Ο απερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έφτασε στη Γερμανία χθες το βράδυ, στο πλαίσιο των τελευταίων περιοδειών του στο εξωτερικό ως πρόεδρος. Η ατζέντα του στο Βερολίνο περιλαμβάνει συναντήσεις με την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ καθώς και με τον Γάλλο πρόεδρο και τους πρωθυπουργούς της Βρετανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Όταν ο Ομπάμα αναχωρήσει από την Ευρώπη για το Περού αύριο Παρασκευή, θα αφήσει πίσω του μια Ευρωπαϊκή Ένωση ανήσυχη για το παρόν της και αβέβαιη για το μέλλον της. Η Γερμανία, ως ο μεγαλύτερος πολιτικός και οικονομικός «παίκτης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει ιδιαίτερους λόγους να ανησυχεί για τη νέα φάση της παγκόσμιας πολιτικής που θα ξεκινήσει τον Ιανουάριο.
Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως θα επιζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση των σημαντικότερων εμπορικών συμφωνιών των ΗΠΑ και την προστασία της οικονομίας της χώρας του από τον ξένο ανταγωνισμό. Είπε επίσης ότι θα επιζητήσει τη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία και άφησε να εννοηθεί ότι οι ΗΠΑ ίσως να μην υπερασπιστούν τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ που δεν ανταποκρίνονται στους στόχους στρατιωτικών δαπανών της συμμαχίας.
Παρά τα σχόλια αυτά, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικός βαθμός αβεβαιότητας για το πώς θα είναι πρακτικά οι αλλαγές της εξωτερικής πολιτικής του Λευκού Οίκου. Ως αποτέλεσμα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν επιλέξει να περιμένουν για πιο σαφείς ενδείξεις από την επόμενη αμερικανική κυβέρνηση για τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής, προτού προσαρμόσουν τις δικές τους στρατηγικές στη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Οι ανησυχίες για τη μελλοντική αμερικανική κυβέρνηση διαφέρουν από κράτος σε κράτος στην ΕΕ. Η πρωταρχική ανησυχία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης είναι πως η νίκη του Τραμπ θα ενισχύσει το αίσθημα κατά της παγκοσμιοποίησης στην Ευρώπη. Η Γαλλία, η Γερμανία και η Ολλανδία διενεργούν γενικές εκλογές του χρόνου. Εκλογές μπορεί να διενεργήσει και η Ιταλία, αν η κυβέρνηση χάσει στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Σε καθεμία από τις χώρες αυτές, τα πολιτικά κόμματα που αμφισβητούν την ελεύθερη κίνηση αγαθών, υπηρεσιών, ανθρώπων και κεφαλαίων στην ΕΕ, και προτείνουν έξοδο από την ευρωζώνη, τα πάνε καλά στις δημοσκοπήσεις.
Στην Ανατολική Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, ένα πιο αδύναμο ΝΑΤΟ και μια πιο επιθετική Ρωσία είναι οι βασικές ανησυχίες. Χώρες όπως η Πολωνία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Εσθονία ανησυχούν πως οι ΗΠΑ θα γίνουν πιο ανεκτικές ως προς τη ρωσική επιρροή στην περιοχή. Η Μόσχα μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορα «εργαλεία» για να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις στην ΕΕ, περιλαμβανομένων των δεσμών της με τις ρωσόφωνες μειονότητες σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, έναν μεγάλο μηχανισμό προπαγάνδας και τους δεσμούς της με ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη. Οι Ανατολικοευρωπαίοι ανησυχούν επίσης με τις νύξεις του Ντόναλντ Τραμπ ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αντιστρέψουν πορεία και να αναγνωρίσουν την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, κάτι που θα αποτελούσε ένα τρομακτικό προηγούμενο για την περιοχή.
Πολλαπλές οι ανησυχίες της Γερμανίας
Η γερμανική κυβέρνηση συμμερίζεται τις ανησυχίες των γειτόνων της στη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη. Το βασισμένο στις εξαγωγές οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας σημαίνει πως η χώρα βασίζεται στην πρόσβαση στις ξένες αγορές για τη δημιουργία εγχώριων θέσεων εργασίας. Το ότι είναι μέλος της ευρωζώνης σημαίνει επίσης πως από τη στιγμή που η Γερμανία και ορισμένοι από τους κύριους εμπορικούς της εταίρους έχουν κοινό νόμισμα, οι εξαγωγές προς τις χώρες αυτές πιθανότατα είναι φθηνότερες απ' ό,τι θα ήταν αν είχε το δικό της νόμισμα.
