Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η ρητορική που αναπτύσσει μετ’ επιτάσεως ο ΣΕΒ αναφορικά με την ανάγκη προάσπισης των μεταρρυθμίσεων οι οποίες υπήρξαν στις εργασιακές σχέσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, ευλόγως, είναι βάσιμη.
Εάν η οικονομική επιβίωση μίας χώρας εξαρτάται και από την ικανότητά της να παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, τότε η Ελλάδα οφείλει να διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα που ανέκτησε σε ό,τι αφορά στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, κατά τα τελευταία χρόνια.
Για την ακρίβεια, η όποια αξία των εργασιακών μεταρρυθμίσεων που συντελέστηκαν στη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου μπορεί, ενδεχομένως, να εντοπιστεί και από την απάντηση που θα δώσουμε στο εξής ερώτημα: Εάν δεν είχαν γίνει αυτές οι αλλαγές, θα είχαμε αποκλιμάκωση της ανεργίας από το επίπεδο του 27,9%, τον Ιούλιο του 2013, στο 21% τέσσερα χρόνια αργότερα;
Δηλαδή, θα είχαν γίνει προσλήψεις μόνιμων υπαλλήλων, με πλήρη δικαιώματα και επιδόματα αδειών κλπ., αντίστοιχες σε αριθμό με όσες έγιναν με ελαστικούς όρους εργασίας (4ωρα κ.λπ.) ή θα είχαμε εξακολουθητικά υψηλή ανεργία και συνάμα μαύρη εργασία;
Πέραν της εύλογης ανάγκης για την προάσπιση αυτής της νεοαποκτηθείσας ανταγωνιστικότητας, όμως, καθώς και εκείνης που αφορά στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, η οποία ακόμη παραμένει δίκην ευχολογίου στη χώρα μας, η ελληνική επιχειρηματικότητα οφείλει να προσμετρήσει και ορισμένα άλλα τινά.
Για παράδειγμα, οφείλει να συμπεριλάβει στην όλη συζήτηση περί παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, το γεγονός ότι αυτή αφορά και το επίπεδο των επενδύσεων που είναι διατεθειμένη να κάνει, όπως και το είδος των επενδύσεων αυτών, δεδομένης της άμεσης διασύνδεσης της τεχνολογίας και της καινοτομίας -ή της απουσίας της- από το επίπεδο παραγωγικότητας που εμφανίζει η κάθε οικονομία.
Όπως αντίστοιχα, οφείλει να συμπεριλάβει και την ανάγκη αποφυγής αμαρτωλών πρακτικών του παρελθόντος, όπως οι υπέρμετρες επιστροφές μερισμάτων, μολονότι συνέτρεχαν λόγοι επανεπένδυσης κερδών, αλλά και η εξασφάλιση… θαλασσοδανείων, τα οποία αν και ελήφθησαν με πρόφαση τις επενδύσεις, διοχετεύτηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς του εξωτερικού…
Ας μην είμαστε αφοριστικοί, ωστόσο.
Η τρέχουσα διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους της τρόικας αναφορικά με τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων της περιόδου 2010-2012 στις εργασιακές σχέσεις, καθώς και το ενδεχόμενο «χαλάρωσης» των μεταρρυθμίσεων αυτών μετά την τυπική λήξη του μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018, ορθώς αποτελεί πηγή ανησυχίας για τον ΣΕΒ.
Οι εργασιακές σχέσεις και η υποτιθέμενη «προάσπισή» τους αποτελούν -δυνητικά- ένα λαμπρό πεδίο δόξας για μία κυβέρνηση η οποία υποστηρίζει ότι διατηρεί «αριστερό» πρόσημο.
Συνιστά, ωστόσο, και ένα πέπλο υπό το οποίο κρύβονται επιμελώς ολισθήματα της επιχειρηματικής κοινότητας, τα οποία, κατά πάσα βεβαιότητα, φέρουν ικανό μερίδιο ευθύνης για την απαξία στην οποία περιήλθε ο κλάδος της μεταποίησης στη χώρα μας στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.
Ο μίτος της υπόθεσης αυτής -και πάλι ευλόγως- περνά από το υψηλό και συχνά μεταβαλλόμενο φορολογικό καθεστώς, τις κάθε είδους στρεβλώσεις που εμφανίζει η ελληνική οικονομία, τον αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα και βεβαίως την αχαλίνωτη μισθολογική αύξηση που εμφάνισε η χώρα μας την περίοδο 1995-2010, η οποία την κατέταξε στη θέση του πρωταθλητή στην Ευρώπη των 28 κατά την περίοδο αυτή.
Όμως, ας μην ξεχνιόμαστε.
Η κρίση που διανύει η χώρα μας στη διάρκεια των τελευταίων ετών ούτε μονοσήμαντη είναι, ούτε αφορά μόνον το κόστος εργασίας και υπό το πρίσμα αυτό, οφείλουμε να διαφυλάξουμε το σύνολο των «κεκτημένων» αυτής της περιόδου, στον βαθμό που θα μας οδηγήσουν σε ένα υγιέστερο μοντέλο παραγωγής.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.