Σε μια περίοδο που η Ευρώπη εξακολουθεί να επεξεργάζεται τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος για το Brexit και των αμερικανικών εκλογών, η Ιταλία έχει μετατραπεί σε μια ακόμα πηγή αβεβαιότητας. Στις 4 Δεκεμβρίου η χώρα διενεργεί δημοψήφισμα για διάφορες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις.
Στόχος των προτάσεων, που εισήγαγε πέρυσι η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, είναι να διασφαλιστεί πως οι μελλοντικές ιταλικές κυβερνήσεις είναι πιο σταθερές, μειώνοντας τις εξουσίες και το μέγεθος της Γερουσίας, παραχωρώντας μεγαλύτερες εξουσίες στη Βουλή των Αντιπροσώπων, και μεταφέροντας προνόμια από τις περιφερειακές διοικήσεις στην κεντρική κυβέρνηση στη Ρώμη. Η ιδέα για τις αλλαγές αυτές είναι να κοπεί η σχέση μεταξύ της πολιτικής αστάθειας και της οικονομικής ευθραυστότητας της Ιταλίας. Η ειρωνεία, όμως, είναι πως οι μεταρρυθμίσεις που έχουν στόχο να μειώσουν την αβεβαιότητα στη χώρα, τελικά εγείρουν ερωτήματα για το μέλλον της.
Ο Ρέντσι έχει υποσχεθεί να παραιτηθεί αν οι Ιταλοί ψηφίσουν κατά των μεταρρυθμίσεων. Αυτό έχει δώσει τη δυνατότητα στα κόμματα της αντιπολίτευσης –ακόμα και σε κάποια μέλη του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος του Ρέντσι- να θεωρήσουν το δημοψήφισμα ως ευκαιρία να αναγκάσουν τον πρωθυπουργό σε παραίτηση. Αρκετά κόμματα, περιλαμβανομένου του αντισυστημικού Κινήματος των Πέντε Αστέρων και της αντιμεταναστευτικής Λέγκας του Βορρά, πραγματοποιούν εκστρατεία κατά των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ξεφορτωθούν τον Ρέντσι. Και στα μάτια πολλών ψηφοφόρων, το δημοψήφισμα δεν είναι πλέον δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά για την κυβέρνηση του πρωθυπουργού.
Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ο Ρέντσι πιθανότατα θα χάσει στο δημοψήφισμα. Τελευταία όμως οι δημοσκοπήσεις δεν αποτελούν αξιόπιστους δείκτες των εκλογικών αποτελεσμάτων, και πολλοί είναι οι παράγοντες που θα επηρεάσουν το αποτέλεσμα της ψήφου. Κατ' αρχάς, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πάνω από το ένα τέταρτο των Ιταλών ψηφοφόρων είναι αναποφάσιστο.
Επιπλέον, ορισμένες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η αντίθεση προς τη συνταγματική αναθεώρηση είναι ιδιαίτερα έντονη στη Νότια Ιταλία, όπου η συμμετοχή των ψηφοφόρων είναι γενικά περιορισμένη (δεν υπάρχει κάποιο εκλογικό όριο που να καθιστά έγκυρο το δημοψήφισμα). Τέλος, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ένας σημαντικός αριθμός Ιταλών δεν αισθάνεται καλά πληροφορημένο για τις μεταρρυθμίσεις, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει και την απόφασή τους, αλλά και τη γενικότερη συμμετοχή.
Αν απορριφθούν οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, τότε θα μπορούσε να αποδυναμωθεί σημαντικά η πολιτική ισχύς του Ρέντσι, ο οποίος πιθανότατα θα παραιτούνταν. Η πτώση της κυβέρνησής του θα έβλαπτε την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην Ιταλική οικονομία, οδηγώντας δυνητικά σε υψηλότερα επιτόκια επί του ιταλικού κρατικού χρέους. Ο εύθραυστος τραπεζικός τομέας της Ιταλίας θα μπορούσε επίσης να έρθει αντιμέτωπος με ένα πιο δύσκολο περιβάλλον και να έρθει πιο κοντά στην ανάγκη κρατικής στήριξης. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην Ιταλική οικονομία θα μπορούσε να υποτιμήσει και την αξία του ευρώ, κάτι που θα οδηγούσε σε αύξηση των ευρωπαϊκών εξαγωγών, αλλά και σε υψηλότερο πληθωρισμό με την πάροδο του χρόνου.
