Αναμφίβολα ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών στην Βραζιλία που θα πραγματοποιηθεί στις 28 Οκτωβρίου βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής της διεθνούς κοινής γνώμης.
Οχι μόνο διότι η Βραζιλία αποτελεί την πληθυσμιακά 5η μεγαλύτερη χώρα του κόσμου αλλά επίσης διότι ο υποψήφιος που συγκεντρώνει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει είναι γνωστός για τις άκρως αμφιλεγόμενες απόψεις του. Πράγματι ο Jair Bolsonaro που στις δημοσκοπήσεις συγκεντρώνει το 58% των ψήφων (έναντι 42% του σοσιαλιστή αντιπάλου του Fernando Haddad) έχει κατά καιρούς εκφρασθεί υπέρ της δικτατορίας και των βασανιστηρίων, της επαναφοράς της θανατικής ποινής για τους εγκληματίες, την αποχώρηση της χώρας από τον ΟΗΕ, εναντίον των γκέι κ.λπ.
Ομως στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών δεν συγκρούονται μόνο αντιλήψεις σχετικά με κοινωνικές αξίες και δικαιώματα. Συγκρούονται και άμεσα δύο διαφορετικά οικονομικά μοντέλα.
Ενα τελείως φιλελεύθερο (του Bolsonaro) και το άλλο κρατικοπαρεμβατικό (του Haddad).
H πλειοψηφία σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις φαίνεται να προτιμά το μοντέλο του Bolsonaro το οποίο έχει στο επίκεντρο ιδιωτικοποιήσεις και την μείωση των δημοσίων δαπανών και να απορρίπτει το παρεμβατικό μοντέλο του Haddad που υποστηρίζει αύξηση των δημοσίων δαπανών για να τονωθεί η οικονομία.
Η οικονομία της Βραζιλίας μόλις τώρα αρχίζει να εξέρχεται από την βαθιά ύφεση των ετών 2015 και 2016 που οδήγησε σε μείωση του ΑΕΠ κατά 7%. Παρόλο που και πέρυσι και φέτος παρουσίασε αύξηση του ΑΕΠ (1% και 1,6% αντίστοιχα) εξακολουθεί να έχει υψηλά επίπεδα ανεργίας και ένα δημοσιονομικό έλλειμμα μη βιώσιμο.
Αμφότεροι υποψήφιοι συμφωνούν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει όποιος και αν κερδίσει τις εκλογές είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα. Ομως διαφέρουν όσον αφορά τις συνταγές που προτείνουν.
Ο δημόσιος τομέας συσσώρευσε τους τελευταίους 12 μήνες ένα έλλειμμα που αντιστοιχεί σε 7,45% του ΑΕΠ που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το δημόσιο χρέος από 50% του ΑΕΠ το 2014 στο 77,3% φέτος.
Η κύρια πρόταση του οικονομικού προγράμματος του Bolsonaro,το οποίο έχει συντάξει ο οικονομολόγος Paulo Guedes θιασώτης της «Σχολής του Σικάγο» είναι η μείωση του δημοσίου χρέους στο 20% μέσω ιδιωτικοποιήσεων και «outsourcing» δημοσίων υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα.
Από την πλευρά του ο Haddad υποστηρίζει το «ξεπάγωμα» των δημοσίων δαπανών και την κατάργηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας-μέτρα που είχε αναγκασθεί να πάρει ο σημερινός πρόεδρος της χώρας Michel Turner. Προκειμένου να γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας προτείνει την μείωση των επιτοκίων και την συνέχιση του προγράμματος των δημοσίων έργων πού σήμερα έχει σταματήσει καθώς και την παροχή κινήτρων για την δημιουργία θέσεων εργασίας. Τελικός στόχος του προγράμματος είναι να γίνει η κατανάλωση ο κινητήριος μοχλός της εξόδου από την κρίση.
Οπως γίνεται εύκολα κατανοητό το χρηματιστήριο του Σάο Πάολο –που όπως όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων-αυτές τις ημέρες «κάνει πάρτι» εν όψη της επικείμενης νίκης του Bolsonaro.
Ομως σε τελική ανάλυση η σύγκρουση των οικονομικών φιλοσοφιών δεν θα είναι αυτό που θα επηρεάσει την έκβαση της ψηφοφορίας. Οπως δείχνει ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός ερευνών εκλογικής συμπεριφοράς από την εποχή του δόγματος «είναι η οικονομία ηλίθιε» του προέδρου Κλίντον έχουμε περάσει στο δόγμα «δεν είναι η οικονομία ηλίθιε» του προέδρου Τραμπ.
Πράγματα που έχουν περισσότερη σχέση με το συναίσθημα και την μη-λογική πτυχή της ανθρώπινης προσωπικότητας θα κρίνουν το αποτέλεσμα και όχι οι πολιτικές μείωσης του δημοσίου χρέους.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.