Με μια δραματική αύξηση στα overnight επιτόκια δανεισμού της Τουρκίας από το 7,75% στο 12% που ανακοίνωσε στις 28 Ιανουαρίου, ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας Erdem Basci εκπλήρωσε την υπόσχεσή του να χρησιμοποιήσει τα επιτόκια ως όπλο για να υπερασπιστεί το τουρκικό νόμισμα, τη λίρα. Αν και η αύξηση ήταν πιο τολμηρή του αναμενόμενου κίνηση με στόχο να τονώσει το επενδυτικό ενδιαφέρον, ο Basci συνεχίζει ουσιαστικά να χρησιμοποιεί ένα σπαθί για να πολεμήσει το βαρύ πυροβολικό, καθώς η πολιτική κρίση στη χώρα συνεχίζει να διαβρώνει την επενδυτική εμπιστοσύνη.
Η Τουρκία προσπαθεί απεγνωσμένα να σταματήσει τη βουτιά της λίρας, η οποία έχει καταγράψει πτώση περίπου 10% έναντι του δολαρίου τον τελευταίο χρόνο. Όπως και αρκετές άλλες αναδυόμενες οικονομίες που κάποτε εξυμνούνταν, η Τουρκία έχει δει μια ταχύτατη εκροή βραχυπρόθεσμων επενδύσεων χαρτοφυλακίου στις οποίες στηριζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό η Άγκυρα για να καλύψει το ολοένα και αυξανόμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της, το οποίο ανήλθε σε 60,8 δισ. δολάρια ή περίπου 7% του ΑΕΠ, το διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2013.
Η φυγή κεφαλαίων οφείλεται εν μέρει στην απόσυρση των μέτρων τόνωσης της ρευστότητας από τη Fed, η οποία έχει περιορίσει την πρόσβαση της Τουρκίας σε φθηνή ρευστότητα. Μετά την ανακοίνωση στις 29 Ιανουαρίου της Fed για νέα μείωση του προγράμματος τόνωσης της ρευστότητας, η Τουρκία έβαλε μπροστά όλα τα διαθέσιμα εργαλεία της για να σταθεροποιήσει τη λίρα, παρότι γνωρίζει πως η επίδραση της κίνησης αυτής είναι απίθανο να έχει μεγάλη διάρκεια. Και αυτό διότι τα οικονομικά της προβλήματα έχουν υπερτονιστεί από τη μάχη εξουσίας η οποία αναμένεται να ενταθεί εν όψει των δημοτικών εκλογών του Μαρτίου, των προεδρικών εκλογών του Αυγούστου και των βουλευτικών εκλογών του 2015.
Οι ξένοι επενδυτές από καιρό επικρίνουν την τουρκική κυβέρνηση για την ανορθόδοξη μέθοδο υπεράσπισης του νομίσματος, η οποία μέχρι τώρα αποτελούνταν κυρίως από δημοπρασίες ξένου συναλλάγματος και αναλήψεις από την κεντρική τράπεζα προκειμένου να αποφευχθεί η αύξηση των επιτοκίων, κίνηση που η κυβέρνηση φοβούνταν ότι θα περιόριζε την ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας. Όμως, η κυβέρνηση ενεργεί και κάτω από μεγάλους πολιτικούς περιορισμούς, γεγονός που οδηγεί σε αμφιταλαντευόμενες συμπεριφορές τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Σε αυτήν την ιδιαίτερα ευμετάβλητη προεκλογική περίοδο, ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν θέλει να στραφεί σε μέτρα που θα επιβράδυναν την οικονομική ανάπτυξη και συνεπώς θα υπονόμευαν τη θέση του κόμματός του.
