Οι εξαγορές εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Ηνωμένο Βασίλειο από ξένους έχουν προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στο City του Λονδίνου. Το φαινόμενο εξαπλώνεται τώρα και στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ορισμένοι παρατηρητές χρησιμοποιούν τη φράση «Deutschland im Ausverkauf» (σ.τ.μ.: η Γερμανία πωλείται) για να περιγράψουν το φαινόμενο αυτό. Η Γερμανία, όπως φαίνεται, είναι προς πώληση.
Ο όγκος των deals είναι εκ φύσεως ανομοιόμορφος. Αλλά οι αριθμοί δείχνουν μια τάση. Μέχρι στιγμής μέσα στο 2024, διεθνείς εταιρείες έχουν κάνει αγορές στη Γερμανία ύψους 47,2 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με τον Tim Winkel της 7Square. Το ποσό είναι σχεδόν 70% υψηλότερο από την αξία των συγχωνεύσεων και εξαγορών που έγιναν από ξένες εταιρείες ολόκληρο το 2020.
Περιλαμβάνει mega deals υψηλού προφίλ, όπως η προσφορά της Adnoc για την εταιρεία χημικών Covestro και η «επίθεση» του δανέζικου ομίλου DVS στις δραστηριότητες logistics της Deutsche Bahn - συνολικής αξίας περίπου 32 δισ. δολαρίων. Οι ανησυχίες δεν κατευνάζονται καθώς οι επίδοξοι μνηστήρες εισέρχονται σε πιο ευαίσθητους τομείς όπως ο τραπεζικός. Ο «αδελφικός εναγκαλισμός» της UniCredit με την Commerzbank, που έχει προκαλέσει την ανησυχία των πολιτικών, δεν συνυπολογίζεται στους αριθμούς.
Το γεγονός πως γερμανικές εταιρείες δεν έχουν βγει στο εξωτερικό να κάνουν τα δικά τους... ψώνια, ενισχύει τις ανησυχίες. Ο όγκος των συγχωνεύσεων και εξαγορών από γερμανικές εταιρείες εκτός Γερμανίας έπεσε στα 11 δισ. δολάρια - μειώθηκε κατά δύο τρίτα ως προς το σύνολο του 2020. Η έλλειψη εγχώριων ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων είναι ένας από τους λόγους. Οι διεθνείς χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, εν τω μεταξύ, πραγματοποίησαν πάνω από το ένα τέταρτο των συγχωνεύσεων και εξαγορών από ξένους στη Γερμανία το 2024.
Οι τάσεις αυτές αντανακλούν το γεγονός ότι οι γερμανικές εταιρείες έχουν γίνει σχετικά μικρές και σχετικά φθηνές.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στην κακή πορεία και τις άσχημες προβλέψεις για την οικονομία της χώρας. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, η γερμανική κυβέρνηση υποβάθμισε τις οικονομικές προοπτικές της χώρας για το 2024 και προέβλεψε ένα δεύτερο έτος συρρίκνωσης.
Το υψηλό ενεργειακό κόστος και η υποτονική ζήτηση έχουν επηρεάσει τη βιομηχανική της βάση, σπρώχνωντας εταιρείες όπως η Covestro στην αγκαλιά μνηστήρων με βαθιά τσέπη. Γιγάντιοι όμιλοι όπως η BASF ανταποκρίνονται στην πίεση βγάζοντας δραστηριότητες στο σφυρί, γεγονός που υποδηλώνει ότι η τάση αυτή έχει και συνέχεια.
Εκτός από την οικονομική δυσπραγία, οι γερμανικές εταιρείες είναι εξαρτημένες συχνά από τις χαμηλότερης ανάπτυξης παραδοσιακές βιομηχανίες, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Οι μεγάλες εταιρείες στον τομέα της τεχνολογίας ή της φαρμακευτικής παραγωγής, οι οποίες έχουν δημιουργήσει πολλά από τα νέα παγκόσμια μεγαθήρια, είναι λίγες.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι οι γερμανικές εταιρείες είναι πλέον μικρότεροι παίκτες στο παγκόσμιο εταιρικό τοπίο. Ο τραπεζικός τομέας έχει πληγεί ιδιαίτερα σκληρά. Η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, η Deutsche Bank, ήταν η 10η μεγαλύτερη στον κόσμο με βάση το ενεργητικό της το 2013. Τώρα είναι η 26η.
Σε όρους αγοραίας αξίας, η «εταιρική Γερμανία» αντιπροσωπεύει το 2% του δείκτη MSCI all countries, ποσοστό μειωμένο κατά ένα τρίτο σε σύγκριση με πριν από μια δεκαετία.
Πράγματι, η επίδοση αυτή δεν είναι τόσο κακή όσο του Ηνωμένου Βασιλείου, του οποίου η στάθμιση έχει μειωθεί περισσότερο από το μισό. Αλλά είναι χειρότερη από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Δανία και οι Κάτω Χώρες είδαν τη στάθμισή τους να αυξάνεται χάρη στις επιδόσεις των εγχώριων κολοσσών Novo Nordisk και ASML αντίστοιχα.
Για να το δούμε διαφορετικά, ο DAX - ο οποίος αποτιμούνταν με discount 20% σε σχέση με τον S&P 500 με βάση τον λόγο τιμής/κερδών (P/E) λίγο πριν από την πανδημία - τελεί τώρα υπό διαπραγμάτευση με discount 40%. Η αντιμετώπιση της οικονομικής δυσπραγίας της Γερμανίας είναι ένα μακροπρόθεσμο εγχείρημα.
Στο μεταξύ, παραμένει ελκυστική για τους παγκόσμιους παίκτες που αναζητούν ευκαιρίες.
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation