Η διαχείριση των κόκκινων δανείων δεν αποτελεί καθόλου εύκολη υπόθεση, ακόμη και στην περίπτωση που η οικονομία τρέχει με ρυθμό ανάπτυξης 4%!
Αυτό είναι το μήνυμα που προκύπτει από τις εξελίξεις στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα, καθώς το πρόβλημα παραμένει ιδιαίτερα έντονο, παρά το γεγονός ότι το 2017 θα είναι η τρίτη συνεχόμενη χρονιά αύξησης του ΑΕΠ (εκτιμήσεις για +3,9%).
Ενδεικτικό του προβλήματος είναι οι αυξημένες προβλέψεις που ενέγραψε στο φετινό εννεάμηνο η Τράπεζα Κύπρου (από τα 267 στα 729 εκατ. ευρώ), γεγονός που την υποχρέωσε σε αρνητικό αποτέλεσμα (-553 εκατ.) στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Επίσης, κοινή διαπίστωση στο Νησί της Αφροδίτης αποτελεί το ότι οι μέχρι τώρα επιδόσεις στο μέτωπο της αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων ελάχιστα έχουν αποδώσει. Μάλιστα, η όποια βελτίωση της κατάστασης οφείλεται στο ότι οι τράπεζες διοχετεύουν εδώ και χρόνια το σύνολο των προ-προβλέψεων κερδών τους, για να καλύψουν κεφαλαιακά τις τρύπες των NPLs.
Το θέμα άλλωστε έχει απασχολήσει και την πολιτική ζωή της χώρας, στο πλαίσιο της τρέχουσας προεκλογικής περιόδου, με ορισμένους υποψηφίους να προτείνουν τη δημιουργία «κακής τράπεζας», τον πρόεδρο Αναστασιάδη να μην το αποκλείει και τις τράπεζες να προχωρούν στην ανάθεση της διαχείρισης των κόκκινων δανείων τους σε ανεξάρτητες εξειδικευμένες εταιρείες (Ελληνική, Συνεργατική).
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι μετοχές των δύο εισηγμένων κυπριακών τραπεζών (Κύπρου και Ελληνικής) καταγράφουν φέτος αξιοσημείωτες απώλειες στο ταμπλό του ΧΑΚ, όπως επίσης και το γεγονός ότι καθυστερεί το ζήτημα εισαγωγής της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας στο τοπικό χρηματιστήριο.
Αν όμως η κατάσταση στο μέτωπο των κόκκινων δανείων ομοιάζει πολύ με την αντίστοιχη της Ελλάδας, υπάρχουν και αρκετές διαφοροποιήσεις μεταξύ των τραπεζών των δύο χωρών, οι οποίες πηγάζουν κυρίως από την επικρατούσα μακροοικονομική κατάσταση στις δύο χώρες.
Πρώτον, τα επιτοκιακά περιθώρια (spreads) μεταξύ χορηγήσεων και καταθέσεων στην Τράπεζα Κύπρου βρίσκονται φέτος στο χαμηλότερο σημείο της τελευταίας πενταετίας, έχοντας επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα (στην Ελλάδα, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο).
Δεύτερον, τα επιτόκια χορηγήσεων των κυπριακών τραπεζών έχουν υποχωρήσει σήμερα σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, με ό,τι θετικό μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο για την τόνωση της οικονομίας και την ανακούφιση επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Τρίτον, οι καταθέσεις σημειώνουν σταδιακή άνοδο και νέες χορηγήσεις έχουν αρχίσει να διοχετεύονται στην οικονομία. Για παράδειγμα, τα νέα δάνεια της Τράπεζας Κύπρου στο εννεάμηνο διαμορφώθηκαν στο 1,7 δισ. ευρώ, ποσό που υπερβαίνει το σύνολο του 2016. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η πιστωτική επέκταση παραμένει μέχρι σήμερα αρνητική (ελπίζεται σε περιορισμένη θετική επέκταση από το 2018).
Και τέταρτον, ο κίνδυνος της χώρας είναι πολύ χαμηλότερος από αυτόν της Ελλάδας. Η Μεγαλόνησος έχει εδώ και χρόνια άρει τα capital controls, η απόδοση των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων της κινείται στα επίπεδα της Πορτογαλίας, ενώ το ΑΕΠ θα προσεγγίσει φέτος το +4%, με τις προβλέψεις των επόμενων ετών να μιλούν για συνέχιση της ισχυρής ανάπτυξης (γύρω στο 2%-3% ετησίως).
Το χρηματιστηριακό στοίχημα
Στην εξυγίανση των κυπριακών τραπεζών καλείται να συμβάλει και η χρηματιστηριακή αγορά, προσφέροντας «φρέσκα κεφάλαια» στο σύστημα.
Έτσι, από τις αρχές του 2017 η Τράπεζα Κύπρου διαπραγματεύεται (και) στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, με απώτερο στόχο να μπορεί να αντλεί ευκολότερα κεφάλαια κάθε φορά που αυτό απαιτείται.
Η Ελληνική Τράπεζα διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, ενώ στο ΧΑΚ δρομολογείται και η είσοδος της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας, η οποία μάλιστα θα επιδιώξει την προσέλκυση στρατηγικού επενδυτή, που θα κληθεί να βάλει το χέρι στην τσέπη, προκειμένου να αποκτήσει μειοψηφικό ποσοστό (όντας ωστόσο ο μεγαλύτερος μέτοχος της Τράπεζας).
Και τέλος, η Τράπεζα Κύπρου δρομολογεί την ένταξη στο ΧΑΚ Επενδυτικού Ταμείου Ακινήτων, οι μετοχές του οποίου θα διατεθούν σε Κύπριους και ξένους. Πρόκειται για ακίνητα που κατέχει και εκμισθώνει η Τράπεζα, τρέχουσας αξίας γύρω στα 190 εκατ. ευρώ, τα οποία αναμένεται να έχουν μια μέση ετήσια απόδοση ενοικίου ανώτερη του 6%.