Τα τελευταία χρόνια, η όποια συζήτηση για την Ελλάδα απαιτούσε την παραδοχή της βαθιάς χρηματοπιστωτικής, οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης που πλήττει τη χώρα από τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Και αυτό καθιστά την 20η Αυγούστου μια γλυκόπικρη μέρα, και, κατά κάποιον τρόπο, το επίσημο τέλος της ελληνικής κρίσης. Χρειάστηκαν οκτώ χρόνια, περισσότερα από 300 δισ. ευρώ διεθνών δανείων και έξι πρωθυπουργοί για να φτάσει σε αυτή τη στιγμή η Ελλάδα. Τώρα τα δυο μεγαλύτερα ερωτήματα είναι τα εξής: Άξιζε; Και έχει πράγματι ξεφύγει από τον κίνδυνο η Ελλάδα;
Αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν εύκολες απαντήσεις, διότι η μεταμνημονιακή Ελλάδα είναι μια χώρα αντιθέσεων. Η οικονομία αναπτύσσεται και πάλι, αν και με πολύ βραδύ ρυθμό, και αν και η ανεργία υποχωρεί, πολλές από τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι προσωρινές, μερικής απασχόλησης ή χαμηλόμισθες θέσεις.
Μετά από χρόνια τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η κυβέρνηση στην Αθήνα αυτή τη στιγμή εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα προϋπολογισμού, όμως δεν υπάρχει εγγύηση πως οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα παραμείνουν προσηλωμένες σε αυτό. Ο τουριστικός τομέας ακμάζει, όμως η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι μικρότερη απ’ ότι ήταν πριν την κρίση. Και ενώ οι μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις ήταν επώδυνες για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, ωστόσο επικεντρώθηκαν υπερβολικά πολύ στις αυξήσεις φόρων και στις περικοπές δαπανών και υπερβολικά λίγο στις διαρθρωτικές αλλαγές που θα έκαναν την οικονομία πιο αποδοτική.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να βαρύνεται από θέματα όπως η φοροαποφυγή, η γραφειοκρατία και τα τεράστια ποσά μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ το βιοτικό επίπεδο του λαού είναι αρκετά χειρότερο από αυτό που ήταν πριν ξεκινήσει η κρίση.
Η επόμενη μέρα
Ακόμα και αν η Ελλάδα φαίνεται σχετικά σταθερή για τώρα, η χώρα έχει να αντιμετωπίσει δυο τεράστιες προκλήσεις στο μέλλον. Η πρώτη είναι το βαρύ φορτίο του χρέους της, που εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ευρωζώνη, πάνω από το 180% του ΑΕΠ.
Η ελληνική κυβέρνηση και οι πολίτες θα πρέπει να ζήσουν με αυτή την πρόκληση για γενιές –ιδιαίτερα επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απρόθυμη να κάνει τις υποχωρήσεις για τις οποίες πιέσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο θέμα της ελάφρυνσης χρέους. Μέχρι στιγμής, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποφασίσει να δώσει στην Ελλάδα μια περίοδο χάριτος για την αποπληρωμή του χρέους της και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει διακηρύξει πως θα επιστρέψει στην Ελλάδα μέρος των κερδών της από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων. Όμως η ιδέα της απλής «άφεσης» μέρους του χρέους της Ελλάδας παραμένει απαράδεκτη για το μπλοκ.
Ωστόσο, η χώρα αντιμετωπίζει μια ακόμα, ενδεχομένως πιο σοβαρή, πρόκληση: τις επιπτώσεις του brain drain. Την τελευταία δεκαετία, περισσότεροι από 400.000 Έλληνες, πολλοί από αυτούς 20αρηδες, έφυγαν από τη χώρα τους, κάτι που δεν είναι ασήμαντο για μια χώρα με πληθυσμό περίπου 10 εκατ. ανθρώπων.
Η μετανάστευση δεν είναι έναν παντελώς καινούριο φαινόμενο για την Ελλάδα· υπάρχει μεγάλη ελληνική διασπορά σε χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Αυστραλία. Όμως το σημερινό κύμα μετανάστευσης σημειώνεται σε μια περίοδο που η χώρα αντιμετωπίζει επίσης έναν από τους χαμηλότερους ρυθμούς γεννήσεων στην Ευρώπη. Συνδυαστικά, αυτά τα δυο ζητήματα έχουν αφήσει την Ελλάδα με έναν περιορισμένο αριθμό ατόμων εργάσιμης ηλικίας, που είναι διαθέσιμοι για να δημιουργήσουν την οικονομική δραστηριότητα που απαιτείται για να ξεπεραστεί το χρέος της χώρας.
