Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το τέλος μίας κρίσης, όπως η ελληνική, η οποία έχει ταλαιπωρήσει επί μακρόν την εγχώρια όσο και την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, αποτελεί διακαή πόθο όλων όσοι εμπλέκονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε αυτήν.
Ενίοτε, δε, σε βαθμό υπέρμετρο, ο οποίος εκφεύγει της πραγματικότητας.
Υπάρχουν προφανή οφέλη για την ελληνική πολιτική ηγεσία, η οποία θα διεκδικήσει τις σχετικές δάφνες καθώς και για τις κυβερνήσεις των Ευρωπαίων εταίρων και δανειστών μας, οι οποίοι δεν θα φέρουν πλέον το άγχος της αιτιολόγησης ακόμη ενός πακέτου διάσωσης για την Ελλάδα ενώπιον των εθνικών τους κοινοβουλίων.
Σύμφωνα, δε, με τον πρώην υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας και νυν πρόεδρο της Μπούντεσταγκ, Δρ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αυτή η ώρα έχει ήδη έλθει ή εντέλει… έρχεται.
Όπως ο ίδιος εκτίμησε στη διάρκεια της πρόσφατης τηλεοπτικής του συνέντευξης προς τον Α. Παπαχελά και τον ΣΚΑΪ, απαντώντας σε ερώτημα σχετικά με τον χρόνο τέλους του «εφιάλτη» που διανύει η χώρα: «Μα πιστεύω ότι έχει τελειώσει. Τα στοιχεία του 2017 δείχνουν ότι τα πράγματα ανακάμπτουν».
Οι κυριότεροι μακροοικονομικοί δείκτες, δε, συνηγορούν υπέρ της εκτίμησης Σόιμπλε, καθώς η χώρα εμφανίζει μία δειλή ανάκαμψη εφέτος, σε επίπεδο παραγόμενου πλούτου, μείωσης της ανεργίας, βελτίωσης της βιομηχανικής παραγωγής και βεβαίως του τουριστικού προϊόντος της και των εσόδων που αυτό αποφέρει, καθώς και σε άλλους τομείς.
Έχουν, όμως, έτσι όντως τα πράγματα;
Στη διάρκεια της ίδιας συνέντευξης, ο φίλτατος Σόιμπλε αφιέρωσε χρόνο για να τονίσει την ανάγκη συνέχισης των μεταρρυθμίσεων, με στόχο την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, υπό το φως των δυσκαμψιών που αυτή ακόμη παρουσιάζει.
Έκανε, δε, ιδιαίτερη μνεία στην ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης της λειτουργίας του δημόσιου τομέα, δεδομένων των διαμαρτυριών των οποίων είναι αποδέκτης εκ μέρους δυνητικών επενδυτών, οι οποίοι «τα βρήκαν σκούρα» με την ελληνική γραφειοκρατία και τη διαδικασία αδειοδότησης επιχειρήσεων.
Τόνισε, στο πλαίσιο αυτό, ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη προϋποθέτει την εξασφάλιση ενός απαραίτητου επιπέδου οικονομικής ανταγωνιστικότητας έναντι των λοιπών συμμετεχόντων στη νομισματική ένωση, δεδομένης της απουσίας της δυνατότητας υποτίμησης του νομίσματος.
Λοιπόν, έχουμε φθάσει εκεί; Διότι η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με το τέλος του εφιάλτη, επί της ουσίας, αυτό αφορά…
Βάσει των δεικτών διεθνούς κατάταξης κρατών από πλευράς ανταγωνιστικότητας, η απάντηση είναι μάλλον προφανής…
Εάν, τώρα, στη συζήτηση αυτή προσθέσουμε και το δημοσιονομικό σκέλος, για το οποίο ο φίλτατος Σόιμπλε εμφανίστηκε επίσης αισιόδοξος, η εικόνα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο.
Μολονότι οι στόχοι του ελληνικού προγράμματος μέχρι στιγμής εξασφαλίζονται, τούτο καθίσταται εφικτό, κυρίως, μέσω υπερφορολόγησης, γεγονός που οδηγεί σε εξάντληση τόσο τους φορολογούμενους όσο και την οικονομία.
Ακόμη κι αν ο Δρ. Σόιμπλε παραπέμπει στη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της σχετικά με τους στόχους του προγράμματος σε ό,τι αφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα (3,5% του ΑΕΠ από το 2018), αποποιούμενος την ανάγκη αλλαγής των στόχων αυτών αλλά και στο γεγονός ότι αυτή η υπερφορολόγηση ήταν επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης, κατά πόσον μπορούμε να ελπίζουμε ότι όντως έρχεται το «τέλος του εφιάλτη»;
Ας μην κρυβόμαστε, φίλτατοι.
Ουδείς επιθυμεί παράταση της ελληνικής κρίσης και μπορεί όντως η Ελλάδα να έχει ξεφύγει τον κίνδυνο ενός Grexit, που τόσο διακριτικά μας πρότεινε κατά το παρελθόν ο φίλτατος Βόλφγκανγκ, όμως απαιτούνται πολλά ακόμη έως ότου τελειώσει ο «εφιάλτης».
Δίχως συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αλλά και δίχως ένα ουσιαστικό σχέδιο για την επόμενη ημέρα, ούτε το προσήκον επίπεδο ανταγωνιστικότητας μπορεί να εξασφαλίσει η χώρα αλλά ούτε και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη αγορών και λοιπών δανειστών, ώστε να μπορεί να δανείζεται με λογικά επιτόκια.
Η επιστροφή στην «κανονικότητα» προϋποθέτει τον τερματισμό των κεφαλαιακών περιορισμών, την ανάκτηση από το τραπεζικό σύστημα του ρόλου που διαδραματίζει στην οικονομία, τη χαλάρωση της φορολογικής πολιτικής και τη δημιουργία ενός πραγματικά φιλόξενου τοπίου για την επιχειρηματικότητα, μέσω σειράς δομικών μεταρρυθμίσεων.
Διότι εάν δεν υπάρξουν όλα αυτά, το εμπορικό ισοζύγιο θα βελτιώνεται μόνον εξαιτίας της απουσίας ζήτησης -λόγω απουσίας αγοραστικής ικανότητας- και όχι της αύξησης των εξαγωγών.
Αυτό, δε, πιο κοντά στον «εφιάλτη» παραπέμπει παρά στο τέλος του…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.