άλλοτε πάλι τίθεται ως κριτήριο το ανώτατο ποσοστό του ΑΕΠ που είναι απαραίτητο για την εξυπηρέτηση του χρέους αλλά και εδώ , συναντάμε το ποσοστό στα επίπεδα του 15% αλλά και στο 20% .
Τι είναι λοιπόν η βιωσιμότητα. Γιατί τέτοια σύγχυση; Αν εξαιρέσουμε τυχόν πολιτικές σκοπιμότητες που επιβάλουν αυτές τις διαφορετικές ερμηνείες, πρόκειται πράγματι για δύσκολο ζήτημα. Και είναι δύσκολο γιατί έχει να κάνει με ερμηνεία των οικονομικών γεγονότων και μάλιστα μελλοντικών που δεν υπόκεινται σε μαθηματικά μοντέλα αλλά σε κοινωνική συμπεριφορά. Ετσι θα δούμε ότι συνδέονται η τόσο αυστηρή έκθεση/εκτίμηση του ΔΝΤ με το αποτέλεσμα της εξόδου της Ελλάδας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές .
Γενικά βιώσιμο είναι το χρέος που μπορεί να εξυπηρετείται.
Ότι καλύτερο όμως μπόρεσα να βρώ γύρω από αυτό είναι η άποψη του καθηγητή κ. Λιαργκόβα όπως την διατύπωσε σε ειδική έκδοση των ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ το Δεκέμβρη του 2014 για το χρέος.
«Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το επίπεδο του χρέους είναι βιώσιμο όταν επιτρέπει σε μια χώρα οφειλέτη να καλύψει τις τρέχουσες και μελλοντικές υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους της στο ακέραιο, χωρίς την προσφυγή σε περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους ή αναδιάρθρωση, αποφεύγοντας τη συσσώρευση καθυστερημένων οφειλών, ενώ επιτρέπει ένα αποδεκτό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης».
Η αξία της εν λόγω αναφοράς είναι προφανής. Μακριά από δύσκολες έννοιες αριθμητικά μοντέλα η άλλες θεωρήσεις, μας δίνει και την απάντηση για το τι πρέπει να περιμένουμε.
Το χρέος λοιπόν της χώρας μας θα παραμένει πρόβλημα και θηλιά στην οικονομία και την κοινωνία (όπως και αν το ονομάσουμε) όσο δεν θα μπορούμε να το πληρώνουμε, έχοντας όμως την κοινωνία όρθια. Και για αυτό ένας τρόπος υπάρχει. Η δημιουργία πραγματικού πλούτου με σύγχρονους όρους και προϋποθέσεις ώστε να εξασφαλίζεται η διατήρηση μιας συνεχόμενης αύξησής του.
Η δεύτερη είδηση λοιπόν είναι ότι η χώρα μας τόλμησε να ζητήσει από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου χρήματα δανεικά και τα βρήκε με σχετικά καλούς όρους . Και εδώ έχουν γραφτεί πάρα πολλά για το ύψος των δανεικών για το επιτόκιο και τόσα άλλα.
Η είδηση δεν είναι σε αυτό. Η είδηση είναι ότι μια τέτοια δυσμενής έκθεση και ταυτόχρονες άλλες αρνητικές παροτρύνσεις και εισηγήσεις από σοβαρούς παράγοντες (και από το ΔΝΤ) δεν ελήφθησαν υπ όψιν.
Αυτό το γεγονός από μόνο του (θυμίζουμε και το ότι η ζήτηση για τα ομόλογα υπήρξε υπερδιπλάσια της προσφοράς) δείχνει κάτι που εδώ και πολλά χρόνια είναι σημαντικό στην οικονομία. Είναι η εμπιστοσύνη. Από το 1971 μάλιστα με την κατάργηση του κανόνα του χρυσού (παύση της μετατροπής του δολαρίου σε χρυσό) δεν είναι υπερβολή ότι έχει πάρει τη θέση του.
Ας κρατήσουμε αυτό και ας φροντίσουμε για την εδραίωσή της σε όλα τα επίπεδα.
*Ο Ξενοφών Τσόγκας είναι οικονομολόγος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.