Η ελληνική οικονομική κρίση έχει αρχίσει να δημιουργεί πολιτικές τριβές στην Γερμανία, την ώρα που το Βερολίνο προσπαθεί να βρει την ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων της για διατήρηση της Ελλάδας στην ευρωζώνη και της δέσμευσής της να προστατεύσει τα χρήματα των γερμανών φορολογουμένων. Στις 31 Μαρτίου, η παραίτηση ενός επιφανούς συντηρητικού γερμανού βουλευτή έδειξε το πόσο δύσκολο θα είναι να «πουλήσει» στο εσωτερικό της η Γερμανία την όποια συμφωνία υπάρξει μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας.Η εγχώρια αντίδραση στην περαιτέρω ενοποίηση στην ΕΕ δεν είναι κάτι νέο στη Γερμανία. Όμως μετά από έξι χρόνια κρίσης, γερμανικοί θεσμοί και πολιτικοί ηγέτες αντιδρούν περισσότερο στην δαπάνη χρημάτων των φορολογούμενων για την ευρωπεριφέρεια. Η Ελλάδα και οι δανειστές της θα καταλήξουν σε συμφωνία τον Απρίλιο, όμως οι εντάσεις στη Γερμανία θα περιπλέξουν τις διαπραγματεύσεις μετά τον Ιούνιο, όταν λήγει η προσωρινή παράταση του ελληνικού προγράμματος και η Αθήνα με τους πιστωτές της θα πρέπει να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αυτή τη φορά για να συζητήσουν μια πιο περιεκτική και πολιτικά «ακριβή» συμφωνία. Εν τω μεταξύ, η Αθήνα θα έχει να αντιμετωπίσει τις δικές της εντάσεις: ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης θα έρχονταν αντιμέτωπο με έντονες αντιδράσεις και στην Ελλάδα.
Η ελληνική κρίση άρχισε να έχει πολιτικές επιπτώσεις στη Γερμανία, όπου συντηρητικοί βουλευτές τάσσονται κατά της χορήγησης χρηματοοικονομικής βοήθειας στην Αθήνα. Στις 31 Μαρτίου ο αντιπρόεδρος του CSU (του βαυαρικού 'αδελφού' κόμματος του CDU της Άνγκελα Μέρκελ) Peter Gauweiler και μέλος του γερμανικού κοινοβουλίου, ανακοίνωσε την παραίτησή του και από τις δυο θέσεις, διαμαρτυρόμενος για την γερμανική πολιτική σε ότι αφορά το θέμα της Ελλάδας. Ο Gauweiler ήταν ένας από τους βουλευτές που ψήφισε κατά της τετράμηνης παράτασης του ελληνικού προγράμματος στα τέλη Φεβρουαρίου. Από την άποψη του Gauweiler, η Αθήνα δεν έχει πάρει στα σοβαρά τις υποσχέσεις της για εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Στις 27 Φεβρουαρίου, οι γερμανοί βουλευτές υπερψήφισαν τη συνέχιση του ελληνικού προγράμματος βοήθειας μέχρι τα τέλη Ιουνίου, με 542 από τους 630 βουλευτές να ψηφίζουν υπέρ της συμφωνίας. Ωστόσο, 29 μέλη της πολιτικής ομάδας CDU-CSU αντιτάχθηκαν στη συμφωνία, σε μια σπάνια επίδειξη διαφωνίας μεταξύ των υποστηρικτών της Μέρκελ.
Η Γερμανία κυβερνάται από έναν μεγάλο συνασπισμό που ελέγχει 504 έδρες στην Bundestag. Αυτό σημαίνει πως η θέση της Μέρκελ δεν είναι όσο επισφαλής είναι αυτή του έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Ωστόσο, ο Gauweiler αντιπροσωπεύει ομάδα συντηρητικών δυνάμεων που αντιστέκονται στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ιδιαίτερα αν περιλαμβάνει δαπάνη γερμανικού χρήματος στην ευρωπεριφέρεια.
Αυτή η αντίσταση δεν είναι καινούρια, όπως δείχνει το πολιτικό βιογραφικό του Gauweiler, οποίος είχε πει «όχι» στην Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και στη Συνθήκη της Λισσαβόνας το 2008, είχε ψηφίσει κατά των δυο πακέτων διάσωσης της Ελλάδας και είχε αμφισβητήσει το πρόγραμμα ΟΜΤ της ΕΚΤ.
Αυτό που διαφέρει αυτή τη φορά είναι ότι η Γερμανία προσπαθεί να καταλήξει σε κάποιον συμβιβασμό, έξι χρόνια μετά το ξέσπασμα της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, την ώρα που αυξάνονται οι αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό της Γερμανίας όσο και στο εξωτερικό για το ευρωπαϊκό project. Σε διαφορετικούς βαθμούς και με διαφορετικά επιχειρήματα, θεσμοί όπως η Bundesbank και πολιτικά κόμματα όπως η «Εναλλακτική για τη Γερμανία», δείχνουν πως μεγάλα κομμάτια της γερμανικής ελίτ της διανόησης αντιτίθενται στην ιδέα της χρήσης από το Βερολίνο χρημάτων των φορολογουμένων για τα πακέτα βοήθειας προς την Μεσογειακή Ευρώπη.
