Εισαγγελική... τρίπλα στα προσωπικά δεδομένα

Πώς μέσω του θεσμού της εισαγγελικής παραγγελίας μπορούν να καταστρατηγηθούν προσωπικά δεδομένα. Η ρύθμιση του 1988 και η σημερινή πραγματικότητα. Τα τέσσερα προβλήματα. Γράφει ο Χ. Τσέλιος.

  • του Χαράλαμπου Τσέλιου*
Εισαγγελική... τρίπλα στα προσωπικά δεδομένα
Τελικά υπάρχει προστασία των προσωπικών δεδομένων στην Ελλάδα ή πρόκειται για μια ψευδαίσθηση;

Παρά την ύπαρξη αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής αλλά και τις προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας περί έννομου συμφέροντος, οι οποίες καθορίζουν και τη δυνατότητα αντιδίκων να αποκτούν πρόσβαση στα στοιχεία αλλήλων, τελικώς μια εισαγγελική παραγγελία φαίνεται ότι τα κάνει όλα πέρα, όπως θέλει και η λαϊκή ρήση.

Πώς; Μα είναι απλό!

Όταν δοθεί εισαγγελική παραγγελία σε δημόσιο υπάλληλο με σκοπό να χορηγήσει σε κάποιον αιτούμενο ιδιώτη οποιοδήποτε στοιχείο που αφορά κάποιον άλλον πολίτη, η κοινή δικηγορική πείρα γνωρίζει ότι κατά κανόνα ο υπάλληλος, φοβούμενος (και με το δίκιο του!) τις σοβαρές πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις που απειλούνται σε βάρος του, αν αρνηθεί να συμμορφωθεί με την εντολή του εισαγγελικού λειτουργού, θα χορηγήσει τα στοιχεία.

Μάλιστα, η εισαγγελική παραγγελία ενίοτε μπορεί να λειτουργεί και σαν σύννομος τρόπος αθέλητης αποφυγής εκτελέσεως των δημοσιοϋπαλληλικών καθηκόντων, αφού μπροστά στην απειλή πειθαρχικών και ποινικών διώξεων ο υπάλληλος δεν τολμά να αρνηθεί τη χορήγηση των στοιχείων, ασχέτως αν αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απόρρητα ή μη ή αν ο αιτών έχει ή δεν έχει έννομο συμφέρον, ζητήματα που θα λύνονταν μόνο κατόπιν εφαρμογής της αρμοδιότητας της δημόσιας υπηρεσίας, αρμοδιότητα που η υπηρεσία πρωτογενώς διαθέτει από τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Αν λοιπόν ο αιτών εμφανιστεί κραδαίνοντας εισαγγελική παραγγελία, ο υπάλληλος πειθαρχεί και εκεί τελειώνει όλη η ιστορία.

Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έχει εκφραστεί σχετικά με την 150/2012 γνωμοδότησή του, η οποία έγινε αποδεκτή από τον υφυπουργό Οικονομικών. Κατά τη γνωμοδότηση αυτή, η εισαγγελική παραγγελία για χορήγηση φορολογικών απορρήτων προς ιδιώτη από τις Δ.Ο.Υ. δεν δεσμεύει τη φορολογική αρχή, εφόσον δεν περιέχει ρητή έκφραση γνώμης του Εισαγγελικού Λειτουργού περί υπάρξεως ή μη λόγων άρσης του φορολογικού απορρήτου.

Ως εκ τούτου, θεωρητικά, δεν γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να παράσχει τα αιτούμενα απόρρητα στοιχεία, ακόμα και αν η αίτηση του ιδιώτη διαβιβάζεται με εισαγγελική παραγγελία, αν η τελευταία δεν περιέχει ειδική αιτιολόγηση για την άρση του απορρήτου. Ωστόσο, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (Γνωμοδότηση 6/2006) έχει αντίθετη άποψη: «… Η Εισαγγελική Διάταξη είναι δεσμευτική για τη διοίκηση, η οποία υποχρεούται να χορηγήσει τα έγγραφα, έστω και αν έχει άλλη άποψη. Υπεύθυνος είναι ο συντάκτης της Εισαγγελικής Διάταξης».

