Ο Eric Weiner συστήνεται ως φιλοσοφημένος ταξιδευτής. Είναι όμως ο δημοσιογράφος-συγγραφέας, που έγραψε το μπεστ-σέλλερ «Η Γεωγραφία της μεγαλοφυΐας» (Εκδόσεις Τραυλός), στο οποίο την πρώτη θέση κατέχει η Αρχαία Αθήνα. Την ακολουθούν η Φλωρεντία, η Βιέννη, η Καλκούτα, το Εδιμβούργο, με τον συγγραφέα να καταλήγει στη Σίλικον Βάλεϊ.
Από την πλευρά του, ο Alec Ross, πρώην τεχνολογικός σύμβουλος της Χίλαρι Κλίντον, στο βιβλίο του «Οι βιομηχανίες του μέλλοντος» (Εκδόσεις Ίκαρος), κάνοντας λόγο για τις σύγχρονες τεχνολογίες, φέρνει στο προσκήνιο και άλλες σύγχρονες πόλεις, όπως η Σιγκαπούρη, το Χονγκ-Κονγκ και η Σαγκάη. Τονίζει δε ότι οι αποκαλούμενες μεγαπόλεις, είναι σύγχρονοι πυρήνες καινοτομίας, με πλήθος νεοφυών επιχειρήσεων να αναπτύσσονται σε αυτές.
«Από γεωγραφική άποψη, γράφει ο Alec Ross, τα εστιακά κέντρα της καινοτομίας βρίσκονται σχεδόν πάντα σε πόλεις». Και αναρωτιέται γιατί άραγε οι πόλεις μεγαλώνουν με τόσο ραγδαίους ρυθμούς, τη στιγμή που οι τεχνολογίες δικτύου μας επιτρέπουν να είμαστε πιο διασκορπισμένοι, να κάνουμε περισσότερα από απόσταση. Ιδιαίτερα δε μετά την έλευση της τελευταίας πανδημίας.
Εύλογο το ερώτημα αλλά και ιστορική η απάντηση που μπορεί να δοθεί σε αυτό, όταν σήμερα στις πόλεις ζει το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού, με το αντίστοιχο ποσοστό πριν 160 χρόνια να μην ξεπερνά το 26% περίπου. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι μόλις 100 πόλεις στον πλανήτη μας, επί 335.000, αντιπροσωπεύουν το 35% της παγκόσμιας οικονομίας.
Η Αρχαία Αθήνα, γράφει ο Eric Weiner, πηγή μεγαλοφυίας, υπήρξε κυρίαρχη πόλη της Μεσογείου από κάθε πλευρά. Τότε που η Μεσόγειος, κατά τον Φέρναν Μπρωντέλ, εθεωρείτο ο κόσμος. Η Βαγδάτη αποτέλεσε τη βάση του μεγαλείου των Αββασιδών. Το ίδιο υπήρξε η Ρώμη για τους Ρωμαίους, όπως και η Κωνσταντινούπολη για τους Βυζαντινούς και για τους Οθωμανούς στη συνέχεια.
Ακόμα, οι Βρετανοί ίδρυσαν μια σειρά από αποικιακές πόλεις που συνέδεαν την αυτοκρατορία τους, μεταξύ των οποίων το Κέιπ Τάουν (ιδρύθηκε το 1814), η Σιγκαπούρη (1824) και το Χονγκ Κονγκ (1842). Σήμερα αυτές οι ζωτικής σημασίας πόλεις λειτουργούν ως σύνδεσμοι των αντίστοιχων χωρών και περιφερειών με τον κόσμο, σχεδόν όπως λειτουργούσαν και για τη Βρετανική Αυτοκρατορία.
Οι πόλεις είναι θερμοκοιτίδες ανάπτυξης επειδή παράγουν θετικές εξωτερικές, ή δευτερογενείς, επιδράσεις. Επιτρέπουν την ταχύτατη και αποδοτική κυκλοφορία ιδεών, εργασίας και κεφαλαίου. Ο συντονισμός του ταλέντου γίνεται πιο αποτελεσματικά, ενώ οι αγορές εξειδικεύονται περισσότερο.
Από οικονομική σκοπιά, οι σημαντικότερες πόλεις είναι οι λεγόμενες κοσμοπόλεις, λόγου χάρη η Σαγκάη, το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη και το Τόκιο. Εξάγοντας προηγμένες υπηρεσίες σε όλη την υφήλιο, οι πόλεις αυτές αποτελούν οικονομίες σε μικρογραφία.
Το ίδιο ισχύει βέβαια και για πιο χαμηλής κατηγορίας πόλεις, όπως η Φρανκφούρτη, το Βερολίνο, το Μιλάνο, το Τελ-Αβίβ, η Σεούλ, η Σιγκαπούρη κ.ά., οι οποίες αν και δεν αποτελούν αυτές καθαυτές ατμομηχανές οικονομικής ανάπτυξης, συνεισφέρουν σε ένα περιφερειακό δίκτυο που αποτελεί τον μοχλό της εθνικής επιτυχίας της Γερμανίας, της Ιταλίας, του Ισραήλ και της Νότιας Κορέας για παράδειγμα.
Μια σημαντική πτυχή της άνθησης των μεγάλων πόλεων είναι οι υποδομές, σε συνδυασμό με προγράμματα ανάλυσης δεδομένων που επιτρέπουν στον κόσμο να χρησιμοποιεί τις υποδομές αυτές πιο αποδοτικά. Τι θέλει ένας δημότης για να είναι ευτυχισμένος; Πράγματα όπως το να ξέρει ακριβώς πότε θα έρθει το τρένο, να μπορεί να εξυπηρετηθεί online, αντί να στέκεται στην ουρά σε μια δημόσια υπηρεσία και να μπορεί να διοχετεύει σε πραγματικό χρόνο σχόλια και παρατηρήσεις για το πώς παρέχονται οι δημοτικές υπηρεσίες και πότε.
