Summers: Οι αγορές έχουν δίκιο να ανησυχούν για την Κίνα

Οι πολιτικοί συχνά δεν δείχνουν τη δέουσα προσοχή στις αντιδράσεις των αγορών, γράφει ο πρώην ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ. Γιατί τα μηνύματα από την Κίνα δεν θα πρέπει να αγνοηθούν. Το περιορισμένο οπλοστάσιο των κεντρικών τραπεζών και οι κίνδυνοι.

  • του Lawrence Summers*
Summers: Οι αγορές έχουν δίκιο να ανησυχούν για την Κίνα

Συχνά οι αγορές είναι μεταβλητές στα τέλη του χρόνου και μετά ηρεμούν καθώς ξεκινά μια νέα χρονιά. Φέτος δεν έγινε έτσι. Οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές αγορές έκλεισαν χαμηλότερα την Παρασκευή, έπειτα από μια πολύ δύσκολη εβδομάδα, παρά μια ισχυρή έκθεση για τις θέσεις εργασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εβδομάδα είχε δραματικές πτώσεις στην αγορά μετοχών και νομισμάτων της Κίνας. Οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν στον απόηχο των εντάσεων μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας.

Μια εβδομάδα κατά την οποία κακά νέα για την αγορά έφτασαν στα πρωτοσέλιδα, εγείρει δύο ερωτήματα. Κατά πόσον εκείνοι που κάνουν προβλέψεις και οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να παρακολουθούν τις κερδοσκοπικές αγορές ως δείκτες μελλοντικών προοπτικών; Και πόσο θα πρέπει να ανησυχούν για την προοπτική μιας παγκόσμιας επιβράδυνσης;

Οι αγορές είναι πιο μεταβλητές από τα θεμελιώδη που επιδιώκουν να αξιολογήσουν. Ο οικονομολόγος Paul Samuelson σχολίασε πριν από 50 χρόνια πως «η αγορά μετοχών έχει προβλέψει εννέα από τις πέντε τελευταίες υφέσεις».

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ρόμπερτ Ρούμπιν είχε δίκιο όταν καθησύχαζε τακτικά τους νευρικούς πολιτικούς στον Λευκό Οίκο του Κλίντον, ότι «οι αγορές ανεβαίνουν, οι αγορές πέφτουν», τις μέρες που μια κίνηση της αγοράς δημιουργούσε είτε χαρά, είτε άγχος. Τα καλύτερα στελέχη διαχειρίζονται τις εταιρίες τους κοιτώντας τη μακροπρόθεσμη κερδοφορία, όχι την ημερήσια τιμή της μετοχής. Και οι φορείς χάραξης πολιτικής κάνουν το καλύτερο, όταν συγκεντρώνονται στην ισχυροποίηση των οικονομικών θεμελιωδών, έναντι των ημερήσιων διακυμάνσεων της αγοράς.

Και πάλι, όμως, αφού οι αγορές διαρκώς αξιολογούν το μέλλον και ενσωματώνουν τις απόψεις ενός τεράστιου αριθμού συμμετεχόντων, συχνά δίνουν πολύτιμες προειδοποιήσεις όταν αλλάζουν οι συνθήκες. Έρευνες έχουν καταδείξει πως οι αγορές προβλέψεων είναι πιο αποτελεσματικές στην πρόβλεψη των εκλογών σε σχέση με τους δημοσκόπους. Τα χολιγουντιανά στούντιο χρησιμοποιούν τέτοιου είδους αγορές για να αξιολογήσουν την πιθανή επιτυχία των ταινιών.

Οι φορείς χάραξης πολιτικής που απορρίπτουν τις κινήσεις της αγοράς, θεωρώντας πως είναι απλές αντανακλάσεις εικασιών, συχνά κάνουν ένα σοβαρό λάθος. Οι αγορές αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα της κρίσης του 2008 πολύ πριν από τη Fed. Συνέλαβαν τη μη βιωσιμότητα των σταθερών επιτοκίων στη Βρετανία, στο Μεξικό και στη Βραζιλία, ενώ οι αρχές ήταν ακόμη σε άρνηση, και είδαν την επιβράδυνση ή ύφεση πολύ πριν από εκείνους που προχωρούν σε προβλέψεις, σε αναρίθμητες απότομες πτώσεις. Παρότι οι αγορές πράγματι κάποιες φορές κρούουν λανθασμένα τον κώδωνα του κινδύνου και δεν θα πρέπει να ακολουθούνται τυφλά, η συμβατική σοφία ουσιαστικά ποτέ δεν αναγνωρίζει τα σύννεφα που συγκεντρώνονται πριν την καταιγίδα.

Ο Economist αναφέρει σε ρεπορτάζ του πως, εξετάζοντας όλες τις μεγάλες χώρες την περίοδο των τελευταίων δεκαετιών, υπήρξαν 220 περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα έτος συρρίκνωσης ήρθε έπειτα από μια χρονιά θετικής ανάπτυξης. Ούτε μία φορά δεν ανέμεναν την ύφεση οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τον Απρίλιο του έτους ανάπτυξης.

Οι ενδείξεις θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη όταν κρατούν για πολύ καιρό και προέρχονται από πολλές αγορές, όπως συμβαίνει με τις τρέχουσες ενδείξεις της αγοράς πως ο πληθωρισμός δε θα αγγίξει τα επιθυμητά επίπεδα μέσα σε μια δεκαετία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Είναι ιδιαίτερα δυσοίωνο όταν οι αγορές δεν καταφέρνουν να ανέβουν λόγω καλών ειδήσεων.

Είναι πιθανό οι κινεζικές εξελίξεις να αντανακλούν την ψυχολογία της αγοράς και την αδέξια ανταπόκριση των πολιτικών, καθώς και το γεγονός πως η απάντηση των παγκόσμιων αγορών αποτελεί παράδειγμα μιας προσωρινής μεταδοτικότητας. Αλλά αμφιβάλλω.

Κατά το τελευταίο έτος, περίπου το 20% της ανάπτυξης της Κίνας, όπως καταγράφηκε στα επίσημα στατιστικά της στοιχεία, έχει προέλθει από τον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο οποίος είναι τώρα τόσο μεγάλος σε σύγκριση με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν όσο είναι και στη Βρετανία, και τα επίπεδα του κινεζικού χρέους είναι εξαιρετικά υψηλά. Αυτό μετά βίας αποτελεί περίπτωση υγιούς ή βιώσιμης ανάπτυξης.

Τα τελευταία χρόνια, η ανάπτυξη της Κίνας έχει προέλθει σε πολύ μεγάλο βαθμό από μαζική επένδυση στην υποδομή. Η Κίνα έχυσε περισσότερο τσιμέντο και μπετό μεταξύ 2011 και 2013, απ' ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Κι αυτό επίσης είναι μη βιώσιμο. Ακόμη κι αν αντικατασταθεί από τις εγχώριες υπηρεσίες, η συνδρομή της Κίνας στη ζήτηση για εμπορεύματα παγκοσμίως θα πέσει.

Η εμπειρία δείχνει πως ο καλύτερος δείκτης για τις μελλοντικές προοπτικές μιας χώρας είναι οι αποφάσεις που παίρνουν οι πολίτες της για το αν θα κρατήσουν τα κεφάλαιά τους εκεί ή θα τα εξάγουν στο εξωτερικό. Το γουάν δέχεται πιέσεις διότι οι Κινέζοι πολίτες ανυπομονούν να μεταφέρουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Αν δεν υπήρχε η σημαντική πρόσφατη ελάττωση στα αποθέματα της Κίνας, το γουάν θα είχε πέσει κι άλλο.

Παραδοσιακά, οι διεθνείς εξελίξεις έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στις αμερικανικές και ευρωπαϊκές οικονομίες, επειδή μπορούν να αντισταθμίζονται από πράξεις νομισματικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών αναπτυσσόταν εύρωστα κατά τη διάρκεια της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς η Fed μείωνε τα επιτόκια. Με τα επιτόκια ουσιαστικά στο μηδέν στις βιομηχανικές χώρες, ωστόσο, αυτή η επιλογή δεν είναι πλέον διαθέσιμη και τα ξένα οικονομικά προβλήματα πιθανώς θα έχουν πολύ πιο άμεσο αντίκτυπο στις οικονομικές επιδόσεις.

Λόγω του μεγέθους της Κίνας, της πιθανής μεταβλητότητάς της και του περιορισμένου χώρου για συμβατικές νομισματικές μανούβρες, ο παγκόσμιος κίνδυνος στις εγχώριες οικονομικές επιδόσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και πολλές αναδυόμενες αγορές είναι τόσο μεγάλος όσο και όλες τις άλλες φορές.

Οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να ελπίζουν για το καλύτερο και να σχεδιάζουν για το χειρότερο.

 

* Καθηγητής στο Harvard και πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ

© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v