Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Για την καθημερινότητα των κατοίκων μίας χώρας η οποία έχει βιώσει αθροιστική ύφεση σχεδόν 27% και σφοδρή εσωτερική υποτίμηση στη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης, το «δειλό» πέρασμα στην ανάπτυξη που καταγράφει η Ελλάδα τους τελευταίους μήνες ίσως να μη σημαίνει πολλά πράγματα.
Τόσο η εφετινή αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8% -εφόσον τελικά υλοποιηθεί-, όσο και η προβλεπόμενη για το 2018, την οποία το προσχέδιο του προϋπολογισμού προσδιορίζει σε 2,4% και το ΔΝΤ σε 2,6%, θα αργήσουν να αποτυπωθούν στην καθημερινότητα της συντριπτικής πλειονότητας των κατοίκων αυτής της χώρας.
Κυριότερα, αυτό που «μετράει» είναι το διαθέσιμο εισόδημά τους και αυτό συνεχίζει να κατρακυλά, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ.
Όπως προκύπτει από την ετήσια Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών, που εκπονεί η ΕΛΣΤΑΤ, από το 2008 έως το 2016, με άλλα λόγια στην «καρδιά» της κρίσης, η μέση μηνιαία καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών κατρακύλησε από 2.117,67 ευρώ, σε 1.392,03 ευρώ, καταγράφοντας μείωση 725,64 ευρώ.
Αν και η έρευνα αυτή αφορά μέσους σταθμισμένους όρους, επί ενός δείγματος νοικοκυριών σε όλη τη χώρα, η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης σε ποσοστό της τάξης του 34,2% καταδεικνύει -έστω υπό τον μανδύα της στατιστικής, ο οποίος καλύπτει τα άκρα του φάσματος- πόσο έσφιξε το «ζωνάρι» του το κάθε νοικοκυριό στην Ελλάδα.
Καταδεικνύει, επίσης, πέραν πάσης αμφιβολίας, την ανάγκη επιτάχυνσης της αναπτυξιακής διαδικασίας με την υιοθέτηση δραστικών πολιτικών για την προσέλκυση επενδύσεων και την τόνωση της απασχόλησης.
Με ημίμετρα, όπως αυτά που εφάρμοσε σχεδόν το σύνολο των κυβερνήσεων της λεγόμενης μνημονιακής περιόδου, δεν θα πάμε μπροστά ή τουλάχιστον, δεν θα πάμε μπροστά με τον ρυθμό που απαιτείται ώστε να βγούμε από το σημερινό μας τέλμα σε ορατό χρονικό διάστημα.
Διότι, όπως έλεγε και μία άλλη ψυχή, «μακροπρόθεσμα, θα είμαστε όλοι νεκροί».
Έτσι, λοιπόν, εάν δεν υπάρξει σαφής μεταστροφή του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει η Ελλάδα -βάσει του έως τώρα δείγματος γραφής της- τόσο τις μεγάλες και εμβληματικές επενδύσεις, όσο κυριότερα τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα, «άσπρη μέρα» ας μην περιμένουμε σύντομα σε αυτόν τον τόπο.
Μπορεί η χώρα μας να κατατάσσεται σε κορυφαίες θέσεις στις λίστες του ΟΟΣΑ ή άλλων διεθνών οργανισμών σε ό,τι αφορά στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων, όμως στην πραγματικότητα, η εικόνα που εξακολουθεί να εμφανίζει η οικονομία της υπολείπεται του ζητούμενου.
Το ισοζύγιο συστάσεων - διαγραφών επιχειρήσεων (ΓΕΜΗ) έχει περάσει μόνον οριακά σε θετικό πρόσημο, καθώς κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου 2015 έως τον Αύγουστο του 2017 συστάθηκαν 80.745 επιχειρήσεις ενώ διαγράφηκαν 79.596, δημιουργώντας ένα θετικό ισοζύγιο 1.149 νέων επιχειρήσεων, με την ολοκλήρωση του οκταμήνου του 2017, ενώ μόλις τον Σεπτέμβριο κατόρθωσε ο δείκτης οικονομικού κλίματος που καταρτίζει το ΙΟΒΕ να διαμορφωθεί σε επίπεδα άνω της βάσης του 100, στις 100,6 μονάδες.
Αυτά είναι θετικά στοιχεία, καθώς αντανακλούν την άμβλυνση της αβεβαιότητας σχετικά με την ομαλή εκτέλεση του προγράμματος προσαρμογής και τη θετική πορεία του τουρισμού, όμως, δεν αρκούν και τελούν υπό αίρεση σε περίπτωση νέων καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης.
Εάν δεν υπάρξει σαφής επιτάχυνση στην υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και -επιτέλους- ένα σχέδιο για την «επόμενη ημέρα», ας μην περιμένουμε ταχεία έξοδο από τη σημερινή μας κατάντια.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.