Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η χώρα, όντως, βρίσκεται «μία ανάσα από το τέλος του προγράμματος και το οριστικό τέλος των μνημονίων», όπως μας είπε χθες από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας.
Ούτως ή άλλως, το μνημόνιο που συνήψε η Ελλάδα με τους εταίρους και δανειστές της εκπνέει στις 20.08.2018 και ουδείς εξ όσων μας δάνεισαν εμφανίζεται διατεθειμένος να προχωρήσει σε ακόμη ένα, τέταρτο κατά σειρά, μνημόνιο με τη χώρα μας, ακόμη κι αν αυτή το επεδίωκε ή στην απευκταία περίπτωση που το είχε ανάγκη.
Πολλώ δε μάλλον, που, δια στόματος πρωθυπουργού, το απεύχεται και οικοδομεί ένα αφήγημα είτε περί «καθαρής εξόδου», το οποίο έχει ήδη ατονήσει, είτε περί «αυτοδύναμης εξόδου», που είναι το τρέχον.
Όποια, όμως, κι αν είναι η επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης της εξόδου της χώρας μας από τον οκταετή μνημονιακό της βίο, δύο είναι οι σταθερές της τρέχουσας περιόδου.
Πρώτον, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπήρξε η πλέον παραγωγική σε ό,τι αφορά στην εφαρμογή όσων συμφώνησε με τους εταίρους και δανειστές οποιαδήποτε μνημονιακή κυβέρνηση του τόπου, όπως μας επιβεβαίωσε πρόσφατα και ο απερχόμενος επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ και δεύτερον, ότι το στοίχημα της μεταμνημονιακής περιόδου θα κριθεί από όσα θα γίνουν τότε, δηλαδή μετά το τυπικό πέρας του μνημονίου.
Εάν, δηλαδή, η χώρα θα μπορέσει να συνεχίσει στον ενάρετο δρόμο της δημοσιονομικής ευταξίας και της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, που κυρίως η τρέχουσα αλλά και ορισμένες εκ των προηγουμένων μνημονιακών κυβερνήσεων βάδισαν, ή εάν θα οπισθοχωρήσει από αυτά τα βήματα προόδου.
Διότι εάν η ανεργία εμφανίζει αποκλιμάκωση περίπου επτά ποσοστιαίων μονάδων την τελευταία τριετία (ακόμη κι αν αυτές αφορούν κυρίως θέσεις ημιαπασχόλησης), εάν η ανάπτυξη έχει επιστρέψει -παίρνοντας τη θέση της ύφεσης- με ένα δειλό και πολλαπλώς αναθεωρημένο 1,7% για το 2017 και εάν οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων κυμαίνονται σταθερά κάτω από 4% (3,872% χθες), τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η παρούσα κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι εταίρων και δανειστών.
Αποκατέστησε, δηλαδή, ένα τμήμα της χαμένης αξιοπιστίας της χώρας και της εμπιστοσύνης του διεθνούς επενδυτικού κοινού προς αυτήν.
Πλέον, από το επόμενο καλοκαίρι, η χώρα θα βαδίσει σε μεγάλο βαθμό «ανεξάρτητα», χαράσσοντας τη δική της δημοσιονομική πολιτική (στο πλαίσιο βεβαίως της δέσμευσης για ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για το μεσοπρόθεσμο διάστημα) και μετέπειτα (στον βαθμό που δεν θα παρεκκλίνει από τη γενικότερη κοινοτική εποπτεία ως κράτος μέλος της ευρωζώνης αλλά και της επιπρόσθετης τοιαύτης, που θα ισχύει έως την αποπληρωμή του 75% των δανείων της).
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, το στοίχημα της χώρας θα κριθεί από την ικανότητά της να προσελκύσει επενδύσεις και να καταστεί ανταγωνιστική διεθνώς. Σύμφωνα με άλλους, το στοίχημα αυτό θα κριθεί όχι μόνον από την ουσία -στην οποία αναφέρεται ο ΣΕΒ- αλλά και από το αφήγημα που θα τη συνοδεύσει.
Διότι η περίπτωση της διακυβέρνησης της χώρας από «μία κυβέρνηση με αριστερό πρόσημο» κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, κατέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας την ορθότητα όσων υποστήριζαν ότι «τα πιο επώδυνα μέτρα, αριστερές κυβερνήσεις τα περνούν».
Και τούτο, διότι μία κυβέρνηση του είδους αυτού φέρει διευρυμένο το άλλοθι της λαϊκής στήριξης -με αποτέλεσμα, μία ισχυρότερη κοινωνική ανοχή-, μολονότι εξ ορισμού όλες από εκλεγμένα κοινοβούλια προέρχονται…
Εάν θέλουμε, λοιπόν, όντως η χώρα να συνεχίσει να βαδίζει στον δρόμο της στήριξης της υγιούς επιχειρηματικότητας και των διαρθρωτικών αλλαγών, το ζητούμενο δεν είναι μόνον ένα βιώσιμο και αποτελεσματικό σχέδιο εξόδου από την κρίση αλλά η εξασφάλιση μίας κοινωνίας που να συμμερίζεται αυτό το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα.
Το ποιος είναι καλύτερος στη δουλειά αυτή, δε, μόνον η ιστορία μπορεί να δείξει.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.