Οι διαπραγματεύσεις για την επανένωση της Κύπρου έπεσαν για μια ακόμα φορά σε τοίχο. Μετά από δύο ημέρες διαπραγματεύσεων, ο Ελληνοκύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί έφυγαν στις 22 Νοεμβρίου από την Ελβετία, όπου πραγματοποιούνταν ο διάλογος των δύο πλευρών, επιστρέφοντας στο διχασμένο νησί τους για να «σκεφτούν την πορεία προς τα εμπρός», όπως ανέφερε ακαθόριστα επίσημη ανακοίνωση Τύπου.
Αν και κίνητρο για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων αποτέλεσαν οι πρόσφατες συνθήκες στην Ανατολική Μεσόγειο, τα παλιά «αγκάθια» αποδείχθηκε ότι είναι πολύ μεγάλα για να ξεπεραστούν. Το μικρό αλλά στρατηγικής σημασίας νησί της Κύπρου παραμένει διχοτομημένο από το 1974 στη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία στα νότια και την Τουρκοκυπριακή Δημοκρατία στα βόρεια.
Ο τελευταίος γύρος διαπραγματεύσεων επικεντρώθηκε στην επανένωση και τη διοίκηση της νήσου μέσω μιας ομοσπονδιοποιημένης δομής διαμοιρασμού της εξουσίας. Τα πιο ακανθώδη σημεία της διαπραγμάτευσης αφορούσαν τα θέματα της περιουσίας: όταν διχοτομήθηκε το νησί, περίπου 150.000 Ελληνοκύπριοι που ζούσαν στα βόρεια διέφυγαν προς τα νότια και περίπου 50.000 Τουρκοκύπριοι από τα νότια διέφυγαν προς τα βόρεια.
Καθώς η ιδιοκτησία είναι δύσκολο να αποκατασταθεί μετά από τέσσερις δεκαετίες, θα πρέπει να υπάρξει επεξεργασία στο ζήτημα της χρηματικής αποζημίωσης, προκειμένου να διευθετηθούν αυτές οι διενέξεις για την ακίνητη περιουσία, με επίμαχο σημείο τις λεπτομέρειες αυτής της διευθέτησης.
Οι δύο πλευρές δεν μπορούν να συμφωνήσουν επίσης στο ποσοστό της διαφιλονικούμενης εδαφικής περιοχής που θα περάσει στις συνιστώσες πολιτείες όταν υπάρξει η ενοποίηση, ούτε και στον αριθμό των προσφύγων που θα έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν σε κάθε πλευρά.
Οι Ελληνοκύπριοι απαίτησαν να επιτραπεί η επιστροφή 80.000-90.000 προσφύγων, όμως οι Τουρκοκύπριοι φέρεται να υποστήριξαν πως ο αριθμός θα πρέπει να είναι μεταξύ 70.000 και 75.000. Η τύχη της βορειοδυτικής παράκτιας πόλης Μόρφου, που εκτιμάται ότι στεγάζει 7.500 πρόσφυγες, αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα δύσκολο θέμα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Η διαμάχη για την ακίνητη περιουσία και τα εδάφη αποτελούν μεγάλα εγχώρια εμπόδια στις διαπραγματεύσεις, όμως υπάρχουν και περιφερειακά εμπόδια στην επίτευξη συμφωνίας. Η Κύπρος πρέπει να καταλήξει σε συνεννόηση με την Τουρκία αν θέλει να υλοποιήσει τον οικονομικό της στόχο για ανάπτυξη των παράκτιων πεδίων φυσικού αερίου και για σύνδεσή της σε ενεργειακές υποδομές που θα φτάνουν στις αγορές της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής.
Η διχοτόμηση της νήσου και η σθεναρή αντίσταση της Τουρκίας σε οποιαδήποτε ενεργειακή συμφωνία βγάζει «εκτός» τη βόρεια πλευρά, έχουν περιορίσει σημαντικά τους οικονομικούς στόχους της ελληνοκυπριακής πλευράς. Εν τω μεταξύ, η Τουρκία θέλει να χρησιμοποιήσει τη συμφωνία επανένωσης για να μπει σε ένα ενεργειακό μπλοκ και μπλοκ ασφαλείας που θα σχηματιστεί μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας, Ισραήλ και Αιγύπτου στην ανατολική Μεσόγειο.
Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, βλέπει μια συμφωνία επανένωσης και την ώθηση που θα μπορούσε να δώσει στα ενεργειακά projects που περνάνε από κυπριακή περιοχή ως μια πιθανή πρόκληση για τον TurkStream, τον αγωγό που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στην Τουρκία και στην Ευρώπη μέσω της Μαύρης Θάλασσας.
Η ασφάλεια είναι ακόμα ένα ζήτημα για το οποίο συγκρούονται οι πλευρές που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια Ευρωπαϊκή Ένωση που βρίσκεται σε αποσύνθεση και ένα μέλλον στο οποίο τα συμφέροντά της περιθωριοποιούνται όλο και περισσότερο εντός της ένωσης. Καθώς τίθεται υπό αμφισβήτηση η μακροπρόθεσμη ασφάλεια της Ελλάδας, η Αθήνα θέλει να χρησιμοποιήσει τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό για να μετριάσει την όποια απειλή θα αντιμετώπιζε από την Τουρκία.
Για τον σκοπό αυτό, οι Ελληνοκύπριοι θέλουν να καταργηθεί η συμφωνία του 1960, που δίνει στη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία (που έχουν σημαντική στρατιωτική παρουσία στη νήσο) το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στρατιωτικά στο νησί, αν τα συμφέροντα των συνιστωσών τους απειληθούν.
Η Τουρκία, όμως, αρχίζει να επωμίζεται μεγαλύτερο μέρος του βάρους της περιφερειακής ασφάλειας και χρησιμοποιεί τις αυξανόμενες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική για να δικαιολογήσει τη διατήρηση και επέκταση του στρατιωτικού της αποτυπώματος. Με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας να κινδυνεύουν να «παγώσουν», η Ελλάδα και η Κύπρος δεν μπορούν πλέον να διατηρήσουν το δικαίωμα βέτο κατά της Τουρκίας στην ΕΕ στις διαπραγματεύσεις για την ασφάλεια.
Ωστόσο, η Τουρκία μπορεί και πάλι να πιέσει την Ελλάδα, απειλώντας να χαλαρώσει τον έλεγχο στη ροή των μεταναστών προς την Ευρώπη, αν η Ελλάδα πιέσει την Τουρκία να κλείσει τις στρατιωτικές της βάσεις στην Κύπρο.