Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Πριν από περίπου δύο χρόνια, στα τέλη Ιανουαρίου του 2020, η παρούσα κυβέρνηση προχώρησε στην αλλαγή του εκλογικού νόμου, επαναφέροντας μία εκδοχή ενισχυμένης αναλογικής.
Πρόκειται για ένα νόμο ο οποίος δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί στην κάλπη, κάτι που αναμένεται να γίνει όταν και όποτε στηθούν, εντός των συνταγματικών προθεσμιών, για δεύτερη φορά οι κάλπες των εθνικών κοινοβουλευτικών εκλογών στη χώρα μας. Με άλλα λόγια, στις επαναληπτικές εκλογές που εκτιμάται ότι θα ακολουθήσουν την αρχική εκλογική αναμέτρηση, η οποία θα διεξαχθεί με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, που κληροδότησε στη χώρα η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Και τούτο, όπως έχει επανειλημμένως δηλώσει ο πρωθυπουργός της χώρας Κυριάκος Μητσοτάκης, σε περίπτωση που δεν εξασφαλίσει αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία, κατά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση.
Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες οι οποίες επιμένουν, παρά τη διάψευσή τους, η κυβέρνηση προσανατολίζεται να τροποποιήσει εκ νέου τον εκλογικό νόμο, προσφέροντας ένα «έξτρα μπόνους» 10 εδρών στο πρώτο κόμμα, σε περίπτωση που αυτό έχει μεγάλη διαφορά από το δεύτερο.
Ένα είδος επιπρόσθετης ενίσχυσης, δηλαδή, ενός εκλογικού συστήματος ενισχυμένης αναλογικής, επαναφέροντας έτσι το δυνητικό «μπόνους» του πρώτου κόμματος σε επίπεδα πλησίον εκείνων που προσέφερε ο νόμος Παυλόπουλου (50 έδρες).
Η κυβέρνηση πράττει άριστα όταν διαψεύδει τις συγκεκριμένες προθέσεις που της αποδίδονται.
Τυχόν νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου, με επιπρόσθετη προικοδότηση του πρώτου κόμματος με αριθμό επιπλέον εδρών, ενώ ο εκλογικός νόμος που έχει ήδη θεσπίσει η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει δοκιμαστεί στην πράξη, θα συνιστούσε σαφές δείγμα απουσίας σεβασμού στους θεσμούς της χώρας. Όχι μόνο θα καταδείκνυε πρόθεση χειρισμού των πολιτικών και κοινοβουλευτικών πραγμάτων μέσω μίας νέας αλλαγής του εκλογικού νόμου ενώ η χώρα βρίσκεται ήδη στην τελική ευθεία για τις εκλογές, αλλά θα έφερνε στην επιφάνεια και μία προφανή ηττοπάθεια εκ μέρους του κυβερνώντος κόμματος. Τέλος, θα προσέφερε εύφορο έδαφος στην αντιπολίτευση να κραυγάσει «ανφέαρ» ή «φάουλ» ή ό,τι άλλο επιθυμεί κατά της κυβέρνησης και -προφανώς- να έχει δίκιο επί του προκειμένου.
Κυριότερα, όμως, εάν όντως η κυβέρνηση προχωρούσε σε μία νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου, θα απηύθυνε ένα σαφές μήνυμα προς το εκλογικό σώμα, ότι οι θεσμοί της χώρας στέκουν καλώς μόνον όταν εξυπηρετούν τις όποιες σκοπιμότητες του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος και ότι το λοιπό διάστημα παραμένουν αντικείμενο «παιγνίων».
Δίχως αμφιβολία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετώπισε -και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει- πρωτοφανείς κρίσεις στη διάρκεια της πορείας της.
Από την υβριδική «επίθεση» στον Έβρο με την εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών εκ μέρους της Τουρκίας, έως την πανδημία και τις επιπτώσεις της, τα ελληνοτουρκικά, τις πυρκαγιές, την ενεργειακή κρίση και όσα επισύρει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η παρούσα κυβέρνηση έδωσε σαφές δείγμα γραφής προς το εκλογικό σώμα. Τυχόν νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου μόνον ως αδυναμία εκ μέρους της μπορεί να χαρακτηριστεί και να προσφέρει την ευκαιρία στους πολιτικούς της αντιπάλους να αναφωνήσουν, ενδεχομένως, έως και την ιαχή «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα»!
Υπ’ αυτό το πρίσμα και ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος το οποίο θα επιλεγεί τελικώς για τη διενέργεια των -κατά πάσα βεβαιότητα διπλών- κοινοβουλευτικών εκλογών, η παρούσα κυβέρνηση και μαζί της η χώρα οφείλουν να πορευτούν «όπως έστρωσαν».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.