Δεν έχουν περάσει ούτε ένα - δύο χρόνια από τότε που η τρόικα έριχνε μπηχτές για την αποτυχία της Ελλάδας να πιάσει τους στόχους για το έλλειμμα του προϋπολογισμού.
Η κυβέρνηση ανταπαντούσε ότι η αστοχία οφειλόταν στη μεγαλύτερη των εκτιμήσεων πτώση του ΑΕΠ, χρεώνοντάς την με έμμεσο τρόπο στην πολιτική λιτότητας που εκείνη επέβαλε.
Τα πιο... φωτισμένα κυβερνητικά μυαλά εκείνη την περίοδο είχαν επιστρατεύσει το διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης για να υποστηρίξουν την άποψή τους. Το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού μετατρεπόταν σε σημαντικό πλεόνασμα ως προς το ΑΕΠ αν η οικονομία αναπτυσσόταν με φυσιολογικό ρυθμό και δε συρρικνωνόταν, όπως συνέβαινε.
Ήταν το διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα.
Από το 2013 υπάρχει ευθυγράμμιση. Η Ελλάδα έχει να επιδείξει πρωτογενές πλεόνασμα είτε μετριέται κανονικά, είτε αναπροσαρμοσμένο για τα πάνω και κάτω της οικονομικής δραστηριότητας.
Είναι ένδειξη ότι η δημοσιονομική προσαρμογή πατά σε στέρεο έδαφος. Θα ήταν καλό αν το ίδιο συνέβαινε με το έτερον ήμισυ, δηλαδή το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Όμως, δεν συμβαίνει.
Για πρώτη φορά από το 1948 που υπάρχουν στοιχεία, η Ελλάδα πέτυχε να εμφανίσει πλεονασματικό ισοζύγιο ύψους 1,2 δισ. ευρώ το 2013. Όμως, το διαρθρωτικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει ελλειμματικό.
Άλλοι εκτιμούν ότι το ισοζύγιο αναπροσαρμοσμένο για τις διακυμάνσεις της οικονομίας εμφανίζει έλλειμμα ίσο με 3,5% του ΑΕΠ κι άλλοι ίσο με 5% του ΑΕΠ. Αν δηλαδή η οικονομία επανέλθει στους κανονικούς ρυθμούς, το πλεόνασμα θα δώσει την θέση του σε έλλειμμα.
Πιθανόν γιατί θα αυξηθούν οι εισαγωγές.
Επομένως, χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια για να μπει το νερό στο αυλάκι και να μετατραπεί το διαρθρωτικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε πλεόνασμα.