Η άποψη ότι η «Ελλάδα είναι Σοβιετία» είναι ευρέως διαδεδομένη. Είναι όμως σωστή;
Ποιος νίκησε στον Εμφύλιο; Ο καθηγητής Αριστείδης Χατζής διαπίστωσε ότι οι φοιτήτριες/τές απαντούν λανθασμένα στο ερώτημα «Πώς έληξε ο Εμφύλιος Πόλεμος;».
Σε ένα άρθρο με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Η τελευταία κομμουνιστική χώρα της Ευρώπης» (Protagon-6/7/2017), συγκρίνει τον βαθμό οικονομικής ελευθερίας της Ελλάδας σε σχέση με άλλες χώρες, αποδεικνύοντας την υστέρηση ακόμα και σε σχέση με πρώην κομμουνιστικά κράτη της Βαλκανικής και καταλήγει: «Οι φοιτήτριες και οι φοιτητές μου έχουν δίκιο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το ποιος νίκησε στον Εμφύλιο. Και ποιο οικονομικό σύστημα επικρατεί στην Ελλάδα μέχρι σήμερα». Αν η δημοσίευση του κ. Χατζή ήταν χιουμοριστική, τότε ισχύει ότι τα πιο σοβαρά πράγματα λέγονται σαν αστεία.
Όμως η έλλειψη οικονομικής ελευθερίας δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί αυτομάτως ένα οικονομικό σύστημα σαν κομμουνιστικό. Οι μετρήσεις που μας κατατάσσουν παγκόσμιους ουραγούς στα θετικά και πρωταθλητές στα αρνητικά απλώς αποδεικνύουν τις αναπηρίες της χώρας και όχι το οικονομικοπολιτικό της σύστημα.
Ιστορικές ανορθογραφίες
Στην Ελλάδα συνέβη μία εξαίρεση ενός αδιαμφισβήτητου κανόνα που ορίζει ότι την ιστορία τη γράφουν πάντα οι νικητές. Η ανώμαλη μετάβαση στη μεταπολεμική ειρήνη, που διήρκησε σχεδόν τρεις δεκαετίες(!), μετέτρεψε τους θριάμβους των νικητών του εμφυλίου σε ενοχές της νίκης τους, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους ηττημένους να υμνήσουν τον ηρωισμό της δικής τους ήττας.
Έτσι το ιστορικό αφήγημα της εθνικής αντίστασης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και του εμφυλίου που ακολούθησε το (ξανα)έγραψαν οι ηττημένοι. Τα συμπεράσματα που επικράτησαν δεν αναιρέθηκαν ούτε από την επιστημονική έρευνα όσων ιστορικών έκαναν τη δουλειά τους χωρίς να μπερδεύουν πολιτικές ταυτίσεις με αντικειμενικά συμπεράσματα.
Η Ιστορία που κυρίευσε τη συλλογική συνείδηση της πλειοψηφίας των Ελλήνων απέκτησε συγκεκριμένο πρόσημο, αν και υπήρξαν πολλοί που πίστεψαν την επίσημη κρατική ιστορική αφήγηση (έστω και από ιδιοτέλεια).
Όταν ένας ξένος δημοσιογράφος ρώτησε τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο για την ακρίβεια των ιστορικών γεγονότων της αριστουργηματικής του ταινίας «Ο Θίασος», ανέφερε ότι αποτύπωσε την ιστορία «όπως την είδε ο λαός». Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε τραυματιστεί ψυχικά από τον εμφύλιο όταν, σε ηλικία 10 ετών, έψαχνε τον νεκρό πατέρα του ανάμεσα σε πτώματα. Όπως αφηγείται, «πολύ μικρός μετά τον Δεκέμβρη του ’44, θυμάμαι που ψάχναμε με τη μητέρα μου να βρούμε τον πατέρα μου νεκρό. Τον είχαν πάρει όμηρο αποχωρώντας από την Αθήνα οι Ελασίτες, αλλά εμείς ξέραμε ότι τον είχαν πάει για εκτέλεση». Ο ίδιος δήλωνε «αριστερός εν συγχύσει», όπως εξακολουθούν να είναι πολλοί και σήμερα.
Τη σταδιακή επικράτηση ιστορικών απόψεων που δικαιώνουν τους ηττημένους βοήθησε και η πνευματική οκνηρία της Δεξιάς. Τα επίσημα ιστορικά κείμενα γράφτηκαν με μίσος. Περισσότερο δικαιολογούσαν γιατί οι νικητές του ελληνικού εμφυλίου επέτρεψαν τη μετατροπή του δωσιλογισμού σε εθνικοφροσύνη.
Αυτή η τακτική έδωσε μεγαλύτερη εγκυρότητα στην αιρετική ιστορία των χαμένων. Όσους μύθους και αν κατασκεύασε και συντήρησε για χρόνια η νικημένη Αριστερά, δεν είναι δυνατόν να ανακαλύψουμε ρεαλισμό ή αγνή αγάπη για τη χώρα και σε όσους φόρεσαν γερμανική στολή στην κατοχή.