Οι παράγοντες αυτοί εξηγούν γιατί το Βερολίνο έχει πολλά να φοβάται από την άνοδο του αισθήματος κατά της παγκοσμιοποίησης στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Τα πολλαπλά προβλήματα που καθυστέρησαν την επικύρωση της CETA, της οικονομικής και εμπορικής συμφωνίας ΕΕ-Καναδά, δείχνουν πόσο αμφιλεγόμενες μπορεί να γίνουν οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου στην Ευρώπη. Οι διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, που είχαν ήδη «παγώσει» πριν τις αμερικανικές εκλογές, πιθανότατα θα εγκαταλειφθούν.
Όμως οι μεγαλύτερες ανησυχίες της Γερμανίας αφορούν την ευρωζώνη. Πολιτικά κόμματα όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία και το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία έχουν υποσχεθεί να διενεργήσουν δημοψηφίσματα για τη συμμετοχή των χωρών τους στην ευρωζώνη, αν έλθουν στην εξουσία. Το αν η νομισματική ένωση θα μπορούσε να είχε επιβιώσει από ένα Grexit το 2015 είναι συζητήσιμο, όμως είναι ξεκάθαρο πως δεν θα επιβίωνε από μια έξοδο της Γαλλίας ή της Ιταλίας.
Ακόμα και αν αυτά τα κόμματα δεν κερδίσουν ηγετικούς ρόλους, οι μετριοπαθείς αντίπαλοί τους ενστερνίζονται μέτρα προστατευτισμού. Ο πρώην Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, οο ποίος θέλει να εκπροσωπήσει το κόμμα του στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, δήλωσε πρόσφατα πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να εισάγει Άρθρο για την προώθηση αγοράς ευρωπαϊκών προϊόντων (ένα "Buy Europe Act") και να αυξήσει τους δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές στην περίπτωση που οι ΗΠΑ εγκαταλείψουν τις δεσμεύσεις τους για τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, ανησυχία που και αυτή βασίζεται στις προεκλογικές δηλώσεις του Τραμπ. Σε αυτή τη φάση, το «Buy Europe» απέχει πολύ από το "Buy French", όμως η Γερμανία έχει λόγους να φοβάται πως η λαϊκή πίεση υπέρ του προστατευτισμού θα επηρέαζε τους μετριοπαθείς πολιτικούς για να υπερασπιστούν πιο εθνικιστικές πολιτικές, οι οποίες θα έβλαπταν τις γερμανικές εξαγωγές.
Την ίδια ώρα, η Γερμανία συμμερίζεται την ανησυχία της Ανατολικής Ευρώπης για την αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ και για μια πιθανή αύξηση της ρωσικής επιρροής στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Από την αρχή της χρηματοοικονομικής κρίσης, πριν από περίπου μια δεκαετία, η Γερμανία έγινε ο πολιτικός ηγέτης του μπλοκ με βάση κυρίως την ισχύ της οικονομίας της. Όμως το Βερολίνο αρχίζει να αντιλαμβάνεται το γεγονός ότι η παγκόσμια δύναμη και επιρροή δεν μπορούν να εξαρτώνται αποκλειστικά από την οικονομική ισχύ. Η κρίση στην Ουκρανία και η αυξανόμενη τρομοκρατική απειλή σπρώχνουν τη Γερμανία να αναλάβει έναν πιο εξέχοντα ρόλο στην άμυνα και την ασφάλεια της Ευρώπης. Ως αποτέλεσμα, το Βερολίνο επεξεργάζεται σχέδια για αύξηση της στρατιωτικής συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τη Δευτέρα, κράτη-μέλη της ΕΕ ζήτησαν από την Κομισιόν να βρει προτάσεις μέχρι τα μέσα του 2017 για την αύξηση του συντονισμού στον ευρωπαϊκό αμυντικό σχεδιασμό και στις δαπάνες. Οι πρωτοβουλίες αυτές πιθανότατα θα είναι περιορισμένες και θα απέχουν πολύ από την ιδέα της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού στρατού που θέλουν ορισμένα κράτη-μέλη. Όμως, δείχνουν ότι σε μια περίοδο που φαίνεται να μην τίθεται θέμα επιπλέον δημοσιονομικής και οικονομικής ενοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας είναι μεταξύ των λίγων τομέων πολιτικής στους οποίους εξακολουθεί να είναι δυνατόν να υπάρξει ένα ελάχιστο επίπεδο συναίνεσης. Αν και τα μέλη της ΕΕ άρχισαν να συζητούν τα θέματα αυτά πολύ πριν τις αμερικανικές εκλογές, ωστόσο η αβεβαιότητα για τη διακυβέρνηση Τραμπ έχει δώσει νέα πνοή στη συζήτηση.