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της απόφασης της κεντρικής τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια, ο Ερντογάν παρέμενε δημοσίως ανένδοτος, καλώντας την να μην υποκύψει στο επονομαζόμενο λόμπι των επιτοκίων, το οποίο έχει κατηγορήσει ότι προσπαθεί να υπονομεύσει την ανάπτυξη της χώρας. Όταν ξέσπασαν οι διαδηλώσεις σε όλη την Τουρκία για το πάρκο Γκεζί, το 2013, ο Ερντογάν κήρυξε πόλεμο κατά του ίδιου θολού λόμπι των επιτοκίων, το οποίο κατηγόρησε ότι ρίχνει λάδι στη φωτιά των διαδηλώσεων από απληστία και επιθυμία να ανατρέψει την κυβέρνηση.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης του Ερντογάν στα υψηλά επιτόκια προέρχεται από μια πολύ βαθύτερη πολιτική παράνοια. Ίσως η πιο καθοριστική στιγμή της πολιτικής του καριέρας ήταν το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1997, που ανέτρεψε από την εξουσία το Κόμμα της Ευημερίας - τον προκάτοχο του δικού του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης.
Ο Ερντογάν, που τότε ήταν δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 μηνών επειδή απήγγειλε ποίημα το οποίο επέκρινε τον στρατό. Και εκείνη ήταν μια περίοδος μεγάλης αστάθειας για την τουρκική οικονομία, με τη χώρα να αντιμετωπίζει έναν χρόνιο διψήφιο πληθωρισμό και υπερβολικά υψηλά επιτόκια επί ξένων δανείων προκειμένου να καλυφθεί ένα διευρυνόμενο έλλειμμα του προϋπολογισμού. Τα μέλη της παραδοσιακής κοσμικής ελίτ της Τουρκίας που έφυγαν τρέχοντας από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας κατηγορήθηκαν ότι κερδοσκόπησαν με το χρέος κατά τη διάρκεια της κρίσης, γεγονός που έκανε τον Ερντογάν ακόμα πιο αποφασισμένο να διαγράψει χρέος, να περιορίσει τον πληθωρισμό και να δημιουργήσει μια νέα οικονομική ελίτ όταν ήρθε στην εξουσία το 2002.
Με το να δυσφημεί τα υψηλά επιτόκια στην επικρατούσα οικονομική άποψη ως προς το πώς να διαχειριστεί το πρόβλημα, ο Ερντογάν (λογικά ή όχι) προσπαθεί να προειδοποιήσει κατά μιας επανάληψης του παρελθόντος που θα μπορούσε να φέρει στην εξουσία τους παλαιούς εχθρούς του.
Η νέα «εσοδεία» των οικονομικών ελίτ που προσπάθησε τόσο σκληρά να φέρει στην εξουσία την τελευταία δεκαετία βρίσκεται πλέον στο στόχαστρο της έρευνας κατά της διαφθοράς που ξεκίνησαν οι πρώην σύμμαχοι του κόμματος του Τούρκου πρωθυπουργού, θέτοντας σε κίνδυνο τα τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς αλλά και την «κληρονομιά» του. Το κίνημα Γκιουλέν, του οποίου το ισχυρό δίκτυο στο υπουργείο Δικαιοσύνης, στις αστυνομικές δυνάμεις, στα ΜΜΕ και στην κυβέρνηση συνετέλεσε στην άνοδο στην εξουσία του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης, έχει βάλει στόχο να περιοριστεί η δύναμη του Ερντογάν στις επερχόμενες εκλογές.
Αυτό που φοβάται ακόμα περισσότερο ο ίδιος είναι ότι οι Γκιουλενιστές θα σχηματίσουν σιωπηρά συμμαχία με την παλαιά κοσμική ελίτ της Τουρκίας για να αποδυναμώσουν και να οδηγήσουν σε κατακερματισμό του κυβερνώντος κόμματος. Μπορεί η κεντρική τράπεζα να απομακρύνεται από τη γραμμή Ερντογάν για να επιδιώξει πιο συμβατική νομισματική πολιτική, ωστόσο αυτό που συμβαίνει είναι μια μάχη εξουσίας που θα ενταθεί τους επόμενους μήνες και ως εκ τούτου θα συνεχίσει να υπονομεύει την εμπιστοσύνη των επενδυτών προς την Τουρκία.