Σε μια χρονιά αποφασιστικής σημασίας εκλογών, η ευρωζώνη έχει μέχρι στιγμής καταφέρει να αντέξει. Τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα έχασαν τις εκλογές σε δυο χώρες-κλειδιά, τη Γαλλία και την Ολλανδία, ενώ η εθνικιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία αναμένεται να τα πάει ακόμα χειρότερα στις Γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο.
Ωστόσο, η ευρωζώνη δεν έχει ξεφύγει ακόμα από τον κίνδυνο. Η επόμενη σοβαρή απειλή θα έρθει από την Ιταλία, η οποία προετοιμάζεται για εκλογές που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη συνέχεια της νομισματικής ένωσης. Δεδομένου του υψηλού χρέους της χώρας, την χαμηλής οικονομικής της ανάπτυξης, του εύθραυστου τραπεζικού κλάδου και του ισχυρού αντισυστημικού αισθήματος, οι εκλογές αυτές αναμένεται πως θα είναι από τις πιο απρόβλεπτες και με μεγαλύτερες συνέπειες εκλογές στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το Ιταλικό πολιτικό σύστημα έχει βιώσει και αυτό αναταράξεις τους προηγούμενους έξι μήνες. Ο πρώην πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο μετά την αποτυχία του στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση, και αντικαταστάθηκε από τον Πάολο Τζεντιλόνι. Έκτοτε, η Ρώμη έπρεπε να περάσει μια σειρά προκλήσεων, από τα προβλήματα των τραπεζών και μεγάλων εταιρειών μέχρι τις πιέσεις της ΕΕ για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Εν τω μεταξύ, η αποτυχία του δημοψηφίσματος προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερες αναταράξεις στο κυβερνών κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο κυβερνά με τη στήριξη μικρών κεντρώων κομμάτων, οδηγώντας ορισμένα μέλη του σε αποχώρηση και δημιουργία ενός νέου κόμματος.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, καθώς ο Ρέντσι εξέφρασε την πρόθεσή του να επιστρέψει στην πρωθυπουργία της χώρας, ενώ στις 30 Απριλίου επέστρεψε στη θέση του επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος. Η Ιταλία έχει περιθώριο μέχρι τις αρχές του 2018 να διενεργήσει τις επόμενες εκλογές της, όμως ο πρώην πρωθυπουργός πιστεύει πως μπορεί να οδηγήσει το κόμμα του στη νίκη σε πρόωρες εκλογές.
Το εκλογικό σύστημα
Αν και οι φήμες για πρόωρες εκλογές οργιάζουν στην Ιταλία από τότε που παραιτήθηκε ο Ρέντσι, ωστόσο ακόμα δεν έχουν υλοποιηθεί. Μάλιστα, ο Ιταλός πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα, έχει πει πως δεν θα διαλύσει τη Βουλή και εγκρίνει πρόωρες εκλογές αν οι βουλευτές δεν εναρμονίσουν τους εκλογικούς νόμους που διέπουν τα δυο τμήματα της Βουλής.
Η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων έχουν ίσες νομοθετικές εξουσίες, όμως τα μέλη τους διορίζονται με διαφορετικούς μηχανισμούς. Ως αποτέλεσμα, το κάθε τμήμα μπορεί να περάσει στον έλεγχο διαφορετικού κόμματος, κάτι που περιπλέκει τη νομοθετική διαδικασία. Οι επικεφαλής των βασικών πολιτικών ομάδων στη Βουλή υποσχέθηκαν πρόσφατα στον κ. Ματαρέλα πως θα συζητήσουν το θέμα του νέου εκλογικού νόμου στα τέλη Μαΐου. Όμως η ψήφιση του νόμου θα μπορούσε να πάρει βδομάδες, αν όχι μήνες.
Ο τύπος του εκλογικού συστήματος που θα αποφασίσουν να θεσμοθετήσουν οι Ιταλοί νομοθέτες θα επηρεάσει το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών. Τα αναλογικά συστήματα, στα οποία η εκπροσώπηση ενός κόμματος στη Βουλή ανταποκρίνεται στο ποσοστό που λαμβάνει στις εθνικές εκλογές, συνήθως οδηγούν σε πολυκομματικούς κυβερνητικούς συνασπισμούς, όπως στην Ολλανδία.
Αντιθέτως, τα συστήματα πλειοψηφίας όπως αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου το κόμμα που θα νικήσει σε κάθε εκλογική περιφέρεια παίρνει όλες τις βουλευτικές έδρες για την περιφέρεια αυτή, τείνουν να δημιουργούν μονοκομματικές κυβερνήσεις ή μικρούς συνασπισμούς. Οι νομοθέτες θα πρέπει επίσης να αποφασίσουν αν θα δώσουν μπόνους εδρών στο κόμμα που θα κερδίσει και να ορίσουν το όριο των ψήφων που απαιτούνται για την είσοδο στη Βουλή.