Οι περιορισμοί της Γερμανίας
Η στρατηγική της Γερμανίας, όμως, θα αντιμετωπίσει σημαντικούς περιορισμούς. Όπως και σε άλλους τομείς πολιτικής, τα μέλη της ΕΕ έχουν διαφορετικά συμφέροντα σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική και στις πολιτικές για την ασφάλεια και την άμυνα. Αν και χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία θα ήθελαν οι ευρωπαϊκές πολιτικές για την ασφάλεια να επικεντρώνονται κυρίως στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή λόγω των ανησυχιών για το προσφυγικό, την τρομοκρατία και την ενεργειακή ασφάλεια, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής θα θελήσουν αμυντικές πολιτικές που επικεντρώνονται στη Ρωσία.
Χώρες όπως η Πολωνία βλέπουν με επιφυλακτικότητα τα οποιαδήποτε αμυντικά σχέδια που θα μπορούσαν να έρθουν σε σύγκρουση με τις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ. Ενώ οι κυβερνήσεις στην Ανατολική Ευρώπη ανησυχούν για τα σχέδια του Λευκού Οίκου για την περιοχή, θέλουν να αποφύγουν κινήσεις που θα τις απομάκρυναν ακόμα περισσότερο από τις ΗΠΑ. Ακόμα και αν η Ανατολική Ευρώπη στηρίξει τα σχέδια της Γερμανίας, ωστόσο η περιοχή θα συνεχίσει να αντιστέκεται σε όποιες προτάσεις οδηγούν σε συγκέντρωση της εξουσίας για τη λήψη αποφάσεων στα χέρια της Γερμανίας και της Γαλλίας. Αυτό θα μπορούσε να αντίκειται στις επιθυμίες της Γαλλίας, η οποία θεωρεί τον εαυτό της ηγέτη της ΕΕ σε ό,τι αφορά την άμυνα.
Ακόμα και στο καλύτερο σενάριο, αυτό της μεγαλύτερης ενοποίησης της ΕΕ σε αμυντικά ζητήματα, το μπλοκ απέχει πολλά χρόνια από αυτό που η γαλλική κυβέρνηση έχει ορίσει ως μια «στρατηγική αυτονομία» από τις ΗΠΑ.
Επιπλέον, το Βερολίνο πιθανότατα θα πιέσει για παράταση των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, οι οποίες λήγουν στα τέλη Ιανουαρίου. Οι κυρώσεις κατά της Μόσχας αποτελούν αμφιλεγόμενο ζήτημα στην ΕΕ, με μέλη όπως η Ιταλία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Ελλάδα να τα αμφισβητούν.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι αμερικανικές πιέσεις στις χώρες που αντιστέκονται στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχουν βοηθήσει την ΕΕ να πετύχει την ομοφωνία που απαιτείται για τέτοιου είδους ενέργειες. Αν και δεν είναι σαφές αν θα υπάρξει πράγματι επαναπροσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας, ωστόσο η γερμανική κυβέρνηση κατανοεί πως οι βελτιωμένες σχέσεις μεταξύ του Λευκού Οίκου και του Κρεμλίνου θα δυσκόλευαν τη διατήρηση των κυρώσεων της ΕΕ κατά της Μόσχας. Έτσι, το Βερολίνο είναι πιθανό να ζητήσει παράταση των κυρώσεων, έστω και για έξι μήνες, προκειμένου να διατηρήσει το status quo και να αγοράσει περισσότερο χρόνο για να αποτιμήσει η ΕΕ τις πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης Τραμπ.
Τέλος, υπάρχει το θέμα της γερμανικής εξουσίας στην Ευρώπη. Τα περισσότερα μέλη της ΕΕ αγνόησαν το σχέδιο που στήριζε η Γερμανία για τη μετεγκατάσταση αιτούντων άσυλο σε όλη την ΕΕ, κάτι που δείχνει πως οι χώρες είναι πρόθυμες να αμφισβητήσουν επιλεκτικά το Βερολίνο για ευαίσθητα ζητήματα.
Οι πολιτικοί υπολογισμοί ορισμένων εκ των μεγαλύτερων «παικτών» της ΕΕ θα δημιουργήσουν εμπόδια στα σχέδια για την ευρωπαϊκή συνεργασία το 2017, αποτρέποντας ορισμένες κυβερνήσεις από το να λάβουν σημαντικές αποφάσεις κατά την προεκλογική περίοδο. Αναλόγως των εκλογικών αποτελεσμάτων, οι ευρωσκεπτικιστικές θέσεις θα μπορούσαν να ενισχυθούν από του χρόνου, υπονομεύοντας τα όποια σχέδια καταρτίζει το Βερολίνο για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.