Εσωτερικό συμβιβασμό ψάχνει ο ΣΥΡΙΖΑ
Η Αθήνα επεξεργάστηκε μια ενημερωμένη λίστα προτάσεων, ελπίζοντας ότι θα λάβει τουλάχιστον μέρος της δόσης του δανείου τον Απρίλιο. Τα πρώτα προσχέδια των προτάσεων δείχνουν πως η Ελλάδα είναι πρόθυμη να προχωρήσει με κάποιες ιδιωτικοποιήσεις (περιλαμβανομένων ορισμένων κομματιών του ΟΛΠ και των περιφερειακών αεροδρομίων) διατηρώντας κάποιους αμφιλεγόμενους φόρους (όπως τον ΕΝΦΙΑ) και επιβάλλοντας νέους.
Στόχος της Ελλάδας ήταν να εξασφαλίσει μια συμφωνία με το Eurogroup πριν τις 9 Απριλίου, όταν και θα πρέπει να καταβάλει 450 εκατ. ευρώ στο ΔΝΤ. Ο Τσίπρας ήθελε το Eurogroup να συνεδριάσει πριν το Πάσχα, όμως αυτό φαίνεται απίθανο. Οι δανειστές της Ελλάδας πιθανότατα θα προσπαθήσουν να παρατείνουν τις διαπραγματεύσεις για μερικές ημέρες προκειμένου να αποσπάσουν επιπλέον παραχωρήσεις από την Αθήνα.
Στο μεταξύ, ο Τσίπρας θα πρέπει να «πουλήσει» την πρότασή του στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στο κόμμα του. Στις 30 Μαρτίου ο Τσίπρας δεν κατάφερε να εξασφαλίσει στήριξη για το πρόγραμμά του από την αντιπολίτευση, η οποία κατηγορεί την κυβέρνηση για έλλειψη διαφάνειας στις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της χώρας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να βρει συναίνεση σε ευαίσθητα ζητήματα. Το κόμμα είναι ένας συνασπισμός διαφόρων αριστερών δυνάμεων που έχουν διαφορετικές απόψεις για οικονομικά και πολιτικά ζητήματα. Για παράδειγμα, ορισμένα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν πως η Ελλάδα θα πρέπει να φύγει από την ευρωζώνη. Χρειάστηκε ένα συνέδριο του κόμματος προκειμένου να αποφασιστεί ότι επίσημη γραμμή θα είναι η διατήρηση της Ελλάδας στην νομισματική ένωση. Όμως οι εσωκομματικές διαμάχες συνεχίζουν να επιβαρύνουν τον ΣΥΡΙΖΑ και περίπου το ένα τρίτο των βουλευτών του κόμματος αντιτίθενται στις απαιτήσεις της ΕΕ για οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την πώληση κρατικών περιουσιακών στοιχείων.
Η ελληνική κυβέρνηση ελέγχει μόλις 162 από τις 300 έδρες στο ελληνικό Κοινοβούλιο, που σημαίνει ότι ο Τσιπρας δεν «αντέχει» μια ανταρσία από τις δικές του δυνάμεις.
Περισσότερα προβλήματα μετά τον Ιούνιο
Η γερμανική κυβέρνηση ενδιαφέρεται να κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη, κυρίως για πολιτικούς λόγους. Το Βερολίνο βλέπει την νομισματική ένωση ως τον βασικό προορισμό για τις εξαγωγές της και ως μια βασική σφαίρα επιρροής. Η Γερμανία φοβάται πως αν η Ελλάδα φύγει από την ευρωζώνη, θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες. Αυτό καθιστά την επίτευξη κάποιου συμβιβασμού με την Ελλάδα τον Απρίλιο πιθανή. Τα μέλη της γερμανικής κυβέρνησης ήδη εργάζονται με την Bundestag προκειμένου να εξασφαλίσουν την πολιτική συναίνεση για όποια συμφωνία υπάρξει τελικά με την Αθήνα.
Το πρόβλημα, όμως, είναι πως οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Γερμανίας έχουν αντιφατικές ατζέντες. Ο Τσίπρας υποσχέθηκε να βάλει τέλος στα μέτρα λιτότητας, να επαναδιαπραγματευτεί το ελληνικό χρέος και να κρατήσει τη χώρα στην ευρωζώνη, όμως δεν είναι πιθανό να τηρήσει όλες αυτές τις υποσχέσεις ταυτόχρονα. Η προεκλογική εκστρατεία της Μέρκελ βασίστηκε στη διατήρηση της νομισματικής ένωσης, προστατεύοντας ταυτόχρονα τα χρήματα των φορολογουμένων, ισορροπία που το Βερολίνο βρίσκει όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί.
Η Ελλάδα και η Γερμανία θα καταλήξουν σε συμφωνία, όμως και οι δυο κυβερνήσεις θα δυσκολευτούν να «πουλήσουν» τη συμφωνία αυτή στις χώρες τους. Αυτό τονίζει ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης: οι συμφωνίες που επιτυγχάνονται σε διεθνές επίπεδο πρέπει να εγκριθούν από τα εθνικά κοινοβούλια. Η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο καθώς το Βερολίνο και η Αθήνα συζητούν μόνο μια τετράμηνη συμφωνία, που σημαίνει ότι ο τρέχον γύρος των διαπραγματεύσεων είναι μόνο το προοίμιο μιας μεγαλύτερης κρίσης στο β' εξάμηνο του έτους.