Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η Ελλάδα επιβεβαίωσε χθες, δια της συνήθους οδού των διπλωματικών πηγών, τη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη με τον Τούρκο ομόλογό του Χ. Φιντάν, στις 8 Νοεμβρίου, εδώ στην Αθήνα.
Αν και επίσημες ανακοινώσεις ως προς το περιεχόμενο της συγκεκριμένης συνάντησης δεν υπήρξαν, όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, αυτή θα αφορά κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να προχωρήσουν οι δύο χώρες σε ουσιαστική συζήτηση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Κάτι το οποίο -εκ των ων ουκ άνευ- προϋποθέτει την προηγούμενη διευθέτηση του ζητήματος της αιγιαλίτιδας ζώνης, της έκτασης δηλαδή των ελληνικών χωρικών υδάτων, τα οποία σήμερα στέκουν στα 6 ν.μ. στο Αιγαίο και στα 12 στο Ιόνιο. Διαφορετικά, η Ελλάδα θα οδεύσει σε ένα δυνητικά σαφώς δυσμενέστερο για την ίδια αποτέλεσμα, απεμπολώντας κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα.
Τμήμα της συζήτησης των δύο ανδρών, δηλαδή, θα αφορά ένα ζήτημα για το οποίο παραμένει σε πλήρη ισχύ το τουρκικό casus belli, όπως θύμισε πρόσφατα και άλλη στήλη του Euro2day.gr, βάσει του οποίου η Τουρκία θεωρεί ως αιτία πολέμου το ενδεχόμενο επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων έως τα 12 μίλια, παρά τα όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της Θάλασσας, που ρητώς ορίζουν ότι αφορά μονομερή άσκηση κυριαρχικού δικαιώματος.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, τα ερωτήματα σχετικά με την επικείμενη συνάντηση Γεραπετρίτη - Φιντάν δεν αφορούν μόνο κατά πόσον αυτή είναι δόκιμη, υπό το φως της συνεχιζόμενης τουρκικής απειλής εναντίον της χώρας μας ή βεβαίως του γεγονότος ότι το πανελλήνιο πληροφορείται συνήθως από τουρκικά χείλη τις επικείμενες συναντήσεις των δυο πλευρών, ωσάν η δική μας να φοβάται ανακοινώσεις του είδους, όσο κυριότερα, εάν η ελληνική και ενδεχομένως η τουρκική κοινή γνώμη μπορούν να «αντέξουν» το δυνητικό αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων.
Η Ελλάδα βαδίζει σε αυτή τη συζήτηση, σύμφωνα με δηλώσεις της γενικής διευθύντριας του ΕΛΙΑΜΕΠ Μαρίας Γαβουνέλη, στην ΕΡΤ, διεκδικώντας το μάξιμουμ αλλά -όπως σε κάθε διαπραγμάτευση, κατά την ίδια είναι προετοιμασμένη να κάνει και παραχωρήσεις, στο πλαίσιο ενός «quid pro quo» (δούναι και λαβείν). Η Τουρκία, εν προκειμένω, τι δίνει; Την άρση ενός καθ' όλα παράνομου casus belli;
Σε πρώτη ανάγνωση, δε, ηχούν λογικά όσα υποστηρίζει η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ. Η συγκεκριμένη διαπραγμάτευση, όμως, αφορά στην κυριαρχία (αιγιαλίτιδα ζώνη) και στα κυριαρχικά δικαιώματα (ΑΟΖ) της χώρας μας και δεν είναι σαφές ότι μπορεί να εξομοιωθεί με οποιαδήποτε άλλη τυχόν διαπραγμάτευση πραγματοποιούσαν οι όποιες πλευρές.
Πολύ περισσότερο, δε, που με το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης θα πρέπει να «ζήσει» η ελληνική κοινή γνώμη -την τουρκική ας την αφήσουμε για αργότερα στη συζήτηση- τόσο διαμέσου της κοινοβουλευτικής οδού όσο και ευρύτερα.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, πόσο επιτυχής μπορεί να αποδειχθεί μία συζήτηση, το αποτέλεσμα της οποίας θα γίνει τόσο δύσκολα αποδεκτό από την ελληνική κοινή γνώμη και ενδεχομένως οδηγήσει σε πολιτική αναταραχή; Αντίστοιχα, ποια η σκοπιμότητα ακόμη και διεξαγωγής της, παρά μόνο για την -κατά πάσα βεβαιότητα, πρόσκαιρη και πάντως επισφαλή- διατήρηση του ήρεμου κλίματος μεταξύ των δύο κρατών;
Ορισμένοι εκτιμούν ότι η συγκεκριμένη συζήτηση είναι αμιγώς προσχηματική, δεδομένου ότι όλες οι πλευρές γνωρίζουν τα όρια των «αντοχών» τους ενώπιον των εκατέρωθεν εθνικών κοινωνιών. Παρά ταύτα όμως και όπως όλα δείχνουν, η συγκεκριμένη συζήτηση θα γίνει. Έστω για να κερδηθεί χρόνος, έστω για να παραταθεί μία περίοδος ήρεμων νερών.
Όλα όμως κάποτε τελειώνουν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.