Η δυνατότητα να γίνουν όλα αυτά υπάρχει συνήθως στις πολύ μεγάλες πόλεις και σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό περιλαμβάνει ανάλυση μεγάλων συνόλων δεδομένων, όπως υποστηρίζει ο Στίβεν Γκόλντσμιθ, καθηγητής και διευθυντής του προγράμματος Innovations in American Government της Σχολής Διακυβέρνησης Κένεντι του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Ο Γκόλντσμιθ διευθύνει το πρόγραμμα Data-Smart City Solutions, που «επικεντρώνεται στις προσπάθειες του κράτους να αξιοποιήσει και να συνδυάσει νέες τεχνολογίες, ανάλυση μεγάλων συνόλων δεδομένων και πληροφόρηση από πλευράς κοινότητας», αναφέρει ο Alec Ross.
Καθώς οι πόλεις εξοικειώνονται όλο και περισσότερο με την τεχνολογία, τα παγκόσμια κέντρα που διαθέτουν πολλά χρήματα και τις δυνατότητες που περιγράφει ο Γκόλντσμιθ (όπως η Νέα Υόρκη, το Ντουμπάι, το Λονδίνο, το Σαν Φρανσίσκο, το Τόκιο και η Σεούλ) είναι εκείνα που πιθανώς θα παράγουν εφαρμογές big data, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για τους πολίτες, γεγονός που προσελκύει την τάξη της «επόμενης οικονομίας».
Οι πόλεις που φιλοδοξούν να γίνουν παγκόσμιοι κόμβοι, όπως η Τζακάρτα, το Σάο Πάολο και η Βομβάη, πρέπει να επενδύουν ταυτόχρονα στις υλικές υποδομές και στις εφαρμογές big data που συχνά συνοδεύουν αυτές τις υποδομές. Αυτό συμβάλλει στη δημιουργία των συνθηκών που προσελκύουν επενδυτές και επιχειρηματίες.
Το Ντουμπάι στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ντόχα στο Κατάρ αξιοποίησαν τον πετρελαϊκό πλούτο για να μετατραπούν σε παγκόσμιους κόμβους. Τον Μάιο του 2014 η Ντόχα έκανε εγκαίνια σε ένα αεροδρόμιο αξίας 15 δισ. δολ., με την ελπίδα ότι θα διεκδικήσει τον τίτλο του πιο πολυσύχναστου αεροδρομίου στον κόσμο.
Το αεροδρόμιο αποτελεί έναν από τους πιο εξελιγμένους από τεχνολογική άποψη χώρους που μπορεί να φανταστεί κανείς. Με δυνατότητα διακίνησης 60 εκατομμυρίων επιβατών ετησίως και με δεδομένη την αυξημένη κίνηση μεταξύ Ευρώπης, Ινδίας και Κίνας, η Ντόχα έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο κόμβο διακίνησης ανθρώπων και κεφαλαίων.
Είναι όμως αρκετό αυτό; Η ύπαρξη υποδομών είναι σημαντική υπόθεση, αλλά ποιος είναι ο κύριος μοχλός της ανάπτυξης των κορυφαίων πόλεων του κόσμου; Όπως αποδεικνύεται, τις χαρακτηρίζει μια κοινή κουλτούρα ανοίγματος, ακόμα και σε χώρες όπου η επίσημη κυβερνητική γραμμή είναι πολύ πιο κλειστή.
Οι πόλεις που προοδεύουν στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας είναι εκείνες που είναι πιο ανοιχτές στον έξω κόσμο. Οι πόλεις που παραδοσιακά ήταν ανοιχτές στον κόσμο συνδέονται μεταξύ τους με μια κοινή κουλτούρα, βάσει της οποίας καλωσορίζουν ανθρώπους από κάθε γωνιά του κόσμου και ενθαρρύνουν την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και αγαθών, ώστε να μετατρέπονται σε ελκυστικούς τόπους διαβίωσης και εργασίας.
Ο συνδυασμός πρώτης τάξεως υποδομών και μεγάλης πληθυσμιακής πυκνότητας εξασφαλίζει πρόσβαση σε άλλους ανθρώπους: είναι εύκολο να επικοινωνείς, να συναθροίζεσαι και να ανταλλάσσεις. Η οικονομική ελευθερία εξασφαλίζει το ίδιο σε επιχειρηματικό επίπεδο, καθώς εξαλείφει τα εμπόδια στη διεξαγωγή επιχειρηματικής δραστηριότητας που κοστίζουν χρόνο και χρήμα.
Η πολιτική ανοχή αντιπροσωπεύει ένα ακόμα πιο υψηλό επίπεδο αποδοτικότητας, καθώς εγγυάται ότι όλα τα μέλη μιας κοινωνίας μπορούν να συγκεντρώνονται, να συναντιούνται, να εργάζονται και να μιλούν χωρίς να παρεμποδίζονται από αδικαιολόγητες παρεμβάσεις ή διακρίσεις.
Οι αυξανόμενοι αυτοί βαθμοί ανοίγματος μας δίνουν μια ιδέα, τι θα χρειαστεί για να αποκτήσουν πάτημα στις βιομηχανίες του μέλλοντος ακόμα και χώρες ή περιφέρειες που δεν διαθέτουν ούτε μία κοσμόπολη.
Κάποιοι νεοεκλεγέντες δήμαρχοι και περιφερειάρχες στην Ελλάδα, ίσως θα πρέπει να τα σκεφτούν όλα τα παραπάνω.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.