Έστω λοιπόν ότι είστε δημόσιος υπάλληλος και έρχεται προς εσάς εισαγγελική εντολή, η οποία έχει συνήθως τη μορφή «Προς την …………. Υπηρεσία. Σας διαβιβάζουμε τη συνημμένη αίτηση του/της ………. και παρακαλούμε για την παροχή των αιτουμένων πληροφοριών κατ’ άρθρο…. ».

Αυτό είναι το σύνηθες κείμενο μιας εισαγγελικής παραγγελίας και από πίσω επισυνάπτεται η αίτηση του ιδιώτη. Τι θα κάνει ο υπάλληλος; Θα αρνηθεί να συμμορφωθεί στην εισαγγελική παραγγελία με κίνδυνο πειθαρχικής και ποινικής ευθύνης για απείθεια ή παράβαση καθήκοντος; Ιδίως μάλιστα που, προσφάτως, θεσμοθετήθηκε και νομοθετικά (από τον Ιανουάριο του 2013) η «αιτιολογημένη εισαγγελική παραγγελία» ως λόγος άρσης του φορολογικού απορρήτου;

Η εισαγγελική παραγγελία είναι μια νομοθετική ρύθμιση που θα εξυπηρετούσε ανάγκες όταν θεσμοθετήθηκε, το 1988. Σήμερα όμως υπάρχουν λόγοι που δείχνουν ότι δεν ταιριάζει με την εποχή μας, αλλά ούτε και με την υπόλοιπη οικεία νομοθεσία.

Πρώτον, ο μεγάλος φόρτος εργασίας στις εισαγγελίες ίσως δυσκολεύει τους εισαγγελικούς λειτουργούς να διαθέσουν τον απαιτούμενο χρόνο εντοπισμού του έννομου συμφέροντος του αιτούντος, τους πιθανούς λόγους υπάρξεως απορρήτου ή μη χαρακτήρα των αιτούμενων πληροφοριών και το αν το εύρος και η χρονική αναδρομή των αιτούμενων πληροφοριών συνάδει με την άρση του απορρήτου.

Μπορεί δηλαδή με τη αίτηση του ιδιώτη να επιδιώκεται και εν τέλει να επιτευχθεί άρση απορρήτου σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που θα επέτρεπε η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της συγκεκριμένης διατάξεως που πρέπει να εφαρμοστεί. Λόγου χάρη, σε εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1445 του Αστικού Κώδικα για φορολογικές πληροφορίες σε υπόθεση διατροφής, με την αίτηση να ζητούνται πληροφορίες που ανατρέχουν «στο καιρό του Βουλγαροκτόνου» και μολοντούτο να χορηγούνται - πράγμα αρκετά σύνηθες στην πράξη.

Δεύτερον, λειτουργεί από το 1997 ανεξάρτητη θεσμοθετημένη νομοθετικά αρχή, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία είναι δικαστικά ελεγχόμενη. Σε αντίθεση με την Αρχή που ελέγχεται από τα δικαστήρια, η εισαγγελική παραγγελία, κατά τη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 7/2007, θεωρείται ιδιότυπη πράξη διοικητικού χαρακτήρα και ως τέτοια υπόκειται σε ανάκληση αν το δεχθεί το όργανο που την εξέδωσε (και μόνο…).

Κατά τη Γνωμοδότηση 6/2006 του ίδιου εισαγγελέα, μάλιστα, «…αν όντως ο εισαγγελέας φανερά εσφαλμένα παρήγγειλε σε κάποια περίπτωση, τούτο μπορεί να διορθωθεί με διακριτική υπόδειξη, αλλά η τελική κρίση ανήκει σε αυτόν - πρόκειται για δικαιοδοτικό όργανο. Δυνατή είναι ενδεχομένως και η προσφυγή στον ανώτερο εισαγγελέα». Επομένως, κατά τους ίδιους τους εισαγγελείς, μόνον οι ίδιοι μπορούν να ελέγξουν την ορθότητα και τη νομιμότητα της κρίσης τους επί εισαγγελικών παραγγελιών. Η εισαγγελική παραγγελία, κατά τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υπόκειται σε «εισαγγελικό έλεγχο» και όχι σε δικαστικό έλεγχο.

Τρίτον, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έχει απόλυτη εξειδίκευση στα θέματα προστασίας των δεδομένων αυτών -αυτός είναι ο σκοπός της!- σε αντίθεση με τους εισαγγελείς, που οι αρμοδιότητές τους κατά βάση άπτονται του ποινικού δικαίου. Ποιος λόγος υπάρχει, συνεπώς, να υφίστανται παράλληλες αρμοδιότητες για τα ίδια θέματα;

Τέταρτον, ο ιδιώτης που ζητάει στοιχεία για τον αντίδικό του μέσω εισαγγελικής παραγγελίας θέλει προφανώς να βρει στοιχεία για να αποδείξει κάτι εναντίον του αντιδίκου του. Τίθεται, λοιπόν, κάθε διδόμενη εισαγγελική παραγγελία, στη διάθεση του ιδιώτη για την ικανοποίηση των ιδιωτικών του συμφερόντων.

Το δικαίωμα αποδείξεως, όμως, δεν είναι τόσο ισχυρό ώστε να παραμερίζει στο διάβα του κάθε άλλο δικαίωμα, όπως είναι το δικαίωμα στο φορολογικό απόρρητο, το δικαίωμα στο τραπεζικό απόρρητο, το δικαίωμα στο επαγγελματικό απόρρητο, το δικαίωμα στο απόρρητο του ιδιωτικού βίου.

Αυτή η στάθμιση και η αντιπαραβολή πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά και με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι η υπερβολή στην παροχή πληροφοριών μπορεί να οδηγήσει σε προσβολή συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, στο οποίο βρίσκει έκφραση και η γενική οικονομική και επαγγελματική ελευθερία, και το δικαίωμα στο απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής. Δεν μπορεί η θεραπεία ιδιωτικών συμφερόντων να δύναται να οδηγήσει σε παραβάσεις διατάξεων του Συντάγματος.

Η εισαγγελική παραγγελία, 25 χρόνια μετά τη θεσμοθέτησή της, ακόμα δεν έχει αποκρυσταλλωθεί τι νομική φύση έχει. Άλλοι θεωρούν ότι δεν είναι δεσμευτική (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα 3/2010, το ίδιο και ο εισηγητής στην 150/2012 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους). Άλλοι θεωρούν ότι είναι «δικαστική πράξη - διάταξη» και ως εκ τούτου δεσμευτική για τη διοίκηση (Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 6/2006), αρκεί να είναι επαρκώς αιτιολογημένη (150/2012 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους). Άλλοι (Γνωμοδότηση 7/2007 Εισαγγελέα Αρείου Πάγου) θεωρούν ότι είναι «ιδιότυπη πράξη διοικητικού χαρακτήρα».

Υπάρχει και η άποψη ότι θα πρέπει να θεωρηθεί απλή διαβίβαση από αναρμόδια υπηρεσία ή, σε περίπτωση που εκδοθεί επί άρνησης της διοίκησης να χορηγήσει τα έγγραφα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως διοικητική προσφυγή ή αίτηση θεραπείας (Εμμ. Λασκαρίδης, ΔΙΜΕΕ 3/2012, σελ. 314 επ.).

Φρονώ ότι, αν μετά από 25 χρόνια παρουσίας, στην πράξη, μιας ρύθμισης, όπως συμβαίνει με την εισαγγελική παραγγελία, η επιστήμη δεν έχει ακόμα κατασταλάξει στη νομική της φύση, ίσως αυτό αποτελεί μια σοβαρή ένδειξη ότι η ρύθμιση αυτή δεν ταιριάζει με το σύστημα δικαίου που καλείται να υπηρετήσει.

*Ο κ. Χαράλαμπος Τσέλιος είναι δικηγόρος.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v