Μια επική σύγκρουση ετοιμάζεται για το 2024. Σε μια χρονιά εκλογικής έκρηξης, με εθνικές αναμετρήσεις σε πολλές χώρες, από τις ΗΠΑ έως την Ινδία, οι νυν κυβερνώντες που επιδιώκουν μια ακόμη θητεία θα μπουν στον πειρασμό, όπως πάντα, να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες πριν από τις εκλογές.
Αυτό τους βάζει σε τροχιά σύγκρουσης με τους παγκόσμιους «τιμωρούς» των ομολόγων, οι οποίοι, αφυπνισμένοι από τη νέα εποχή των υψηλών επιτοκίων, μετά από έναν μακρύ λήθαργο, θα σπεύσουν να τιμωρήσουν τους σπάταλους πολιτικούς.
Όπως σημείωσα στις αρχές του έτους, οι κάλπες σε περισσότερα από 30 κράτη θα δώσουν λόγο σε δύο στους τρεις ενήλικες στον δημοκρατικό κόσμο - μια χρονιά ρεκόρ εκλογών από τότε που άρχισε η συλλογή δεδομένων στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Αυτή η ιστορική πομπή της δημοκρατίας θα είναι μια ευκαιρία για τα κόμματα να επιδοθούν στη συνήθη τακτική της προεκλογικής σπατάλης. Αλλά αν το χρήμα ρέει πολύ ελεύθερα, θα εμφανιστούν οι νεοαφυπνισμένοι τιμωροί για το χαλάσουν, ξεπουλώντας τα ομόλογα και το νόμισμα του αντίστοιχου κράτους. Πολλές κυβερνήσεις, έχοντας συσσωρεύσει τεράστια χρέη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είναι τώρα ιδιαίτερα ευάλωτες σε αυτές τις επιθέσεις.
Οι μάχες είναι πιο πιθανές σε κράτη όπου οι ηγέτες δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις να αυξήσουν τις δαπάνες, επειδή η δημοτικότητά τους είναι τόσο χαμηλή. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό συμβαίνει στις περισσότερες χώρες. Παρακολουθώ δημοσκοπήσεις σε 10 ανεπτυγμένες και 10 αναπτυσσόμενες χώρες· τα ποσοστά αποδοχής έχουν μειωθεί κατά το τελευταίο έτος σε τρεις από τις τέσσερις, και η μέση τιμή είναι τώρα μόλις 45% στις αναπτυσσόμενες χώρες, και ένα σχεδόν ρεκόρ χαμηλό 36% για τις 10 ανεπτυγμένες χώρες.
Οι τιμωροί των ομολόγων, που συνήθως ενεργοποιούνται από τον πληθωρισμό, θα δράσουν επίσης γρήγορα σε χώρες όπου ένας ηγέτης που ξοδεύει ελεύθερα κάνει χειρότερη μια κακή δημοσιονομική κατάσταση. Έξι ηγέτες αντιμετωπίζουν εκλογές το 2024 σε χώρες όπου το έλλειμμα αυξάνεται σταθερά και βρίσκεται πλέον σε αυτό που πολλοί επενδυτές ομολόγων θα θεωρούσαν επικίνδυνη ζώνη - πάνω από το 5% του ΑΕΠ. Πρόκειται για χώρες από την Ινδία και το Μπαγκλαντές έως τη Νότια Αφρική και τις ΗΠΑ, όπου το έλλειμμα έχει σχεδόν διπλασιαστεί από την προ πανδημίας τάση του, σε περίπου 6% του ΑΕΠ, το μεγαλύτερο έλλειμμα μεταξύ των μεγάλων ανεπτυγμένων χωρών.
Η Νότια Αφρική διατρέχει επίσης υψηλό κίνδυνο. Έχει έναν αντιδημοφιλή υποψήφιο για επανεκλογή που διαχειρίζεται ένα διευρυνόμενο έλλειμμα και ένα μεγάλο ποσοστό κρατικών ομολόγων - 25% - που ανήκει σε ξένους. Αντιμετωπίζοντας διακοπές ρεύματος και αυξανόμενο πληθωρισμό, η δημοτικότητα του προέδρου Σίριλ Ραμαφόσα έπεσε σχεδόν 10 μονάδες τον τελευταίο χρόνο σε λίγο πάνω από το 40%, και το έλλειμμα της χώρας έχει τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του 2000 σε πάνω από 5%. Τα πρόσφατα μέτρα για τον περιορισμό των δαπανών έχουν επίσης μετατοπιστεί προς στόχους που πιθανόν να ικανοποιήσουν τους ψηφοφόρους, όπως οι υψηλότεροι δημόσιοι μισθοί. Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να αυξάνεται.
