Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Την τελευταία χρονιά πριν την πανδημία, ο τουριστικός κλάδος συνεισέφερε, σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), ποσοστό 20,8% του ελληνικού ΑΕΠ και αφορούσε ποσοστό 21,7% της συνολικής απασχόλησης, ήτοι 946.200 εργαζομένους.
Με άλλα λόγια, δικαίωνε τον ρόλο του ως βαριάς βιομηχανίας της χώρας αλλά και ως στηρίγματος του προϋπολογισμού.
Σήμερα, σύμφωνα με τον Ανδρέα Ανδρεάδη, πρόεδρο του ΣΕΤΕ από το 2011 έως το 2017 και διευθύνοντα σύμβουλο του Ομίλου Sani/Ikos, υφίσταται ένα έλλειμμα προσφοράς εργασίας στον τουριστικό κλάδο και περίπου 50.000 θέσεις εργασίας παραμένουν κενές, κυρίως στον επισιτισμό. Ως αποτέλεσμα δε αυτού του ελλείμματος, κατά τον κ. Ανδρεάδη, “απαιτούνται λύσεις τώρα, (καθώς) ο ποιοτικός τουρισμός μας κινδυνεύει!».
Ο κ. Ανδρεάδης εξέφρασε αυτές τις απόψεις δημοσίως, σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, και προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, με κύριο επιχείρημα ότι εάν οι μισθολογικές αποδοχές ήταν ελκυστικότερες και οι συνθήκες εργασίας προσήκουσες, αυτό το έλλειμμα προσφοράς εργασίας, κατά πάσα βεβαιότητα, δεν θα υπήρχε.
Επιχείρημα που ο ίδιος επιχείρησε να υπερβεί, λέγοντας ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο μισθολογικό, καθώς απαιτείται ένα μακρύ χρονικό διάστημα εκπαίδευσης και προϋπηρεσίας για την κάλυψη, κατά τρόπο ικανοποιητικό, μία θέσης απασχόλησης π.χ. μαγείρου.
Σε άλλο διαδικτυακό «σημείωμά» του, δε, υποστήριξε ότι οι επισημάνσεις του δεν αφορούσαν τον «όμιλο Sani/Ikos, όπου και οι 4.000 θέσεις απασχόλησης είναι υπερκαλυμμένες, αλλά το πώς το μικρό εστιατόριο ή ξενοδοχείο θα ανοίξει προσφέροντας ποιοτικές υπηρεσίες». Υπέβαλε, δε, το ερώτημα: «Μπορείτε να βρείτε σήμερα στη χώρα έναν άνεργο σε επισιτισμό ανεξαρτήτως αμοιβής;».
Όποια ωστόσο κι αν είναι η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα και ανεξαρτήτως των συνθηκών που επικρατούν σε κορυφαίες ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας, οφείλουμε να αναρωτηθούμε και για το έτερο σκέλος της εξίσωσης: τις συνθήκες εργασίας, ευρύτερα στον κλάδο.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ένας σημαντικός αριθμός τουριστικών, ξενοδοχειακών, επισιτιστικών ή άλλων επιχειρήσεων του τομέα καταβάλλει τις οριζόμενες από τις συμβάσεις εργασίας αποδοχές, ουδεμία αμφιβολία υφίσταται ούτε ως προς τη μαύρη εργασία που υπάρχει στον συγκεκριμένο κλάδο, ούτε για τα εξοντωτικά ωράρια εργασίας, ούτε βεβαίως για την αξιοποίηση αλλοδαπού προσωπικού παρανόμως.
Έτσι λοιπόν, όταν παρατηρείται ένα έλλειμμα προσφοράς εργασίας και όταν διαπιστώνεται αδυναμία κάλυψής του εξαιτίας και των χρονικών απαιτήσεων εκπαίδευσης και προϋπηρεσίας, οφείλουμε να αναρωτηθούμε ως προς τα αίτια της δημιουργίας αυτού του ελλείμματος.
Όταν η «μαύρη εργασία» στον τουρισμό ήταν κανόνας επί σειρά ετών και όταν το καθημερινό ωράριο εργασίας αφορούσε 7 στις 7 ημέρες της εβδομάδας και άγγιζε τα όρια της εξουθένωσης, ίσως δεν θα όφειλαν να υφίστανται απορίες ως προς την απουσία ελκυστικότητας του τουριστικού επαγγέλματος. Στην ποντοπόρο ναυτιλία, όπου οι συνθήκες μπορούν να αποδειχθούν επίσης εξαντλητικές και όπου η ανάγκη εκπαίδευσης είναι κατά πάσα βεβαιότητα εφάμιλλη ή και μεγαλύτερη, υπάρχει έλλειμμα προσφοράς εργασίας, υπό το φως των αποδοχών που προσφέρονται;
Έτσι, λοιπόν, όταν μία κατάσταση όπως αυτή που επικρατεί ακόμη και σήμερα στον τουρισμό αφήνεται να «ωριμάσει» επί σειρά ετών και να δημιουργήσει εντυπώσεις και πεποιθήσεις σε όσους αναζητούν εργασία, ας μη διερωτώμεθα ως την απουσία προσφοράς εργασίας.
Εάν σημαντική μερίδα των επιχειρηματιών του τουριστικού κλάδου επιθυμούν να «βγάλουν» από ένα δίμηνο λειτουργίας, τα έξοδα της χρονιάς, γιατί δεν θα έπρεπε και οι εργαζόμενοι να διεκδικούν καλύτερες αποδοχές ή τουλάχιστον πιο ανθρώπινες συνθήκες εργασίας;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.