Η εξεύρεση λύσης θα είναι ευκολότερη στα λόγια παρά στην πράξη. Αν και το Δημοκρατικό Κόμμα έχει περισσότερες έδρες από οποιοδήποτε άλλο και στα δυο τμήματα της Βουλής, ωστόσο δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία σε κανένα. Ο Ρέντσι και το κόμμα του, τότε, θα πρέπει να συνεργαστούν με ανταγωνιστικές πολιτικές ομάδες –δηλαδή με το αντισυστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων, την κεντροδεξιά Forza Italia και τη λαϊκιστική Λίγκα του Βορρά- για να περάσουν έναν νέο εκλογικό νόμο.
Καθώς οι τέσσερις κορυφαίες ομάδες θα αγωνίζονται για κυριαρχία, η κάθε μια θα πιέζει για τη μεταρρύθμιση εκείνη που πιστεύει ότι θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά της. Ο Ρέντσι και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, που επί του παρόντος δίνουν μάχη στήθος με στήθος με το Δημοκρατικό Κόμμα στις δημοσκοπήσεις, έχουν ταχθεί υπέρ της θεσμοθέτησης πλειοψηφικού συστήματος που θα δίνει μπόνους εδρών στο κόμμα που θα κερδίσει. Άλλωστε, το κάθε κόμμα ελπίζει πως θα κερδίσει αρκετές ψήφους ώστε να εξασφαλίσει μια μονοκομματική κυβέρνηση.
Τα μικρότερα κόμματα, από την άλλη πλευρά, προτιμούν αναλογικά συστήματα και τάσσονται υπέρ του μπόνους εδρών στον συνασπισμό –αντί του ενός κόμματος- που θα κερδίσει στις εκλογές, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι μεγαλύτερες ομάδες να συνεργαστούν μαζί τους εν όψει των εκλογών. Ομάδα αντιφρονούντων στο Δημοκρατικό Κόμμα τάσσεται και αυτό υπέρ αυτής της ιδέας, καθώς θα έβλαπτε το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, το οποίο μέχρι στιγμής έχει αρνηθεί να σχηματίσει συνασπισμούς με άλλα κόμματα, περιλαμβανομένης της Λίγκας του Βορρά (τα δυο κόμματα μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους στις επόμενες εκλογές, στην περίπτωση που το Κίνημα των Πέντε Αστέρων εμφανίσει καλές επιδόσεις).
Ο προγραμματισμός των εκλογών
Αν οι Ιταλοί νομοθέτες δεν καταφέρουν να εισάγουν έναν νέο εκλογικό νόμο μέχρι τον Μάρτιο του 2018, όταν λήγει η προθεσμία για τη διάλυση της Βουλής, τότε η χώρα μπορεί να διενεργήσει εκλογές με την ισχύουσα νομοθεσία. Αν όμως γίνει αυτό, τότε μπορεί διαφορετικά κόμματα να αναλάβουν τον έλεγχο των δυο τμημάτων της Βουλής, περιπλέκοντας έτσι τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Ιταλία.
Ακόμα και αν οι Ιταλοί νομοθέτες καταλήξουν στο νέο εκλογικό νόμο, όμως, η κυβέρνηση πιθανότατα θα καθυστερήσει τις εκλογές μέχρι το τέλος του επόμενου έτους το νωρίτερο. Το Ιταλικό Σύνταγμα προβλέπει πως η κυβέρνηση πρέπει να περιμένει τουλάχιστον 45 μέρες μετά τη διάλυση της Βουλής για να διενεργήσει νέες εκλογές.
Πέραν των νόμιμων απαιτήσεων, η κυβέρνηση έχει και κάποια άλλα θέματα σε ό,τι αφορά τον προγραμματισμό, τα οποία θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν. Η Ιταλία, για παράδειγμα, φιλοξενεί τη Σύνοδο των G7 στις 26-27 Μαΐου, υποχρέωση που πιθανότατα θα εμποδίσει την παρούσα κυβέρνηση να παραιτηθεί στο διάστημα αυτό.
Οι Ιταλοί πολιτικοί πιθανότατα θα προσπαθήσουν επίσης να αποφύγουν τη διενέργεια εκλογών τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο, όταν πολλοί ψηφοφόροι πάνε διακοπές.