Οι κίνδυνοι της Ινδίας αντισταθμίζονται εν μέρει από το γεγονός ότι έχει υψηλότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και επέδειξε δημοσιονομική αυτοσυγκράτηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όμως πολλοί ηγέτες κρατών επιδίδονται τελευταία σε ένα παιχνίδι ανταγωνιστικού λαϊκισμού. Εάν το κόμμα του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι υποστεί αποτυχίες στις ψηφοφορίες των πολιτειών αυτόν τον μήνα, τότε μπορεί και ο ίδιος να αισθανθεί αναγκασμένος να αυξήσει τις δαπάνες για δημοφιλή προγράμματα.
Εν τω μεταξύ, το έλλειμμα του Μεξικού αυξάνεται ραγδαία προς το 5% του ΑΕΠ, το υψηλότερο από τη δεκαετία του 1990, και ο δημοφιλής πρόεδρος, Αντρές Μανουέλ Λόπεζ Ομπραντόρ, μεταβιβάζει το πρόβλημα σε έναν αδοκίμαστο διάδοχο. Ενώ αρκετές οικονομίες παραμεθόριων περιοχών, από τη Γκάνα έως τη Σρι Λάνκα, αναγκάστηκαν τα τελευταία δύο χρόνια να περικόψουν τις δαπάνες τους, καθώς αντιμετώπιζαν τη χρεοκοπία, οι ηγέτες τους θα δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να διατηρήσουν την πορεία τους σε μια χρονιά εκλογών.
Καμία χώρα δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο. Από το 1960 τουλάχιστον, σύμφωνα με έρευνες, οι ηγέτες συχνά αυξάνουν τις δαπάνες ή μειώνουν τους φόρους για να βελτιώσουν τις προοπτικές επανεκλογής τους. Τις τελευταίες δεκαετίες, είχαν την τάση να τη γλιτώνουν. Το κόστος δανεισμού ήταν τόσο φθηνό μέχρι τη δεκαετία του 2010 που οι επενδυτές ομολόγων έκαναν τα στραβά μάτια, εκτός από ακραίες περιπτώσεις όπως η Αργεντινή.
Αυτό άλλαξε το 2022 με την επιστροφή του πληθωρισμού και των υψηλότερων επιτοκίων. Έκτοτε, οι «εκδικητές» έχουν βάλει στο στόχαστρο κράτη σε όλο τον κόσμο. Βοήθησαν να αναγκαστεί η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Λιζ Τρας να εγκαταλείψει το αξίωμά της, ξεπουλώντας τα ομόλογα και το νόμισμα του Ηνωμένου Βασιλείου ως απάντηση σε ένα φορολογικό σχέδιο που κατέστρεψε τον προϋπολογισμό.
Ανάγκασαν δύο παλιούς λαϊκιστές, τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν της Τουρκίας και τον Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα της Βραζιλίας, να υιοθετήσουν τη δημοσιονομική αυτοσυγκράτηση. Ο Ερντογάν έβαλε στο ράφι παράδοξες ανορθόδοξες πολιτικές και διόρισε βετεράνους της χρηματοπιστωτικής αγοράς για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Παρατηρήστε το μοτίβο. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πλέον τόσο μεγάλες, επισκιάζοντας κάθε εθνική οικονομία, ώστε συνήθως να επικρατούν οι τιμωροί. Οι ηγέτες τα βάζουν μαζί τους με δική τους ευθύνη. Στις ΗΠΑ, όπου ο εφησυχασμός είναι μεγάλος και πολλοί φαίνεται να πιστεύουν ότι οι ανά τον κόσμο επενδυτές δεν θα κουραστούν ποτέ να αγοράζουν αμερικανικό χρέος, αξίζει να αναλογιστούμε την τύχη των χαμένων.
Η Βραζιλία, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο άλλαξαν τους αλλοπρόσαλλους τρόπους τους υπό την πίεση των τιμωρών και μέχρι στιγμής τα πάνε καλύτερα. Το να τα βάλουμε με τους τιμωρούς των ομολόγων είναι ως επί το πλείστον μια χαμένη μάχη, αλλά αυτό δεν θα εμποδίσει πολλούς πολιτικούς να προσπαθήσουν.
* Ο συγγραφέας του άρθρου είναι πρόεδρος του Rockefeller International
© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation