Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η τροπή που λαμβάνει η υπόθεση του Ελληνικού, με τις Βρυξέλλες να τη χαρακτηρίζουν ως «σύμβολο κακοδιαχείρισης και καθυστέρησης», δεν αφορά μόνον την ομολογημένη, δια στόματος των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, Γ. Κυρίτση και Ε. Καρακώστα, απροθυμία ή και αντίθεση του κυβερνώντος κόμματος να υλοποιηθεί αυτή η επένδυση.
Κυριότερα, αφορά στο ίδιο το ελληνικό κράτος. Στους θεσμούς και στις δομές του, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αυτό κυβερνάται.
Στο γεγονός, δηλαδή, ότι το έδαφος που προσφέρουμε προς οποιονδήποτε επιθυμεί να κάνει μία επένδυση στον τόπο μας προσομοιάζει με κινούμενη άμμο, καθώς αλλάζει από ώρα σε ώρα ή από ημέρα σε ημέρα.
Από τη μνημειώδη απουσία κτηματολογίου έως τις ταχύτατες μεταβολές στο φορολογικό καθεστώς με το οποίο είναι αντιμέτωπος όχι μόνον ο δυνητικός επενδυτής αλλά ο κάθε φορολογούμενος, η χώρα μας στερείται στοιχειώδους σταθερότητας ακόμη και στα πλέον θεμελιώδη ζητήματα.
Όσο, δε, για ζητήματα προγραμματισμού…
Από το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 δεν ήταν γνωστό ότι η έκταση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού θα αξιοποιηθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο;
Ένα στοιχειωδώς σοβαρό κράτος δεν θα όφειλε να έχει ξεκαθαρίσει ευθύς εξαρχής τι ακριβώς είναι αυτή η έκταση; Για παράδειγμα ότι έχει ή δεν έχει αρχαίαμ ή ότι είναι ή δεν είναι δάσος;
Αντίστοιχα, κατά πόσον συνάδει με την έννοια μίας συντεταγμένης πολιτείας η μακρά καθυστέρηση που παρατηρείται στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα;
Όταν είναι γνωστό και εν πολλοίς δεδομένο ότι οποιαδήποτε επένδυση γίνεται στη χώρα μας «συνοδεύεται» από αντιδράσεις κάθε είδους, οι θεσμοί που καλούνται να αποφανθούν επί των αντιδράσεων αυτών δεν θα έπρεπε να το πράττουν εντός συγκεκριμένων ή εντέλει ευλόγων χρονικών περιθωρίων;
Ποιο επιχειρηματικό σχέδιο μπορεί να καρποφορήσει περιμένοντας τη μία την απόφαση του Δασαρχείου, την άλλη της Αρχαιολογίας, την τρίτη της Πολεοδομίας, ή ακόμη και του ΣτΕ στο οποίο προσέφυγε ο τάδε ή ο δείνα σύλλογος οικολόγων;
Όταν πρώην ανώτατοι δικαστικοί, όπως η κα Β. Θάνου, έχουν καυτηριάσει το φαινόμενο των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης, λέγοντας ότι φθάνουν μέχρι του βαθμού της αρνησιδικίας και όταν ο εκσυγχρονισμός του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης αποτελεί μνημονιακή δέσμευση, πώς είναι δυνατόν να παραμένει ακόμη αδρανής η πολιτεία;
Ακόμη, όμως, κι όταν αποφαίνονται φορείς όπως το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, κηρύσσοντας μία έκταση της τάξης των 280-300 στρεμμάτων ως αρχαιολογική, όπως στην περίπτωση του Ελληνικού, πώς μπορούν να ελεγχθούν για την απόφασή τους αυτή, εάν τελικώς δεν υπάρξουν ευρήματα;
Είναι θεσμικά υπόλογοι αυτοί οι φορείς έναντι αυτής της «συντεταγμένης πολιτείας» ή λειτουργούν στο δικό τους αυτόνομο περιβάλλον, έστω με «συμβουλευτικό» χαρακτήρα;
Εάν η χώρα μας πάσχει από πλευράς ανταγωνιστικότητας έναντι άλλων δυνητικών επενδυτικών προορισμών, τούτο δεν οφείλεται μόνον στην υψηλή φορολογία, τις ημι-κλειστές αγορές της, τους κεφαλαιακούς περιορισμούς ή από την απροθυμία της να υλοποιήσει σειρά μεταρρυθμίσεων επί τόσα -μνημονιακά- χρόνια.
Κυριότερα, οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελεί ένα θολό τοπίο.
Ένα τοπίο στο οποίο ουδείς επενδυτής, ακόμη και εκείνος ο οποίος έχει εξασφαλίσει διαβεβαιώσεις από τα υψηλότερα δυνατά κλιμάκια, μπορεί να γνωρίζει «τι θα του ξημερώσει».
Όσες fast track διαδικασίες κι αν εφεύρουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις για την προώθηση των λεγόμενων «μεγάλων επενδύσεων», οι λοιποί παίκτες της οικονομίας μας, μικρομεσαίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα, με αυτή την εικόνα θα είναι αντιμέτωποι.
Αν τώρα τύχει να έχουν απέναντί τους και κάποιον που θέλει το Ελληνικό ως πάρκο και όχι ως πηγή απασχόλησης, εισοδήματος και φόρων, ε, τότε…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.