Το σημαντικότερο, αν η παραίτηση του Ρέντσι οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές, το αποτέλεσμά τους θα μπορούσε να επηρεάσει το μέλλον της ευρωζώνης. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η Λέγκα του Βορρά έχουν υποσχεθεί να διενεργήσουν δημοψήφισμα για τη συμμετοχή της Ιταλίας στη νομισματική ένωση, αν έλθουν στην εξουσία. Ένα τρίτο κόμμα της αντιπολίτευσης, η Φόρτσα Ιτάλια, επίσης επικρίνει τη νομισματική ένωση και ίσως επιλέξει και αυτή να στηρίξει ένα δημοψήφισμα.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, η στήριξη που παρατηρείται στην Ιταλία προς το ευρώ είναι μια από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, κάτι που σημαίνει πως στην περίπτωση δημοψηφίσματος, δεν είναι εγγυημένη η συνέχιση της συμμετοχής της χώρας στην ευρωζώνη.
Δεν είναι αναπόφευκτες οι πρόωρες εκλογές
Ακόμα και αν οι ψηφοφόροι απορρίψουν τις μεταρρυθμίσεις και ο Ρέντσι παραιτηθεί, δεν είναι δεδομένο ότι η χώρα θα οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές. Ο Ιταλός πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα θα μπορούσε να ζητήσει από τη Βουλή να σχηματίσει νέα κυβέρνηση και να ορίσει πρωθυπουργό, πιθανότατα με στόχο την εισαγωγή πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Αυτό το σενάριο υλοποιήθηκε και το 2011, όταν παραιτήθηκε από την θέση του πρωθυπουργού ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και διορίστηκε ο πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος Μάριο Μόντι με στόχο να καταρτίσει τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που χρειάζονταν ώστε να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση στην ΕΕ.
Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων έχει δηλώσει πως δεν θα στηρίξει μια υπηρεσιακή κυβέρνηση, όμως το Δημοκρατικό Κόμμα και ο μικρότερος κυβερνητικός εταίρος του εξακολουθούν να ελέγχουν αρκετές έδρες στο Κοινοβούλιο ώστε να διορίσουν νέο πρωθυπουργό, αρκεί να παραμείνουν ενωμένοι.
Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν μια απόφαση για προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Πρώτον, υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το ποιος εκλογικός νόμος θα εφαρμοστεί στην περίπτωση πρόωρων εκλογών.
Το 2015 τέθηκε σε ισχύ ένας νέος εκλογικός νόμος, γνωστός ως «Italicum», ο οποίος προβλέπει δυο εκλογικούς γύρους και δίνει μπόνους εδρών στη Βουλή στο κόμμα που θα κερδίσει. Όμως ο νόμος, ο οποίος ακόμα δεν έχει εφαρμοστεί, έχει αμφισβητηθεί στο δικαστήριο και μέλη της Ιταλικής κυβέρνησης συζητούν τρόπους για να τον αλλάξουν. Ένας από τους βασικούς στόχους μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης, αν υπάρξει διορισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης, θα είναι να περάσει έναν νέο εκλογικό νόμο.
Επιπλέον, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η δημοφιλία του Κινήματος των Πέντε Αστέρων πλησιάζει αυτή του Δημοκρατικού Κόμματος, δίνοντας στο Κόμμα κίνητρο να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές που θα μπορούσαν να το εκτοπίσουν. Στο μεταξύ, το Δημοκρατικό Κόμμα θα μπορούσε να προσαρμόσει τις αλλαγές του Italicum ώστε να μειώσει την προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης της οποίας θα ηγούνταν το Κίνημα των Πέντε Αστέρων.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να εξαλείψει το σύστημα των δυο γύρων που περιγράφεται στον νόμο. Σε έναν πιθανό δεύτερο γύρο μεταξύ του Δημοκρατικού Κόμματος και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα μπορούσαν να ταχθούν στο πλευρό του κόμματος διαμαρτυρίας και να το βοηθήσουν να κερδίσει. Η προοπτική αυτή ίσως παρακινήσει την κυβέρνηση να αλλάξει τους κανόνες τώρα που μπορεί. Ο αναπληρωτής γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος, Λορέντζο Γκουερίνι, δήλωσε πως στην περίπτωση ήττας στο δημοψήφισμα, το κόμμα θα προσπαθήσει να τροποποιήσει τους εκλογικούς νόμους της χώρας ώστε να διενεργηθούν εκλογές το καλοκαίρι του 2017.
