Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η έναρξη, μόλις προχθές, Κυριακή, διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, στο Βερολίνο, ελπίζεται ότι θα οδηγήσει στην αναβίωση του «μεγάλου συνασπισμού» και στη συγκρότηση κυβέρνησης στη Γερμανία, 3,5 μήνες μετά τη διενέργεια των τελευταίων εθνικών εκλογών σε αυτή τη χώρα.
Αν και ο σχηματισμός κυβέρνησης δεν μπορεί να προεξοφληθεί, η ύπαρξη μίας μακράς περιόδου διαβούλευσης ή εντέλει απουσίας σχηματισμού κυβέρνησης σε ένα ευρωπαϊκό κράτος, όπως η Γερμανία, δεν ξενίζει.
Για την ακρίβεια, αποτελεί τον κανόνα παρά την εξαίρεση, ιδίως σε μία χώρα με παράδοση σχηματισμού κυβερνήσεων συνασπισμού, στα ηνία των οποίων εναλλάσσονταν κατά το παρελθόν, οι Χριστιανοδημοκράτες, οι Σοσιαλδημοκράτες ή οι Φιλελεύθεροι.
Μολονότι τα «πρωτεία» στο συγκεκριμένο «σπορ» εξακολουθεί να κρατά το Βέλγιο, όπου κατά το παρελθόν απαιτήθηκαν έως και περίπου δύο χρόνια διαβουλεύσεων (589 ημέρες) μέχρι τον σχηματισμό κυβέρνησης, αντίστοιχες πολύμηνες διαδικασίες δεν είναι σπάνιες στην Γηραιά Ήπειρο.
Και τούτο, κυρίως, ελέω της κυριαρχίας κάποιου είδους «απλής αναλογικής», η οποία αν και διαφέρει από κράτος σε κράτος, κατά κανόνα οδηγεί στον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας, με πλέον πρόσφατη την περίπτωση της Ολλανδίας, όπου απαιτήθηκαν σχεδόν επτά μήνες για αυτόν τον σκοπό ή εκείνην της Ιταλίας, η οποία αποτελεί ενδεχομένως και το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα βραχύβιων κυβερνήσεων αλλά και εμμονής στο συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα.
Παντού, ωστόσο, ανά την Ευρώπη, στη διάρκεια των περιόδων διαβούλευσης του πολιτικού προσωπικού, το κράτος λειτουργεί και μάλιστα όχι σε καθεστώς «στοιχειώδες» αλλά στην πλήρη έκταση και μορφή του, με την καθημερινότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων να μη διαταράσσεται ουσιωδώς.
Ο λόγος για το γεγονός αυτό, πέραν της πολιτικής κουλτούρας που διακρίνει την πλειονότητα αυτών των ευρωπαϊκών κρατών, είναι η ισχύς των θεσμών.
Στην Ελλάδα, όπου για μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού αλλά και του εκλογικού σώματος η απλή αναλογική ισοδυναμεί με ανάθεμα, η αποτελεσματικότητα του κράτους αλλά και η ισχύς των θεσμών τελούν συχνά υπό αμφισβήτηση.
Ακριβέστερα, κύριο γνώρισμα της μεταπολιτευτικής περιόδου υπήρξε η σταδιακή «ενίσχυση» του εκλογικού συστήματος και του αριθμού των εδρών με τις οποίες «προικοδοτείται» το πρώτο κόμμα, ώστε να αποφευχθεί μία μακρά χρονική περίοδος έως ότου εξασφαλισθεί ο σχηματισμός κυβέρνησης.
Κύρια ανησυχία, δε, για το φαινόμενο αυτό είναι το ενδεχόμενο να περιπέσει ο τόπος σε κατάσταση ακυβερνησίας ή να αναδειχθεί μία κυβέρνηση οριακής πλειοψηφίας και άρα κοινοβουλευτικής ισχύος.
Πρόκειται, δίχως άλλο, για γνώρισμα αδυναμίας παρά δύναμης.
Πρόκειται, για την ακρίβεια, για μία κατάσταση η οποία εξέθρεψε -μεταξύ άλλων- και το πελατειακό κράτος, που τόση ευθύνη φέρει για τη σημερινή κατάντια της χώρας μας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα και υπό το φως της τελευταίας αλλαγής του εκλογικού νόμου επί το «αναλογικότερον», ο τόπος μας οφείλει -εντέλει- να καταλήξει κατά πόσον όντως επιθυμεί να ακολουθήσει την ευρωπαϊκή πεπατημένη, διατηρώντας, αφενός αλώβητη την ισχύ και την ανεξαρτησία των θεσμών του και αφετέρου εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα για την κρατική μηχανή του.
Ίσως, τότε, να αρθούν ερωτήματα που απασχόλησαν εσχάτως τον πολιτικό διάλογο, περί εξασφάλισης της διακυβέρνησης αλλά όχι της εξουσίας, τα οποία -εντέλει- αφορούν τον τρόπο με τον οποίο δομήθηκε η Ελλάδα κατά τη Μεταπολίτευση, βάσει ενός δικομματικού και κυρίως πελατειακού προτύπου.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.