Την Κυριακή, η Άνγκελα Μέρκελ ανακοίνωσε πως θα θέσει υποψηφιότητα για τέταρτη θητεία στην καγκελαρία της Γερμανίας.
Κατά τη διάρκεια συνάντησης με το κόμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), η Μέρκελ υποσχέθηκε η εκστρατεία της να βασιστεί σε μια κεντρώα πλατφόρμα, που θα επικεντρώνεται στη «δημοκρατία, στην ελευθερία και στον σεβασμό για τα ανθρώπινα και τα ατομικά δικαιώματα».
Μετά τα αποτελέσματα-έκπληξη του δημοψηφίσματος για το Brexit και των αμερικανικών εκλογών, πολλοί στη Γερμανία και στον υπόλοιπο κόσμο βλέπουν τη Μέρκελ ως μια πηγή σταθερότητας και μετριοπάθειας, σε μια περίοδο αβεβαιότητας και υπερβολής. Όμως, ενώ η Γερμανίδα ηγέτις πιθανότατα θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί αυτή την εικόνα ενόψει των εθνικών εκλογών στα τέλη του 2017, οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τους επόμενους μήνες ίσως είναι πολύ μεγάλες για να τις χειριστεί μόνος του ένας άνθρωπος, ή ακόμα και μια χώρα.
Το 2017, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έρθει αντιμέτωπη με απειλές στους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας και της ασφάλειας. Η Γαλλία διενεργεί προεδρικές εκλογές τον Απρίλιο και τον Μάιο. Μια νίκη του Εθνικού Μετώπου, ενός κόμματος που θέλει η Γαλλία να φύγει από την ΕΕ και την ευρωζώνη, ίσως οδηγήσει στη διάλυση της νομισματικής ένωσης ή ακόμα και στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, αν οι Ιταλοί πουν «όχι» στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση στις 4 Δεκεμβρίου, τότε ίσως διενεργηθούν πρόωρες εκλογές. Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα για μια νίκη του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, ενός κόμματος που επίσης θέλει η Ιταλία να φύγει από την ευρωζώνη.
Αν το Εθνικό Μέτωπο και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων έλθουν στην εξουσία και τηρήσουν την υπόσχεσή τους να θέσουν σε δημοψήφισμα τη συμμετοχή των χωρών τους στην ευρωζώνη, τότε η πρώτη αντίδραση της Γερμανίας θα ήταν να επιζητήσει κάποιον διακανονισμό μαζί τους, ώστε να αποφευχθεί μια κλιμάκωση της κρίσης. Όμως η κυβέρνηση στο Βερολίνο θα αρχίσει επίσης να καταρτίζει έκτακτα εναλλακτικά σχέδια για την κατάρρευση της ευρωζώνης.
Τα γεγονότα των αρχών του 2017 θα μπορούσαν, ως εκ τούτου, να αναγκάσουν τη Μέρκελ να αλλάξει την εκλογική της στρατηγική, από μια εκστρατεία που θα επικεντρώνεται στις «αρετές» της ευρωπαϊκής ενοποίησης, σε μια που θα επικεντρώνεται στα έκτακτα σχέδια για την προστασία της θέσης της Γερμανίας σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που βρίσκεται σε αποσύνθεση.
Η Γερμανία θα πρέπει επίσης να χειριστεί την αβεβαιότητα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές έχει εγείρει ερωτήματα για την ισχύ της αμερικανικής δέσμευσης για ασφάλεια στην περιοχή, αλλά και για μια πιθανή επαναπροσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας. Ενώ χώρες όπως η Ιταλία και η Αυστρία πιθανότατα θα πιέσουν για βελτίωση των σχέσεων της ΕΕ με τη Μόσχα, οι χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στα ρωσικά σύνορα, όπως η Πολωνία και η Εσθονία, θα στραφούν στη Γερμανία για διαβεβαιώσεις κατά μιας ενδεχόμενης επιθετικότητας της Ρωσίας, ενώ ταυτόχρονα θα αναπτύσσουν τις δικές τους περιφερειακές σχέσεις στον τομέα της ασφάλειας.
Η Γερμανία θα αντιδράσει στις εξελίξεις αυτές πιέζοντας να διατηρηθούν οι κυρώσεις κατά της Μόσχας για λίγους ακόμα μήνες, προκειμένου να κερδίσει χρόνο για να εκτιμήσει τη νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Αυτό θα αποδειχθεί όμως δύσκολο, ιδιαίτερα αν τελικά η Ουάσινγκτον αποφασίσει να άρει τις δικές της κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Επιπλέον, κάποιοι από τους δημοφιλέστερους υποψήφιους για την προεδρία στη Γαλλία έχουν εκφραστεί ανοικτά κατά των κυρώσεων, θέση που θα μπορούσε να προκαλέσει τριβές μεταξύ των κορυφαίων πολιτικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Βερολίνο θα συνεχίσει επίσης να επιζητά μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συνεργασία σε άλλους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Όμως, η πρόοδος στα θέματα αυτά θα είναι μέτρια στην καλύτερη περίπτωση, διότι τα συχνά ανόμοια εθνικά συμφέροντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα περιορίσουν το περιθώριο για συμφωνία σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Το σημαντικότερο, η Γερμανία απέχει πολύ από το να μπορέσει να «αντικαταστήσει» τις ΗΠΑ ως ο κύριος στρατιωτικός προστάτης της ανατολικής πτέρυγας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν και η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος οικονομικός και πολιτικός «παίκτης» της Ευρώπης, αντιμετωπίζει ισχυρούς περιορισμούς.