Χρονιά-σταθμός για την Ευρώπη
Είτε διενεργηθούν πρόωρες εκλογές είτε όχι, η πιθανότητα μελλοντικού θριάμβου του Κινήματος των Πέντε Αστέρων σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να απορριφθεί, διότι όλο και περισσότεροι Ιταλοί έχουν κουραστεί με τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα. Οι δεκαετίες κακοδιαχείρισης και διαφθοράς έχουν οδηγήσει σε δυσπιστία των ψηφοφόρων έναντι της ικανότητας των κομμάτων του κατεστημένου να οδηγήσουν σε ανάκαμψη της οικονομικής ανάπτυξης της Ιταλίας και σε μείωση της επίμονα υψηλής ανεργίας. Όμως ακόμα και αν ένα κόμμα που αναδύθηκε τόσο γρήγορα, όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, κερδίσει στις εκλογές, η πρώτη του δουλειά πιθανότατα θα ήταν η πολιτική και οικονομική μεταρρύθμιση και όχι ένα άμεσο δημοψήφισμα για τη συμμετοχή στην ευρωζώνη. Επιπλέον, μια κυβέρνηση της οποίας θα ηγούνταν το Κίνημα των Πέντε Αστέρων θα αντιμετώπιζε παρόμοια εμπόδια με τους προκατόχους της. Τα προβλήματα του Κινήματος των Πέντε Αστέρων με την διακυβέρνηση της πόλης της Ρώμης έχουν δείξει την έλλειψη εμπειρίας του στην διακυβέρνηση. Ωστόσο, ακόμα και η απόμακρη προοπτική ενός ιταλικού δημοψηφίσματος για την ευρωζώνη θα δημιουργούσε σημαντική αβεβαιότητα για το μέλλον της νομισματικής ένωσης.
Αν περάσει η συνταγματική αναθεώρηση, ο Ρέντσι θα μπορούσε να αποφασίσει να εκμεταλλευτεί τη νίκη του και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές σε μια προσπάθεια να εδραιώσει τη θέση του. Έτσι, είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο, η Ιταλία ίσως πάει σε εκλογές το 2017, όπως και η Γαλλία και η Γερμανία (οι γαλλικές εκλογές έχουν ιδιαίτερη σημασία λόγω της αυξανόμενης δημοφιλίας του ευρωσκεπτικιστικού Εθνικού Μετώπου).
Ως εκ τούτου, αναλόγως του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, μέχρι τα τέλη του επόμενου έτους τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία θα μπορούσαν να ελέγχονται από πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να φύγουν από τη νομισματική ένωση (και στην περίπτωση του Εθνικού Μετώπου και από την Ευρωπαϊκή Ένωση). Υπό αυτές τις συνθήκες, η ευρωζώνη θα αντιμετώπιζε μια τεράστια προσπάθεια αναδιάρθρωσης προκειμένου να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα πολιτική πραγματικότητα.
Αυτό θα περιελαμβανε τον επαναπατρισμό ορισμένων εξουσιών στις εθνικές κυβερνήσεις, και ενδεχομένως τον τερματισμό της ευρωζώνης ή την αντικατάστασή της με μικρότερες περιφερειακές νομισματικές ενώσεις. Αν και η ολοκληρωτική διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθεί να είναι απίθανη, ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί τελείως.
Οι δημοσκοπήσεις που προσπαθούν να «μετρήσουν» το αποτέλεσμα των εκλογών έχουν αποδειχθεί αναξιόπιστες τους τελευταίους μήνες. Η Ιταλική κυβέρνηση θα μπορούσε να κερδίσει στο δημοψήφισμα, ή, στην περίπτωση ήττας, να αποφασίσει να παραμείνει στην εξουσία. Όμως, ασχέτως του τι θα συμβεί στις 4 Δεκεμβρίου και ασχέτως των εκλογικών αποτελεσμάτων σε Γαλλία και Γερμανία του χρόνου, οι αντισυστημικές δυνάμεις που αποδείχθηκαν τόσο ισχυρές στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ θα συνεχίσουν να απειλούν τη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.