Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί να υλοποιήσει το 80% από τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στην «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ στο πλαίσιο των διαρθρωτικών αλλαγών που προωθεί για τη μείωση των τιμών.
Στη πραγματικότητα, αν κρίνουμε από τις προτάσεις που προωθεί η κυβέρνηση για τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, το γάλα, το βιβλίο και το ψωμί, η συμμόρφωση θα είναι μικρότερη του 80%.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η στάση της είναι ανεξήγητη. Τουλάχιστον σε κάποια ζητήματα όπως στα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα. Εκεί, οι φαρμακοποιοί έπεισαν την κυβέρνηση ότι τα συγκεκριμένα σκευάσματα είναι πηγή ρευστότητας από τη στιγμή που πληρώνονται από τον ΕΟΠΠΥ με πολλούς μήνες καθυστέρηση.
Τι 80%, τι 75%, θα έλεγε κάποιος. Αρκεί να είναι οι κύριες συστάσεις.
Άλλωστε, αν πιστέψουμε τα λεγόμενα του γενικού γραμματέα του οργανισμού Α. Γκουρία κατά την παρουσίαση της έκθεσης στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου στην Αθήνα, η υιοθέτηση μόλις 66 από τις 329 προτάσεις θα απέφερε οικονομικό όφελος μεγαλύτερο των 5 δισ. ευρώ ετησίως.
Είναι νούμερο που δεν μπορεί να αγνοηθεί εύκολα. Ακόμη κι αν το όφελος αποδειχθεί μικρότερο. Όμως, ούτε το κόστος της έκθεσης του ΟΟΣΑ μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Πέρυσι, τον Νοέμβριο, άλλα δημοσιεύματα ανέβαζαν το κόστος στις 900 χιλ. ευρώ κι άλλα στις 500 χιλ. ευρώ.
Όλα πληρωμένα από το ΕΣΠΑ, έλεγαν τότε οι ιθύνοντες.
Όμως, οι πληροφορίες μας αναφέρουν ότι ο ΟΟΣΑ ζητά επιπλέον χρήματα για την έκθεση, ισχυριζόμενος ότι έκανε περισσότερη δουλειά από την προβλεπόμενη.
Δεν γνωρίζουμε πόσα επιπλέον λεφτά ζητά. Πιθανόν λίγες δεκάδες χιλιάδες ευρώ.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο διεθνής οργανισμός δεν κάνει σκόντο, ακόμη κι αν πρόκειται για μια υπερχρεωμένη χώρα όπως η Ελλάδα.