Κανείς δεν είναι έτοιμος να γιορτάσει και η συμφωνία που φαίνεται πως έκλεισε η Ελλάδα με τους πιστωτές την Τρίτη το πρωί δεν φέρνει διάθεση για πάρτι, έτσι κι αλλιώς.
Δεν υπάρχουν πολλές εκπλήξεις για όσους ερευνούν τις λεπτομέρειες που διαρρέουν σε δημοσιεύματα. Πώς θα μπορούσαν να υπάρχουν, με δεδομένο το πόσο εκπληκτικά λεπτομερείς είναι οι όροι που έθεσαν οι πιστωτές στις ανατριχιαστικές διασκέψεις του Ιουλίου;
Ο δρόμος που έχει σκιαγραφηθεί για τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού, ωστόσο, δίνει ένα λόγο για ευθυμία. Ενώ ο στόχος για το 2018 συμφωνήθηκε τον περασμένο μήνα -τα κυβερνητικά έσοδα θα πρέπει μέχρι τότε να υπερβαίνουν τις δαπάνες (μη περιλαμβανομένης της εξυπηρέτησης του χρέους) κατά 3,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος-, η σύσφιξη θα λάβει χώρα αργότερα από ό,τι είχαν αρχικά επιμείνει οι πιστωτές της Ελλάδας.
Για το 2015, απαιτείται μόνο ένα συμβολικό πρωτογενές έλλειμμα 0,25%. Με δεδομένη την επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση, αυτό συνεπάγεται μία δημοσιονομική συμπίεση. Αλλά έπειτα, μετά βίας χρειάζεται περαιτέρω λιτότητα, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του 0,5% για το 2016. Ο κύριος όγκος της σταθεροποίησης θα συμβεί κατά το τελευταίο έτος της περιόδου.
Αυτό είναι ένα ευπρόσδεκτο σημάδι για πιο πεφωτισμένη ιδιοτέλεια από τους πιστωτές. Κανείς δεν επωφελείται από την επιδείνωση του βάρους του χρέους της Ελλάδας, με την υπερβολική συμπίεση μιας οικονομίας σε ύφεση. Αυτό θυμίζει ότι το 2014, όταν η οικονομία της Ελλάδας κατέγραψε τρία τρίμηνα ανάπτυξης έπειτα από πέντε χρόνια ύφεσης, ήταν επίσης το μόνο έτος κατά το οποίο η χώρα δεν δεσμεύτηκε με διαρθρωτική σύσφιξη του προϋπολογισμού.
Πέραν της ουσίας, και μόνο το γεγονός ότι μία συμφωνία οριστικοποιείται, σημαίνει πολλά.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τονίσει ότι οι διαπραγματεύσεις που έχουν προφανώς φτάσει σε ένα επιτυχημένο τέλος αποτελούσαν τεχνικές συζητήσεις και η συμφωνία την οποία παρήγαγαν στη βάση της εξακολουθεί να χρειάζεται τη στήριξη μιας πολιτικής συμφωνίας.
Αλλά αυτό υποτιμά το πόσο μεγάλη μεταστροφή έχει λάβει χώρα στην ελληνική προσέγγιση.
Θυμηθείτε ότι για το πρώτο μισό αυτού του έτους, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέμενε να ανεβάσει τις συζητήσεις από το τεχνικό στο πολιτικό επίπεδο, με την ελπίδα ότι οι άλλοι ηγέτες θα πρόσεχαν τις εκκλήσεις της για μία νέα προσέγγιση. Αυτή η στρατηγική, όπως γνωρίζουμε, απέτυχε. Η ελληνική συνθηκολόγηση, όχι μόνο στην ουσία αλλά και στη διαδικασία, έχει αναμφίβολα βοηθήσει στο να επιταχυνθούν τα πράγματα.
Σημειώστε επίσης πόσο γρήγορα η Γερμανία βρέθηκε μόνη της, τονίζοντας ότι μία εξονυχιστική συμφωνία είναι καλύτερη από μία γρήγορη. Αυτή η επιμονή ήταν πάντα λίγο παράξενη, δεδομένης της ακρίβειας του τι ήταν ήδη στο τραπέζι, αλλά η ανησυχία του Βερολίνου ότι μία συμφωνία χρειάζεται να κρατήσει για ολόκληρη την τριετία για την οποία προβλέπεται, αντικατοπτρίζει τη συνεχιζόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ πιστωτή και οφειλέτη.
Η σκληρή στάση που πήρε το Βερολίνο τον Ιούλιο -αν μη τι άλλο, η υπόνοιά του ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να εκδιωχθεί από το ευρώ- έχει πυροδοτήσει σοκ στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Επιφέρει αντιδράσεις που μόλις αρχίζουμε να βλέπουμε.
Μία φαίνεται να είναι η απόφαση να μην κρατηθούν «όμηροι» της γερμανικής δυστροπίας περισσότερο από ό,τι της ελληνικής αταξίας. Εξού η ευρεία στήριξη ώστε να κλειστεί μία συμφωνία πριν τις 20 Αυγούστου, οπότε η Αθήνα πρέπει να εξοφλήσει ένα ομόλογο που έχει στην κατοχή της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αντί να κανονιστεί ένα ακόμη δάνειο-γέφυρα και να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις για καιρό.
Η ίδια η ΕΚΤ είναι αναμφισβήτητα ο πλέον άμεσος ευεργετούμενος από την τεχνική συμφωνία.
Αυτή δίνει στην κεντρική τράπεζα μία πρόφαση για να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία έβαλε τον εαυτό της, όπου ισχυρίζεται ότι ούτε μπορεί να εξαναγκάσει μία αναδιάρθρωση των ελληνικών τραπεζών, ούτε να τους παραχωρήσει αρκετή ρευστότητα ώστε να διευκολύνει την ομαλή ροή των πληρωμών ανάμεσα σε ένα μέλος της ευρωζώνης και τα υπόλοιπα.
Μια συμφωνία κάνει πιο εύκολη την ελεύθερη ροή των κεφαλαίων. Και η ίδια η συμφωνία υπονοεί ότι μία ανακεφαλαίωση και αναδιάρθρωση των τραπεζών είναι στα σκαριά.
Πού αφήνουν όλα αυτά την Ελλάδα και την υπόλοιπη νομισματική ένωση της Ευρώπης; Πέραν του ελαφρώς χαμηλότερου ρυθμού της λιτότητας, η συμφωνία δεν είναι καλύτερη και δεν είναι χειρότερη από ό,τι ήταν τον Ιούλιο. Η οικονομία θα έχει ελάχιστα περισσότερο χώρο από ό,τι αναμενόταν. Κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις -αν εφαρμοστούν- μπορούν να βελτιώσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης στο μετά την ύφεση μέλλον, που βρίσκεται ακόμη χρόνια μακριά. Άλλες πιθανόν δεν θα κάνουν μεγάλη διαφορά. Μπορεί ακόμη και να κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
Σε κάθε περίπτωση, οι λεπτομερείς πολιτικές δεν είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Πολύ πιο σημαντικό είναι το αν η συμφωνία θα καταφέρει να αποκαταστήσει τη βεβαιότητα ότι η Ελλάδα έχει ένα μέλλον στο ευρώ. Αν το κάνει, επενδύσεις και δαπάνες θα επιστρέψουν. Αλλιώς, αυτό δεν θα συμβεί.
Το δράμα του Ιουλίου τρόμαξε αρκετά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και τις άλλες χώρες, ώστε να τις κάνει να απομακρυνθούν από το χείλος. Αυτά είναι καλά νέα. Αλλά ο φόβος αποτελεί σαθρό θεμέλιο για εμπιστοσύνη. Θα χρειαστούν περισσότερα ώστε να μπορέσει η ευρωζώνη να βγει από τη βαθιά οικονομική και πολιτική της «τρύπα».
Τουλάχιστον φαίνεται πως σταμάτησε να... σκάβει.
© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation