Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
«Κομίζει γλαύκα εις Αθήνας» ο φίλτατος Τόμας Βίζερ, απελθών επικεφαλής του EuroWorking Group, όταν αποδέχεται μετά από τόσα χρόνια, ότι το 2009 τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης υποτίμησαν το ελληνικό πρόβλημα και δεν προχώρησαν σε ένα γενναίο «κούρεμα» του χρέους.
Η παραδοχή του αυτή ωστόσο, προς τους Financial Times, την οποία αιτιολογεί λέγοντας ότι τυχόν «κούρεμα» του ελληνικού χρέους -που βρισκόταν στα χέρια ιδιωτών- θα είχε «κατακλυσμιαίες επιπτώσεις, όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά για την παγκόσμια τραπεζική», δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό όσους υποστήριζαν τότε ότι η «διάσωση» της Ελλάδας αφορούσε κυρίως το ευρωπαϊκό πιστωτικό σύστημα και δευτερευόντως τη χώρα μας.
Πρόκειται για ένα πνεύμα το οποίο χαρακτήρισε -δικαίως ή αδίκως- την προσέγγιση των Ευρωπαίων εταίρων και δανειστών μας, καθ’ όλη τη διάρκεια των μνημονιακών ετών.
Από το πρώτο -σαφώς τιμωρητικού χαρακτήρα- μνημόνιο του 2010, έως το PSI του 2012 και το δεύτερο μνημόνιο ή στη συνέχεια το τρέχον -τρίτο κατά σειρά-, η ευρωπαϊκή πλευρά απέρριπτε κατηγορηματικά ακόμη και το άκουσμα της λέξης «κούρεμα» χρέους για την Ελλάδα.
Αντίθετα, η έμφαση εκ μέρους της αφορούσε στην ολοσχερή αποπληρωμή αυτού χρέους -πλέον κυρίως σε κρατικά και «θεσμικά» χέρια-, ακόμη και υπό τους όρους σταδιακής «ελάφρυνσής» του, που έχει θέσει το Eurogroup.
Γεγονός το οποίο αντικατοπτρίζεται χαρακτηριστικά στην υποχρέωση της Ελλάδας να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% επί του ΑΕΠ ετησίως, από εφέτος έως και το 2022.
Πρόκειται για ένα πνεύμα στο οποίο έχει αντιταχθεί συστηματικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο ακόμη και σήμερα αρνείται να ενεργοποιήσει το πρόγραμμά του για την Ελλάδα, εάν δεν υπάρξει προηγουμένως -αποδεδειγμένα- η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους.
«Ακόμη, κι αν μπορούσατε, δεν θα έπρεπε» να εμφανίζετε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% ετησίως, είναι η θέση του ΔΝΤ, υπό το φως των εμποδίων που θέτει αυτή η υποχρέωση στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας.
Το ίδιο ακριβώς πρεσβεύει και ο φίλτατος κ. Στουρνάρας, Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, ο οποίος επανειλημμένως έχει κάνει λόγο για την ανάγκη αναθεώρησης αυτού του στόχου σε χαμηλότερα επίπεδα, όσο και το σύνολο των μελετών που έχουν δει το φως της δημοσιότητας επί του θέματος, με πλέον πρόσφατη αυτή της «διαΝέοσις», υπό τον τίτλο «Επανεκκίνηση της Ελληνικής Οικονομίας», που δημοσιεύτηκε μόλις χθες.
Δίχως να υποτιμάται ούτε προς στιγμή η εύλογη επιφυλακτικότητα με την οποία οι Ευρωπαίοι προσέγγιζαν το ζήτημα της ουσιαστικής απομείωσης του ελληνικού χρέους, υπό το φως του ελλείμματος αξιοπιστίας που χαρακτήρισε σειρά ελληνικών κυβερνήσεων, γεγονός παραμένει ότι το κυριότερο εμπόδιο στην ανάκαμψη της οικονομίας είναι το χρέος και οι παρόντες όροι εξυπηρέτησής του.
Πολύ περισσότερο, δε, όταν το κυριότερο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση πρωτογενών πλεονασμάτων αυτού του μεγέθους, η υπερφορολόγηση, «αξιοποιείται» και για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων πελατειακού χαρακτήρα, τόσο από την παρούσα κυβέρνηση, όσο και από προηγούμενες.
Υπό το πρίσμα αυτό, εάν έχει κάποια αξία η παραπάνω παραδοχή του φίλτατου κ. Βίζερ, τούτη αφορά κυρίως στο πνεύμα με το οποίο οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θα προσεγγίσουν τις επικείμενες -τεχνικού χαρακτήρα- συζητήσεις αναφορικά με το ελληνικό χρέος.
Ακόμη και υπό το φως των γαλλικών προτάσεων, περί σύνδεσης του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με το επίπεδο αποπληρωμής του χρέους, είναι ιδιαιτέρως ασαφές εάν θα υπάρξει μία ουσιαστική ευκαιρία, ώστε η Ελλάδα να σταθεί ξανά στα πόδια της, στο εγγύς μέλλον.
Μακροπρόθεσμα, δε, όπως είχε πει κάποτε και μία ψυχή, «θα είμαστε όλοι νεκροί».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.