Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η αντιπαράθεση στην οποία εισήλθαν χθες η κυβέρνηση και ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας, επ’ αφορμή της πρότασης του κ. Γ. Στουρνάρα για την εξασφάλιση μίας προληπτικής χρηματοδοτικής γραμμής από τους εταίρους και δανειστές μας, για την «επόμενη ημέρα» του μνημονίου, είναι -εν ολίγοις- άκαιρη και βεβαίως αχρείαστη.
Και τούτο, διότι η υπόθεση της επιστροφής της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κρίνεται -αμιγώς- βάσει όρων αξιοπιστίας καθώς και από το πλαίσιο κανόνων που διέπει τη διαχείριση των απανταχού κεφαλαίων.
Διεθνώς, δε, η αξιοπιστία μίας χώρας, σε όρους πιστοληπτικής ικανότητας, κρίνεται πρώτον, στη βάση της αξιολόγησης που λαμβάνει η οικονομία της από τους διεθνείς οίκους, οι οποίοι ασχολούνται με το συγκεκριμένο… σπορ και δεύτερον, από το επίπεδο των αποδόσεων των ομολόγων που εκδίδει, αν και αυτά τα δύο μεγέθη δεν συμβαδίζουν πάντα.
Υπό το πρίσμα αυτό, λοιπόν, και ενόσω παραμένει εκκρεμής η συζήτηση που μέλλει να αρχίσει με το κλείσιμο της Γ’ αξιολόγησης, σχετικά με τους όρους της περαιτέρω ελάφρυνσης την οποία είναι διατεθειμένοι να παράσχουν οι εταίροι και δανειστές μας στο δημόσιο χρέος, είναι -ενδεχομένως χρήσιμο- πλην πρώιμο, να ανοίγει μία συζήτηση σχετικά με την ύπαρξη ή μη μίας πιστοληπτικής γραμμής, του είδους που προτείνει ο φίλτατος Στουρνάρας.
Αντίθετα, είναι απολύτως απαραίτητο στο πλαίσιο της διατήρησης της δυνατότητας δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Όπως στέκουν σήμερα τα πράγματα, η Ελλάδα απέχει ακόμη έξι βαθμίδες στην κλίμακα αξιολόγησης της οικονομίας της από την απόκτηση επενδυτικής διαβάθμισης για τα ομόλογα που εκδίδει.
Εάν δεν καλύψει την απόσταση αυτή εντός του επόμενου οκταμήνου, το οποίο απομένει για την εκπνοή του τρέχοντος μνημονίου, πρώτον, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα πληρούν τα κριτήρια της ΕΚΤ για την εξασφάλιση ρευστότητας έναντι ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που κατέχουν στα χαρτοφυλάκιά τους και «ενεχυριάζουν» στην ΕΚΤ -την οποία λαμβάνουν σήμερα διότι είμαστε σε «πρόγραμμα» (λέγε με μνημόνιο)- και δεύτερον, ορισμένοι θεσμικοί επενδυτές θα έχουν ιδιαίτερα μικρές δυνατότητες κεφαλαιακών τοποθετήσεων στα ελληνικά «χαρτιά», εξαιτίας των καταστατικών περιορισμών που τους θέτει το πλαίσιο των κανόνων λειτουργίας τους.
Αντίθετα, τα ελληνικά ομόλογα θα είναι ιδιαιτέρως δημοφιλή -όπως διαφαίνεται εσχάτως- στα περίφημα hedge funds και σε άλλα βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα κεφάλαια, τα οποία δεν έχουν αυτούς τους επενδυτικούς περιορισμούς, αλλά διαθέτουν συνάμα και «άλλη» επενδυτική συμπεριφορά.
Κυριότερα, όμως, η όλη συζήτηση που άνοιξε χθες σχετικά με την ανάγκη ή μη της ύπαρξης μίας πιστοληπτικής γραμμής αφορά το πεδίο της πίστης προς την ελληνική οικονομία και τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας.
Αυτό το οποίο -βασίμως- υποστηρίζει ο κ. Στουρνάρας είναι ότι ενόσω η χώρα τελεί σε «πρόγραμμα» (λέγε με μνημόνιο) είναι περισσότερο αξιόπιστη στα μάτια του διεθνούς επενδυτικού κοινού, διότι θα βρίσκεται υπό την αυξημένη εποπτεία των εταίρων και δανειστών της.
Δίχως να εισέλθουμε στη φιλολογία περί «απλής» ή «ενισχυμένης» εποπτείας, όπως αυτή προβλέπεται από τους Κανονισμούς της ΕΕ ή εάν αυτή θα ενεργοποιηθεί μόνον εφόσον γίνει χρήση της «πιστοληπτικής γραμμής», αρκεί να θυμίσουμε δύο τινά: πρώτον, ότι η χώρα μας θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας μέχρι την αποπληρωμή ποσοστού 75% των δανείων που έχει λάβει από τους εταίρους της και τους σχετικούς ευρωπαϊκούς μηχανισμούς και δεύτερον, ότι αυτή η υπόθεση αφορά κυρίως εμάς, δηλαδή την ελληνική κυβέρνηση.
Στην Ελλάδα εναπόκειται να εμπνεύσει πνεύμα εμπιστοσύνης προς το διεθνές επενδυτικό κοινό σε ό,τι αφορά στη δημοσιονομική και ευρύτερα οικονομική της πορεία.
Εάν η υπόθεση της δημοσιονομικής διαχείρισης ξεφύγει από τα πολιτικού χαρακτήρα κριτήρια που ενίοτε τη χαρακτηρίζουν (λέγε με παροχές και προσλήψεις) και παραμείνει στην οδό της συνετής πορείας την οποία ακολουθεί επί μνημονιακών χρόνων, ανταποκρινόμενη στους στόχους περί πρωτογενών πλεονασμάτων, σαφώς θα συνεχιστεί η διαδικασία ανάκτησης της εμπιστοσύνης των απανταχού επενδυτών.
Αντίστοιχα, εάν η χώρα επιμείνει στην ενάρετη οδό των μεταρρυθμίσεων και βάλει την οικονομία της σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης, επίσης θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη προς αυτήν.
Έτσι, χρήσιμη η κουβέντα περί «προληπτικής πιστωτικής γραμμής» -αν και όχι σε όρους πολιτικής, οι οποίοι ευλόγως δεν «βολεύουν» την κυβέρνηση-, αλλά απαιτούνται άλλα πριν φθάσουμε σε αυτήν.
Σαφώς, σημαντικότερα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.