Η οικονομία της Γερμανίας, η οποία βασίζεται στις εξαγωγές, εξαρτάται από την πρόσβαση σε ξένες αγορές, άρα το σημερινό πολιτικό κύμα σκεπτικισμού έναντι του ελεύθερου εμπορίου στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη θα μπορούσε να βλάψει τη γερμανική οικονομία. Επιπλέον, η ΕΕ ενώνει 28 χώρες με πολύ διαφορετικές εθνικές προτεραιότητες.
Οι περισσότερες χώρες είναι πρόθυμες να αμφισβητήσουν την ηγεσία της Γερμανίας και να αγνοήσουν τις πιέσεις της ΕΕ, όταν διακυβεύονται τα εγχώρια συμφέροντά τους. Η απόφαση των περισσότερων κυβερνήσεων της ΕΕ να αγνοήσουν το σχέδιο που στηρίζει η Γερμανία για κατανομή των αιτούντων άσυλο στα κράτη-μέλη αποτελεί υπενθύμιση των περιορισμών της επιρροής του Βερολίνου.
Από την άλλη πλευρά, η ανοχή που δείχνει η Γερμανία στην αποτυχία μελών της ευρωζώνης να ανταποκριθούν στους στόχους της ΕΕ για τα ελλείμματα και τα χρέη αποτελεί έκφραση της πολιτικής ευελιξίας του Βερολίνου αλλά και αναγνώριση των περιορισμών που έχει σε ό,τι αφορά στην επιβολή των κανόνων του μπλοκ.
Η ικανότητα της Γερμανίας να ηγηθεί της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαρτάται επίσης από τις συχνές αντιφάσεις μεταξύ των εθνικών της προτεραιοτήτων και των προκλήσεων που δημιουργούνται από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ευρωζώνη παραμένει μια νομισματική ένωση χωρίς δημοσιονομική ένωση, κάτι που σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη της μοιράζονται ένα νόμισμα ενώ εφαρμόζουν διαφορετικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Τα σχέδια για δημιουργία μιας ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης έχουν εφαρμοστεί εν μέρει μόνο, ενώ η γερμανική αντίδραση απέτρεψε την ιδέα της έκδοσης χρέους που θα στηρίζεται από κοινού από τις χώρες της ευρωζώνης. Το μόνιμο ταμείο διάσωσης για την ευρωζώνη, που θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τις διασώσεις μικρών οικονομιών, δεν είναι αρκετά ισχυρό ώστε να χειριστεί μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ιταλίας.
Στην «καρδιά» όλων αυτών των μισοτελειωμένων projects βρίσκεται η απροθυμία της Γερμανίας να αποδεχθεί μέτρα που περιλαμβάνουν έναν μεγαλύτερο βαθμό διαμοιρασμού του ρίσκου με τη Νότια Ευρώπη.
Οι ενέργειες της Γερμανίας καθοδηγούνται επίσης από την Ιστορία. Το Βερολίνο δεν θέλει να θεωρηθεί ότι ενεργεί μόνο, άρα αναζητά διαρκώς συμμαχίες για να το βοηθήσουν να ηγηθεί. Όμως, ο πολιτικός κατακερματισμός της Ευρώπης καθιστά όλο και πιο δύσκολο για τη Γερμανία να βρει αρκετή στήριξη εντός του μπλοκ.
Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί το 2017, αν αυξηθεί η επιρροή των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μηνύματα των κομμάτων αυτών φέρουν και μια δόση αντιγερμανικής ρητορικής, κατηγορώντας την κυβέρνηση της Γερμανίας για τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν ως απάντηση στην οικονομική κρίση.
Εκτός του ότι πρέπει να λειτουργήσει με αυτούς τους περιορισμούς, η επόμενη γερμανική κυβέρνηση ίσως χρειαστεί να αντιμετωπίσει εγχώριες πολιτικές πιέσεις. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η λαϊκή στήριξη προς τα μεγαλύτερα κόμματα της Γερμανίας φθίνει, με ορισμένες ψήφους να «μεταναστεύουν» προς αναδυόμενες δυνάμεις τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο κατακερματισμένη βουλή και σε μια κυβέρνηση συνασπισμού που θα ελέγχει μικρότερη πλειοψηφία εδρών, κάτι που θα περιόριζε την ικανότητα της νέας κυβέρνησης να εγκρίνει αμφιλεγόμενες πολιτικές.
Τα τελευταία χρόνια, η Μέρκελ μπορούσε να ξεπεράσει τις αντιδράσεις εντός του ίδιου του κόμματός της για μέτρα όπως το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, λόγω του μεγάλου αριθμού των εδρών που ήλεγχε ο συνασπισμός κεντροδεξιάς-κεντροαριστεράς. Δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι θα υπάρξει παρόμοια πλειοψηφία και μετά τις επόμενες εκλογές.
Από τότε που ξεκίνησε η οικονομική κρίση, πριν από σχεδόν μια δεκαετία, η ισχυρή οικονομία και το σταθερό πολιτικό σύστημα της Γερμανίας κατέστησαν τη χώρα την ηγέτιδα δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε καιρούς αβεβαιότητας είναι φυσικό πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες στην Ευρώπη και στο εξωτερικό να βλέπουν προς τη Γερμανία και να περιμένουν η χώρα να ενεργήσει με αποφασιστικότητα.
Η γερμανική κυβέρνηση σίγουρα θα αντιδράσει στις εξελίξεις στην Ευρώπη το επόμενο έτος και θα προσπαθήσει να κρατήσει ενωμένο το μπλοκ. Όμως θα αντιμετωπίσει και τους δικούς της περιορισμούς. Οι εσωτερικές αντιφάσεις και οι εξωτερικές απειλές της Ευρώπης δημιουργούν προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα μπορούσαν να ξεπερνούν την ικανότητα του Βερολίνου να επηρεάσει τα γεγονότα στο μπλοκ.