Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το «όνειρο» της διαπραγμάτευσης

Εκτός από τα «όνειρα» υπάρχει και η πραγματικότητα. Αυτή, λοιπόν, καλεί για την τήρηση συμφωνιών μήπως και ανακτηθεί η χαμένη αξιοπιστία μας. Είναι αντιληπτή από όλους η ανάγκη αυτή;

Το «όνειρο» της διαπραγμάτευσης

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Η συμφωνία περί πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% έως το 2022 είναι μία άθλια συμφωνία, η οποία εξαντλεί την οικονομία και ελήφθη αποκλειστικά και μόνον εξαιτίας πολιτικών σκοπιμοτήτων των δανειστών μας και της απροθυμίας τους να προχωρήσουν άμεσα σε περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.

Άπαντες, πλην των Ευρωπαίων εταίρων μας, συμφωνούν σε αυτό: το λέει το ΔΝΤ, το λέει ο Στουρνάρας, το λέει και ο Τσίπρας ενώ το έχει ξαναπεί και ο Μητσοτάκης.

Το να ανοίγει όμως πάλι ένα γαϊτανάκι επαναδιαπραγμάτευσης -ή η προοπτική αυτού- με στόχο τη μείωση του επιπέδου των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2,5%, στο 2% ή και το 1,5% όπως ζητά το ΔΝΤ, αποτελεί τη χειρότερη δυνατή υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει κανείς σήμερα στο ελληνικό ζήτημα.

Και τούτο διότι έτσι τίθεται για ακόμη μία φορά υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία μας. Το κυριότερο εκ των αιτίων που μας οδήγησαν στη σημερινή μας κατάντια.

Άπαντες εδώ και χρόνια ζητούν επαναδιαπραγμάτευση του ενός ή του άλλου μνημονίου και το μόνο που κατορθώνουν είναι να επιβαρύνουν τη χώρα με νέα μέτρα και νέα μνημόνια.

Μετά το τιμωρητικό πρώτο μνημόνιο, το οποίο ούτως ή άλλως ήταν μία αδιέξοδη άσκηση, όπως παραδέχθηκαν και οι ίδιοι οι δανειστές, το αίτημα περί επαναδιαπραγμάτευσης είναι συνεχές.

Ο Σαμαράς ζητούσε επαναδιαπραγμάτευση, ο Τσίπρας ζητούσε επαναδιαπραγμάτευση και πλέον και ο Μητσοτάκης.

Όλα αυτά, δε, ενώ η χώρα μας «κουβαλά» ακόμη στις πλάτες της την υποχρέωση υλοποίησης μεταρρυθμίσεων που προβλέπονταν ήδη από το πρώτο μνημόνιο, όπως η απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων ή η αναμόρφωση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα.

Είναι δε ιδιαιτέρως αποθαρρυντικό να αναπτύσσει ρητορική του είδους αυτού η αξιωματική αντιπολίτευση, τη στιγμή που και η ίδια διαπιστώνει ότι αποτέλεσμα της διαβόητης επαναδιαπραγμάτευσης του Α’ εξαμήνου του 2015 ήταν ένας βαρύτατος «λογαριασμός» για την ελληνική οικονομία καθώς και ακόμη «δύο» μνημόνια.

Αυτό το οποίο διανύουμε έως το καλοκαίρι του 2018 και αυτό που θα το ακολουθήσει έως το 2060, με υποχρέωση πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2%, όπως μας θύμισε χθες από τη Θεσσαλονίκη ο φίλτατος κ. Μητσοτάκης.

Αποτελεί δε γεγονός οξύμωρο το να αντιπροτείνει προς τους δανειστές την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, ώστε να εξασφαλίσει τη συναίνεσή τους ως προς τη μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Τι ακριβώς θα εμποδίζει μία κυβέρνηση της ΝΔ, όταν και όποτε αυτή αναδειχθεί, από την προώθηση μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία της οικονομίας, του δημόσιου τομέα, της δικαιοσύνης ή όπου αλλού και γιατί αυτό θα όφειλε να συνιστά κάποιου είδους «quid pro quo» για τους δανειστές;

Μήπως επειδή έτσι ελπίζεται ότι θα οδηγηθούμε ταχύτερα στην ανάπτυξη και θα μπορούμε άρα να εξυπηρετούμε ευχερέστερα τις υποχρεώσεις μας;

Μα το ίδιο δεν ελπίζεται ότι θα γίνει και εάν δοθεί έμφαση στον περιορισμό των δημόσιων δαπανών, στη μείωση της φορολογίας και στην ενθάρρυνση ιδιωτικών επενδύσεων;

Κακά τα ψέματα, φίλτατοι.

Το εισιτήριο για τις αγορές αλλά και τον κόσμο των επενδύσεων κρίνεται από τη δυνατότητά μας να ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας και το τελευταίο πράγμα που θα μας βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση είναι ένα νέο αίτημα επαναδιαπραγμάτευσης της -κατά τα λοιπά άθλιας- συμφωνίας μας με τους εταίρους και δανειστές μας.

Άσε που το τρέχον μνημόνιο εκπνέει το επόμενο καλοκαίρι και δεν βγαίνει και από πρακτικής απόψεως η άσκηση… αν και αυτό είναι μάλλον μία άλλη συζήτηση!


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v