Στα μέσα Οκτωβρίου η κυβέρνηση θα πρέπει να παρουσιάσει τον προϋπολογισμό του 2018 στη Βουλή. Δεδομένων των πιέσεων που έχει ασκήσει η Κομισιόν στην Ιταλία να μειώσει τις δαπάνες και να αυξήσει τους φόρους, τα μεγάλα πολιτικά κόμματα της χώρας ίσως αποφασίσουν να καθυστερήσουν τις εκλογές και να αφήσουν τον Τζεντιλόνι να επωμιστεί την εισαγωγή μέτρων λιτότητας. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων μάλιστα, ανακοίνωσε πρόσφατα πως θα επιλέξει έναν υποψήφιο για πρωθυπουργό τον Σεπτέμβριο, κάτι που υποδηλώνει πως δεν αναμένει εκλογές πριν το τελευταίο τρίμηνο του έτους.
Οι μοιραίες εκλογές
Ασχέτως του πότε θα διενεργηθούν οι εκλογές, οι επόμενες γενικές εκλογές θα αποτελέσουν μια ακόμα πρόκληση για την ευρωζώνη. Από τα τέσσερα δημοφιλέστερα ιταλικά κόμματα, μόνον η Λέγκα του Βορρά έχει απαιτήσει δημοψήφισμα για τη συμμετοχή της Ιταλίας στην ευρωζώνη.
Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων μέχρι στιγμής δεν έχει αναφερθεί σε δημοψήφισμα στην εκλογική του πλατφόρμα, αν και ο ηγέτης του, Μπέπε Γκρίλο, έχει ζητήσει η χώρα να φύγει από την ευρωζώνη.
Το Forza Italia, εν τω μεταξύ, έχει κατηγορήσει το ευρώ για την υποτονική οικονομική ανάπτυξη της Ιταλίας και έχει προτείνει την επαναφορά της λίρας ως παράλληλου νομίσματος.
Το Δημοκρατικό Κόμμα είναι η μόνη ηγετική πολιτική ομάδα στην Ιταλία που στηρίζει ξεκάθαρα την Ευρωπαϊκή Ένωση και, ακόμα και έτσι, ο Ρέντσι έχει συχνά επικρίνει τις πιέσεις των Βρυξελλών για λιτότητα και έχει επιτεθεί σε αξιωμαοτούτους της ΕΕ.
Αναλόγως του εκλογικού συστήματος που θα θεσμοθετήσει η Βουλή, τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα της Ιταλίας μπορεί να δυσκολευτούν να έλθουν στην εξουσία. Για παράδειγμα, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, θα δυσκολευτεί να σχηματίσει κυβέρνηση με το αναλογικό σύστημα, αφού έχει απορρίψει τις συμμαχίες με άλλα κόμματα και δεν έχει καλές σχέσεις με τη Λέγκα του Βορρά. Αν, όμως, η Βουλή θεσμοθετήσει το πλειοψηφικό σύστημα, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων θα είχε πιθανότητες να κυβερνήσει μόνο του την Ιταλία –προοπτική που θα προκαλούσε ανησυχία στις χρηματαγορές της Ευρώπης. Άλλωστε, έξοδος της Ιταλίας από την ευρωζώνη πιθανότατα θα επιτάχυνε την κατάρρευση ολόκληρης της νομισματικής ένωσης.
Βεβαίως, νίκη ευρωσκεπτικιστικού κόμματος δεν θα εγγυόταν την καταστροφή της ευρωζώνης. Η οργάνωση δημοψηφίσματος για τη συμμετοχή της Ιταλίας στη νομισματική ένωση θα απαιτούσε συνταγματική αναθεώρηση –μια μακρά και περίπλοκη διαδικασία- και ακόμα και τότε οι ψηφοφόροι θα μπορούσαν να αποφασίσουν να παραμείνουν στην ευρωζώνη.
Όμως πιθανότατα θα αρκούσε για να προκαλέσει μεγάλη νευρικότητα στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές στην Ιταλία και στο εξωτερικό για το μέλλον της νομισματικής ένωσης. Η αυξημένη αβεβαιότητα, με τη σειρά της, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζική φυγή καταθέσεων στις χώρες της Νότιας Ευρώπης ή σε υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων τους.
Είτε διενεργηθούν γρηγορότερα είτε αργότερα, οι επερχόμενες εκλογές στην Ιταλία θα αποτελέσουν ένα κρίσιμο τεστ για την ευρωζώνη. Η χώρα έχει το δεύτερο υψηλότερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ευρωζώνη και το υψηλότερο χρέος σε απόλυτους όρους. Η οικονομία της χώρας μετά βίας έχει σημειώσει ανάπτυξη την τελευταία δεκαετία και το ποσοστό της ανεργίας της χώρας παραμένει υψηλό, ωστόσο οι στάσιμοι πολιτικοί θεσμοί της χώρας αποφεύγουν τις χρειαζούμενες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Το σημαντικότερο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η στήριξη προς το ευρώ είναι ιδιαίτερα χαμηλή μεταξύ των Ιταλών ψηφοφόρων, σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης. ως αποτέλεσμα, ακόμα και οι φιλοευρωπαίοι πολιτικοί επικρίνουν το μπλοκ.