Ξεκινώ το σημερινό μου δημοσίευμα με τρεις σημαντικές, κατά την εκτίμησή μου, διαπιστώσεις:
- Διαπίστωση πρώτη: Ένα από τα βασικότερα μειονεκτήματα που οδηγεί το ΔΝΤ, αλλά και πολλούς αναλυτές να προβλέπουν πολύ χαμηλό ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ από το 2026 και μετά, όταν δηλαδή θα έχει ολοκληρωθεί η απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, είναι το δημογραφικό, το οποίο άλλωστε αποτελεί και το βασικότερο κίνδυνο για το μακροπρόθεσμο μέλλον του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, άρα και ολόκληρης της οικονομίας. Με άλλα λόγια, αν δεν αντιμετωπιστεί το δημογραφικό ζήτημα σε βάθος χρόνου, δεν πάμε πουθενά ως οικονομία και ως χώρα γενικότερα.
- Διαπίστωση δεύτερη: Σε μεγάλο βαθμό το δημογραφικό πρόβλημα στη χώρα μας οφείλεται στην απροθυμία των νέων ανθρώπων να κάνουν οικογένεια και αυτό εξ’ αιτίας της υψηλής ανεργίας στις ηλικίες από 18-35 ετών, αλλά και των πολύ χαμηλών καθαρών αποδοχών που λαμβάνουν όσοι από τους νέους εργάζονται.
- Διαπίστωση τρίτη: Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες εκείνες στις οποίες το μη μισθολογικό κόστος είναι κατά πολύ υψηλότερο σε σχέση με το μέσο όρο των κρατών του ΟΟΣΑ, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Με άλλα λόγια, οι ασφαλιστικές εισφορές είναι τόσο υψηλές, έτσι ώστε ο ίδιος εργαζόμενος ο οποίος απολαμβάνει πενιχρές αποδοχές να κοστίζει πολύ περισσότερο στην επιχείρηση που τον απασχολεί. Άλλωστε, η μεγάλη αυτή ψαλίδα μεταξύ καθαρών και συνολικών αποδοχών έχει συχνά ως παρενέργεια και την ανασφάλιστη εργασία, η οποία έρχεται να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Επειδή ωστόσο, δεν αρκούν οι διαπιστώσεις επαναλαμβάνω παλαιότερη πρότασή μου, σύμφωνα με την οποία οι μηνιαίες ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων ηλικίας έως 35 ετών πρέπει να μειωθούν αθροιστικά στα 225 ευρώ (όσες είναι των ελεύθερων επαγγελματικών χαμηλής κλίμακας), εκ των οποίων οι εργοδότες θα εξακολουθήσουν να επιβαρύνονται με τα ίδια ποσά που καταβάλλουν σήμερα και το σύνολο της ωφέλειας να το καρπωθούν οι εργαζόμενοι. Μιλάμε για μια μηνιαία αύξηση καθαρών αποδοχών γύρω στα 90 ευρώ για όσους αμείβονται με βασικό μισθό.
Προφανώς, τα 90 ευρώ μηνιαίως δεν αρκούν από μόνα τους προκειμένου οι νέοι άνθρωποι να αποφασίσουν να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια, ωστόσο θα προστεθούν στα οφέλη που αναμένεται να προκύψουν την επόμενη τετραετία λόγω της προβλεπόμενης σημαντικής αύξησης του ΑΕΠ (μείωση ανεργίας, υψηλότερες μισθολογικές αποδοχές).
Κατανοώ βέβαια ότι, όπως είχα αναφέρει και παλαιότερα, ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας πρότασης θα σήμαινε σημαντικές απώλειες εσόδων για τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, τα οικονομικά των οποίων ήδη δοκιμάζονται.
Και επειδή γνωρίζω πως δεν υπάρχουν «λεφτόδεντρα» και σε καμιά περίπτωση δεν θέλω να λαϊκίσω, θα έλεγα τα εξής:
- Κάποιο τμήμα των απωλειών από τις εισφορές θα επιστρέψουν πίσω στα κρατικά ταμεία μέσα από τη διάθεση του αυξημένου διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, επιπλέον εισφορές από δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κ.λπ.). Επιπρόσθετα, με κάπως αυξημένα διαθέσιμα εισοδήματα, θα τονωθεί το ενδιαφέρον των νέων ανθρώπων για εργασία και το επίπεδο της ικανοποίησής τους, με ό,τι αυτά θα μπορούσαν να σημαίνουν σε κοινωνική και οικονομική βάση.
- Να προωθηθεί γρήγορα ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων ή και προσφοράς προς αξιοποίηση κρατικών περιουσιακών στοιχείων, έτσι ώστε ένα σημαντικό τμήμα από τα έσοδα που θα προκύπτουν, να κατευθύνεται για την ενίσχυση των ασφαλιστικών ταμείων και τη χρηματοδότηση των παρουσών συντάξεων. Οι συγκεκριμένες μάλιστα κινήσεις να συνδυάζονται με υποχρέωση των αγοραστών να προχωρήσουν σε συμφωνημένα επενδυτικά προγράμματα στη χώρα.
Συνολικά, πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος για την προσπάθεια ουσιαστικής αντιμετώπισης του προβλήματος του δημόσιου χρέους της χώρας είναι η δημιουργία προϋποθέσεων για υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ σε μακροπρόθεσμη βάση.
Αυτό δηλαδή που φαίνεται να έχουμε εξασφαλισμένο έως το 2027 λόγω των κοινοτικών κονδυλίων, να το διατηρήσουμε και στη συνέχεια, μέσα από τις καλύτερες υποδομές που ως χώρα θα έχουμε αποκτήσει έως τότε (υλοποίηση έργων), αλλά και μέσα από έναν ρεαλιστικό τρόπο αντιμετώπισης του δημογραφικού ζητήματος.
* Ο Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι οικονομολόγος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.