Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Παρά το δίχτυ προστασίας που εμφανίζεται να σχεδιάζει για υπερχρεωμένες χώρες όπως η δική μας η ΕΚΤ θέτει επισήμως τέλος αυτή την εβδομάδα στην πολιτική της νομισματικής τόνωσης.
Την Πέμπτη το απόγευμα, η επικεφαλής της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ αναμένεται να ανακοινώσει τον τερματισμό των μαζικών αγορών ομολόγων για την τόνωση της ρευστότητας στην Ευρωζώνη, πρακτική που έχει ούτως ή άλλως ήδη περιορίσει, σε σχέση με το παρελθόν.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να έχει πράξει διαφορετικά, όταν ο πληθωρισμός ήδη καλπάζει με 8,1% (Eurostat εκτίμηση μηνός Μαΐου) και η καταστατική επιταγή της ΕΚΤ είναι η νομισματική σταθερότητα και ο έλεγχος του πληθωρισμού στο 2%;
Αν και ο τερματισμός των μαζικών αγορών ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ αναμένεται ότι θα αντικατοπτριστεί στη ρευστότητα και την κυκλοφορία του χρήματος, περιορίζοντας έτσι τις πληθωριστικές τάσεις, οι λοιποί εξωγενείς παράγοντες που σχετίζονται με την εκτίναξη του πληθωρισμού στα παρόντα επίπεδά του, που για τη χώρα μας ήταν στο 10,2% τον Απρίλιο, κατά πάσα βεβαιότητα θα παραμείνουν. Ούτε η εφοδιαστική αλυσίδα θα αποκατασταθεί εν μία νυκτί, ούτε θα αποκλιμακωθούν οι ενεργειακές τιμές από τη μια στιγμή στην άλλη. Γιατί θα έπρεπε, άλλωστε;
Ακριβώς, δε, κατά τον ίδιο τρόπο, ακόμη κι αν αναχαιτιστεί η έντονα ανοδική πορεία του πληθωρισμού, οι μέχρι τούδε αυξήσεις τιμών θα παραμείνουν. Συγκράτηση του επιπέδου τιμών, δηλαδή, δεν συνεπάγεται και αυτόματη οπισθοχώρησή τους σε… χαμηλότερα επίπεδα. Τούτο θα μπορούσε να συμβεί εάν οδηγούμασταν σε κατάσταση αποπληθωρισμού ή εντέλει σε… ύφεση.
Με άλλα λόγια, τα νοικοκυριά θα συνεχίσουν να καταβάλλουν αυξημένο τίμημα για να γεμίσουν το καλάθι τους, δίχως μία προοπτική άμεσης επιστροφής σε προηγούμενα επίπεδα τιμών στα ράφια του ελληνικού λιανεμπορίου.
Αντίθετα, εξαρτώμενης της νομισματικής πολιτικής που θα προκρίνει τελικώς η ΕΚΤ και της σταδιακότητας των βημάτων με την οποία θα αυξήσει τα επιτόκια (βήματα των είκοσι πέντε μονάδων βάσης κάθε φορά ή και περισσότερο), τα νοικοκυριά, όπως βεβαίως και οι επιχειρήσεις, θα έχουν να αντιμετωπίσουν πλέον και την αύξηση του κόστους του χρήματος. Γεγονός το οποίο θα αντικατοπτριστεί φερειπείν στα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, με επιτόκιο αναφοράς είτε το βασικό επιτόκιο δανεισμού της ΕΚΤ είτε το Euribor, τα οποία σήμερα διαμορφώνονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Με άλλα λόγια, η πίεση θα είναι πλέον διπλή. Τόσο από το αυξημένο κόστος ζωής όσο και από το αυξανόμενο κόστος του χρήματος. Γεγονός το οποίο αναμένεται να έχει ποικιλόμορφες επιπτώσεις στη συμπεριφορά των νοικοκυριών ή εντέλει των πλέον αδύναμων αλλά και των λεγόμενων «μεσαίων» νοικοκυριών. Οικονομικά, κοινωνικά και -κατά πάσα βεβαιότητα- πολιτικά.
Όλα αυτά, όμως, αποτελούν μέρος μίας άλλης συζήτησης, η οποία δεν είναι του παρόντος. Αυτό με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι σήμερα αφορά στη ραγδαία -και σαφώς πρωτόγνωρη για την τελευταία 15ετία- άνοδο του πληθωρισμού και αντιστοίχως, στην επικείμενη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ σε περιοριστική.
Οι ισορροπίες που θα τηρηθούν κατά αυτή τη διαδικασία θα είναι, βεβαίως, απολύτως κρίσιμες, με τον κίνδυνο τυχόν υπερβολικές επιτοκιακές αυξήσεις -και αυτό μπορεί να κριθεί μόνον εκ των υστέρων- να οδηγήσουν την οικονομία της Ευρωζώνης σε ύφεση. Περισσότερα, όμως, επ’ αυτού -είναι βέβαιον- την Πέμπτη το απόγευμα από την Κριστίν Λαγκάρντ.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.