Τι σημαίνει η ελληνική οικονομική κρίση για την ευρωζώνη;
Πέραν της Ελλάδας, η κρίση λέει πολλά και για την ευρωζώνη. Από μια καθαρά συστημική άποψη, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ξεφυσήσει με ανακούφιση: η ευρωζώνη κατάφερε να παραμείνει ενωμένη στην χειρότερη κρίση της σύντομης ύπαρξής της. Αν και μπορεί το 2018 αυτό να φαίνεται ως ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα, ωστόσο αυτό δεν ήταν τόσο εμφανές πριν από τρία μόλις χρόνια, όταν η Ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύονταν το τρίτο πρόγραμμα διάσωσής της.
Υπήρξαν τεταμένες συζητήσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το αν –όπως υποστήριζαν οι τεχνοκράτες στη Γερμανία και σε άλλες χώρες- η ευρωζώνη θα ήταν ισχυρότερη χωρίς την Ελλάδα. Τελικά, οι μεγαλύτερες οικονομίες του μπλοκ –η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία- κατέληξαν σε μια πολιτική συμφωνία με τη χώρα για ένα νέο πακέτο διάσωσης, υπό τον φόβο ότι η αποβολή της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα ωθούσε και άλλες χώρες, ιδιαίτερα της Μεσογείου, να αποχωρήσουν και αυτές εν μέσω ενός εκτεταμένου πανικού.
Αυτή η ανησυχία λέει πολλά για την ευρύτερη σταθερότητα της ευρωζώνης, μια νομισματική ένωση με 19 πολύ διαφορετικά μέλη. Χρειάζεται μόνον ένας αδύναμος κρίκος για να σπάσει ολόκληρη η αλυσίδα. Πριν από λίγα χρόνια, αυτός ο κρίκος ήταν η Ελλάδα.
Αυτές τις μέρες, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην Ιταλία, η λαϊκιστική κυβέρνηση της οποίας υπόσχεται να αμφισβητήσει τους κανόνες της ΕΕ για τη δημοσιονομική σταθερότητα και να εγκρίνει έναν επεκτατικό προϋπολογισμό που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα ελλείμματος στη χώρα, που ακόμα και τώρα έχει δημόσιο χρέος που ξεπερνά το 130% του ΑΕΠ της.
Το επιχείρημα της Ρώμης είναι πως, ως κυρίαρχο κράτος, η Ιταλία έχει το δικαίωμα να εγκρίνει όποια οικονομικά σχέδια θεωρεί κατάλληλα. Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση σκόπευε τα σκληρά οικονομικά μέτρα που επέβαλε στην Αθήνα να λειτουργήσουν ως προειδοποίηση για άλλα μέλη της ευρωζώνης, δεν είναι ξεκάθαρο αν το μπλοκ το πέτυχε.
Αυτό τονίζει μια από τις βασικές αδυναμίες της ευρωζώνης: οι κυβερνήσεις δεσμεύονται να σεβαστούν ορισμένους κοινούς κανόνες, όμως ολόκληρο το σύστημα εξαρτάται από τη βούληση αυτών των κυβερνήσεων να επιβάλουν τους κανόνες. Στα δέκα χρόνια από τότε που ξεκίνησε η ελληνική κρίση, η ευρωζώνη έχει εισαγάγει εργαλεία και μηχανισμούς για να αντιδρά καλύτερα στις οικονομικές κρίσεις, άρα από αυτήν την άποψη είναι πλέον πιο προετοιμασμένη. Όμως τα προβλήματα θα συνεχίσουν να εμφανίζονται όσο στο μπλοκ συντηρείται η αντίφαση του να υπάρχει μια νομισματική ένωση η οποία ενώνεται από την ίδια νομισματική πολιτική, χωρίς όμως να υπάρχουν εκείνες οι προϋποθέσεις για κοινές δημοσιονομικές πολιτικές που συνοδεύουν μια σωστή δημοσιονομική ένωση.
Η ελληνική κρίση έληξε, τουλάχιστον από θεσμικής απόψεως. Οι εκπρόσωποι των πιστωτών, του ΔΝΤ και της ΕΕ, θα συνεχίσουν να επισκέπτονται την Αθήνα, όμως δεν θα πηγαίνουν τόσο συχνά όσο προηγουμένως. Η Ελλάδα θα αρχίσει και πάλι να εκδίδει κρατικό χρέος στις αγορές όπως μια «κανονική» χώρα. Όμως οι επιπτώσεις από μια δεκαετία διεθνών πακέτων διάσωσης και επώδυνων εγχώριων μέτρων, θα είναι αισθητές για γενιές.
Στο μεταξύ, τα εσωτερικά ελαττώματα της ευρωζώνης και οι πολιτικοί και οικονομικοί κίνδυνο που συνδέονται με αυτήν, δεν έχουν εξαφανιστεί, το οποίο σημαίνει πως εξακολουθεί να υπάρχει η προοπτική μιας ακόμα κρίσης.