Δεν είναι λίγες οι φορές όπου πολιτικοί όλων των παρατάξεων παρουσιάζονται μέσω δηλώσεών τους σε κανάλια, ραδιόφωνα και ιστοσελίδες, να αγνοούν οικονομικά θέματα, τα οποία γνωρίζουν όχι μόνο οι ειδικοί, αλλά ακόμη και οι συμπολίτες μας στις καρέκλες των καφενείων και στις κερκίδες των γηπέδων.
Άλλες φορές ταυτίζουν τον φόρο εισοδήματος με τον ΦΠΑ, άλλες φορές φορές θεωρούν απλή υπόθεση τη μονομερή έκδοση από την Ελλάδα δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, άλλες φορές…
Αλλά και σε επίπεδο υπουργών-υφυπουργών, τα πράγματα δεν είναι πάντοτε πολύ καλύτερα. Χαρακτηριστικά αναφέρω την περίπτωση γνωστότατου παράγοντα της αγοράς ακινήτων, ο οποίος υποστήριξε πως ούτε ένας υπουργός Οικονομικών -από τους έξι που έχει συναντήσει εδώ και πολλά χρόνια- ήταν γνώστης φορολογικών θεμάτων, ενώ είναι γνωστό ότι το Υπουργείο Οικονομικών μεταξύ άλλων αρμοδιοτήτων έχει τη φορολογική πολιτική, όπως και τα μακροοικονομικά, τα δημόσια έσοδα, το Γενικό Λογιστήριο και τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Το κυρίως πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι ο εκάστοτε πρωθυπουργός πιεζόταν στην πράξη μέχρι πρόσφατα να επιλέγει τους υπουργούς του, ανάλογα με τους σταυρούς προτίμησης που πήρε ο καθένας τους στις εκλογές, ή ανάλογα με το τι ερείσματα διέθετε στον κομματικό μηχανισμό ή στο περιβάλλον του (αντίθετα στην Κύπρο υπάρχει -και σωστά, κατά την προσωπική μου εκτίμηση- ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτικού και υπουργικού αξιώματος).
Είναι πάντως αξιοσημείωτο και πολύ θετικό ότι ο νυν πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας πρόσφατα απέκλεισε σε ομιλία του το κριτήριο της επιλογής σε υπουργικές θέσεις της νέας κυβέρνησης με βάση τη σειρά εκλογής.
Πώς όμως όλα αυτά επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών;
Οι μη επαρκώς καταρτισμένοι βουλευτές τείνουν να ψηφίζουν ό,τι ακριβώς τους «σερβίρεται άνωθεν». Δεν είναι άλλωστε λίγες οι περιπτώσεις όπου παραδέχονται πως ψήφισαν νόμους και διατάξεις με τις οποίες διαφωνούσαν, αλλά δεν τις είχαν κατανοήσει έγκαιρα. «Δώρα» που υπήρχαν σε διατάξεις δεν έγιναν αντιληπτά.
Το θέμα όμως γίνεται ακόμη πιο σοβαρό, όσο πηγαίνουμε προς τα υψηλότερα αξιώματα, αυτά των υπουργών και των υφυπουργών. Τι έχει λοιπόν παρατηρηθεί πολλές φορές;
Πρώτον, όσο πιο καταρτισμένος είναι ένα υπουργός-υφυπουργός, τόσο ικανότερους συμβούλους επιλέγει, με αποτέλεσμα το κυβερνητικό έργο να γίνεται καλύτερο.
Ας μην πάμε μακριά. Πόσες και πόσες φορές ανακαλύπτονται γκάφες και αστοχίες σε έναν νόμο, λίγες μόλις ημέρες μετά την ψήφισή του; Πόσες φορές ένας νόμος που ψηφίζεται ανακαλύπτεται πως είναι αδύνατον να εφαρμοστεί στην πράξη, επειδή συντάχθηκε από συμβούλους που δεν έχουν ιδέα για το πώς λειτουργεί η οικονομία και η αγορά; Πόσες φορές ένας νόμος -ακόμη και αν ξεκινάει με την προοπτική να βελτιώσει τα πράγματα- ταλαιπωρεί πολίτες και επιχειρήσεις, αυξάνοντας τη γραφειοκρατία και φρενάροντας την ανάπτυξη;
Είμαι βέβαιος πως όλοι έχετε στο μυαλό σας πολλούς τέτοιους νόμους, που επειδή «στήνονται στο πόδι από ημιμαθείς» αλλάζουν κάθε τόσο, οδηγώντας σε μια απίστευτη πολυνομία…
Δεύτερον, όσο περισσότερο γνώστης των πραγμάτων είναι ένας υπουργός-υφυπουργός, τόσο περισσότερο μπορεί να ελέγχει τυχόν «φάουλ» των συμβούλων του και άλλων «καλοθελητών», οι οποίοι επιδιώκουν να «περάσουν στα μουλωχτά» διατάξεις που εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα (επιχειρηματικά ή και κλαδικά-συντεχνιακά) σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Τα κακά παραδείγματα είναι πολλά και συνήθως αναδύονται στην επιφάνεια, όταν ο φορολογούμενος έχει ήδη πληρώσει τη ζημιά.
