Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, χθες, αντικατοπτρίζει όσα κέρδισε αλλά και όσα έχασε η χώρα μας κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, δηλαδή, από την έκδοση του αντίστοιχου ομολόγου Σαμαρά έως σήμερα.
Με τοκομερίδιο 4,375% και απόδοση 4,625%, το νέο πενταετές ομόλογο που εξέδωσε η Ελλάδα εμφανίζεται «φθηνότερο» από το κουπόνι 4,75% και το τελικό επιτόκιο 4,95% που είχε εξασφαλίσει η αντίστοιχη έκδοση Σαμαρά, το 2014.
Εάν μέτρο σύγκρισης, ωστόσο, συνιστά η διαφορά απόδοσης (spread) έναντι του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου, τότε και τώρα, οι θετικές εντυπώσεις μετριάζονται, καθώς η μεταξύ τους ψαλίδα εμφανίζεται διευρυμένη.
Αντίστοιχα, εάν μέτρο σύγκρισης αποτελούν τα επιτόκια με τα οποία δανείζονται άλλες χώρες της Ευρωζώνης, που βρέθηκαν κατά το παρελθόν με προβλήματα χρέους και προσέτρεξαν στη βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων τους, τότε και πάλι δεν υπάρχει ιδιαίτερο έδαφος πανηγυρισμού.
Κυριότερα, η χθεσινή -δοκιμαστικού χαρακτήρα- έξοδος στις αγορές αντικατοπτρίζει μία καλή αρχή ενόψει όσων ελπίζουμε ότι θα ακολουθήσουν έως το επόμενο καλοκαίρι, οδηγώντας στην πλήρη αποκατάσταση της πρόσβασης της χώρας μας στις διεθνείς αγορές, βάσει ενός βιώσιμου επιτοκιακού κόστους.
Πρόκειται για ακριβώς την ίδια ελπίδα που έτρεφαν οι κρατούντες τα ηνία της χώρας μας προ τριετίας, η οποία διαψεύστηκε υπό το φως της διάρρηξης των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ της Ελλάδας και του διεθνούς επενδυτικού κοινού που ακολούθησε, τόσο κατά το καταληκτικό σκέλος της διακυβέρνησης Σαμαρά, εξαιτίας της λεγόμενης «μεταρρυθμιστικής κόπωσης», όσο -σε σημαντικότερο βαθμό- και κατά το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης Τσίπρα.
Απότοκο αυτής της απώλειας, η οποία αποτυπώθηκε πλήρως στην «εκτόξευση» των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων που παρατηρήθηκε κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ήταν η συνέχιση του αποκλεισμού της χώρας μας από τις αγορές επί ακόμη μία τριετία και η αναγκαστική προσφυγή της -εκ νέου- στη στήριξη των κοινοτικών εταίρων της.
Δίχως αυτήν τη στήριξη και μάλιστα με ιδιαίτερα προνομιακά επιτόκια της τάξης του 1%, η Ελλάδα θα ήταν αντιμέτωπη είτε με την άτακτη χρεοκοπία, είτε με λύσεις του είδους που περιγράφει ο φίλτατος Γιάνης (με ένα ν) στο τελευταίο συγγραφικό πόνημά του και όσα αυτές συνεπάγονταν για την ελληνική κοινωνία.
Υπό αυτό το πρίσμα και ανεξαρτήτως της όποιας ανάγκης υπάρχει για την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, όπως κρίνει το ΔΝΤ αλλά και η κοινή λογική, η «συνταγή» που ακολουθήσαμε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο είναι εκείνη στην οποία μπορεί να «πιστωθεί» η όποια επιτυχία της χθεσινής δοκιμαστικής εξόδου μας στις αγορές.
Από τον βαθμό στον οποίο θα συνεχίσουμε να οδεύουμε στον ίδιο δρόμο, με στόχο τη δημοσιονομική ευταξία αλλά και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, θα εξαρτηθεί και το τελικό αποτέλεσμα της όλης προσπάθειας.
Πρόκειται, δε, για μία διαδικασία η οποία έχει άμεσα και ευθέως μετρήσιμα αποτελέσματα.
Τόσο επί της πορείας της οικονομίας και των κυριοτέρων μεγεθών της, όσο και στο επίπεδο των αποδόσεων των ομολόγων που εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία.
Εάν η αποφασιστικότητα με την οποία προσεγγίζει η κυβέρνηση την ανάγκη μεταρρύθμισης της οικονομίας πείθει και κυριότερα εάν αυτή αντικατοπτρίζεται και στις επιδόσεις της ίδιας της οικονομίας, τότε ελάχιστα μας χωρίζουν από την επιστροφή μας σε κάποιου είδους «κανονικότητα», είτε σε ό,τι αφορά στην πρόσβασή μας στις αγορές, είτε συνολικότερα.
Αν μη τι άλλο, αυτό κατέδειξε το χθεσινό «πείραμα» με τις αγορές.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.