Και τρίτον, όσο πιο αδαής είναι ένας υπουργός-υφυπουργός, τόσο λιγότερο μπορεί να πείσει τους Ευρωπαίους αξιωματούχους με τους οποίους συνεργάζεται η χώρα, προκειμένου να προωθήσει τα ελληνικά συμφέροντα.
Ενδεικτικά αναφέρω πως όταν συνάντησα και πρότεινα στον κορυφαίο αξιωματούχο του Οργανισμού που μας δανείζει μια σειρά μέτρων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, μου δόθηκε η απάντηση πως «είχαμε μεν, κ. Μωραϊτάκη, απορρίψει τις σχετικές προτάσεις, αλλά ποτέ δεν μας είχαν εκφραστεί από την ελληνική αντιπροσωπεία τα επιχειρήματα που μου παραθέσατε». Πιστεύω λοιπόν πως δεν έφταιγαν κατά τα τελευταία εννέα χρόνια πάντοτε οι «τροϊκανοί» για μια σειρά από πράγματα που έγιναν, αλλά και εμείς που δεν στηρίξαμε με τη δέουσα πυγμή και επιχειρηματολογία τις θέσεις μας.
Το κυριότερο λοιπόν πράγμα που νομίζω πως είναι χρήσιμο, είναι οι πολίτες (ανεξάρτητα από το κόμμα ή την παράταξη που θα ψηφίσουν) να επιλέξουν στις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις τους βουλευτές, τους περιφερειάρχες, του δημάρχους και τους περιφερειακούς-δημοτικούς συμβούλους, με τα κριτήρια που θα χρησιμοποιούσαν αν προσελάμβαναν έναν υπάλληλο στην επιχείρησή τους: Ικανότητα, εμπειρία, εργατικότητα, ευρηματικότητα, συλλογικότητα, ακεραιότητα και ήθος. Θα πρέπει δηλαδή να κρίνουν με βάση το βιογραφικό των υποψηφίων.
Τα «λαμπερά ονόματα» από τις πίστες, τα θέατρα, τα γήπεδα και την τηλεόραση θα πρέπει να επιλέγονται μόνο αν πληρούν τα παραπάνω στοιχεία που αναφέραμε. Η αναγνωρισιμότητα από μόνη της δεν επαρκεί για να υπηρετήσει τα συμφέροντα των πολιτών.
Πολύ περισσότερο: Όσους σας τάζουν κάθε λογής ρουσφέτια και εξυπηρετήσεις, αγνοήστε τους.
Οι πολίτες ας θυμηθούν, αφενός μεν, τον Αθηναίο Δημοσθένη, που είπε «Δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων», αφετέρου δε, τον Κλίντον, που κέρδισε τις εκλογές με το σύνθημα «η βάση είναι η οικονομία».
Ας βάλουν επιπλέον του σταυρού προς τον φίλο τους, που τους εξυπηρέτησε με κάποιο ρουσφέτι (όχι από δικά του μέσα) έναν από τους υπόλοιπους σταυρούς που δικαιούνται, σε ανθρώπους ειδικούς στην πραγματική οικονομία, στις αγορές, στα φορολογικά κ.λπ., προκειμένου να συμβάλουν αποτελεσματικά στην ανάπτυξη, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για νέους και κάθε ηλικίας πρόσωπα, καθώς και στην εξυπηρέτηση των πραγματικών συμφερόντων των συμπολιτών μας.
• Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι πρώην Βουλευτής ΝΔ Α' ΑΘΗΝΑΣ
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.