Ο νικητής έχει πάντα την πολυτέλεια της συγχώρεσης και η πλευρά που νίκησε το 1949 αποφάσισε τη μετεμφυλιακή κατάσταση. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία πυροδότησε μία προσπάθεια απογύμνωσης όχι μόνο των αριστερών ουτοπικών καταστροφικών πολιτικών αλλά και ακύρωσης ενοχλητικών μύθων. Η ανατροπή της αριστερής μυθολογίας με μία νέα, αντίθετης τροχιάς, δεν είναι τίποτα διαφορετικό από την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Η προσπάθεια είναι να αποδειχθεί ότι «πας αριστερός βάρβαρος» δεν ανήκει στην Ιστορία αλλά στην πολιτική και ίσως και στην ψυχολογία. Αναμφίβολα δημιουργήθηκαν ιστορικοί μύθοι (όχι απαραίτητα αριστεροί) και μάλιστα όσο απομακρυνόμαστε από το παρελθόν ενισχύονται. Είναι γεγονός ότι όποιοι διατυπώνουν απόψεις που δεν συμφωνούν με την (επι)κρατούσα «αριστερή» ιστορική αφήγηση, δέχονται τα πυρά όσων θεωρούν ότι η ιστορία τούς ανήκει.
Πρόκειται για (μία ακόμη) παθογένεια του πολιτικού διαλόγου. Δεν έχει πρόβλημα η ιστορία αλλά η εργαλειοποίηση του παρελθόντος για παρόντα πολιτικά οφέλη. Όσοι όμως θεωρούν λανθασμένα τα μεταπολεμικά αριστερά αφηγήματα, δεν μπορούν ταυτόχρονα να υποστηρίζουν ότι στην Ελλάδα λειτουργεί σε μία κομμουνιστική πραγματικότητα, θεμελιώνοντας την άποψή τους σε όσα κατηγορούν ως ιστορικά μυθεύματα.
Το μέγεθος του κράτους μετράει;
Αν δεν είναι η ιστορία που μας σέρνει αριστερά, τότε ίσως είναι το τεράστιο κράτος που μόνο κομμουνιστικά κράτη διέθεταν. Θα ήταν μια εύκολη απάντηση, αν δεν ήταν ένα βολικό ψέμα. Το ελληνικό κράτος δεν είναι μεγάλο, είναι άρρωστο. Οι κρατικές δαπάνες δεν είναι υψηλές, είναι αναποτελεσματικές. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι περισσότεροι σε σχέση με άλλα ανεπτυγμένα κράτη, δουλεύουν αντιπαραγωγικά. Η μονιμότητά τους δεν είναι το πρωταρχικό πρόβλημα, ούτε εμπόδιζε την καθιέρωση αξιολόγησης που απέφευγαν από επιλογή τα κόμματα που είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης επί δεκαετίες.
Στην Ελλάδα η Αριστερά έμεινε μέχρι χθες εκτός εξουσίας και δεν υποβαλλόταν ποτέ στη δοκιμασία ενός κρατικού αξιώματος (εδώ εδράζεται το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα»). Αλλά τα «δεν μας άφησαν» γιατί «θα καιγόταν το Σύνταγμα» είναι φτηνές δικαιολογίες όσων ψαρεύουν σε θολά πολιτικά νερά, δημιουργώντας ανούσιες εντυπώσεις για να μας αποπροσανατολίζουν από τις λύσεις.
Το κράτος μας είναι πελατειακό και το δημιούργησαν (και το εκμεταλλεύτηκαν ποικιλοτρόπως) μη αριστερές πολιτικές δυνάμεις. Δεν δίστασαν να το καταντήσουν δυνάστη όλων των «απόκληρων» του ιδιωτικού τομέα. Οι σημερινοί κυβερνώντες το κληρονόμησαν και το βολεύτηκαν. Το μέγιστο έλλειμμα της χώρας παραμένει πολιτικό και το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι το επιφαινόμενο. Πρέπει να είμαστε καχύποπτοι με όσους επικαλούνται επικρατούσες αριστερές ιδεοληψίες (ακόμα και όταν υπάρχουν), για να αποφύγουν ακόμα και να τοποθετηθούν ενάντια σε συμφέροντα και παθογένειες που δεν έχουν κανένα αριστερό σημάδι.
I see dead people
Κάποιοι βλέπουν ένα κομμουνιστικό φάντασμα να πλανιέται πάνω από την Ελλάδα. Το πρόβλημα είναι ότι τα φαντάσματα είναι πλάσματα της φαντασίας και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Η εμμονή στα σοβαρά(;) ότι η Ελλάδα είναι κομμουνιστικό κατάλοιπο δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στην ανάλυση των πραγματικών προβλημάτων της χώρας. Είναι ένα βολικό άλλοθι για τις ευθύνες όσων κυβέρνησαν για δεκαετίες και μας κληρονόμησαν τα προβλήματα που μας βυθίζουν από πάτο σε πάτο.
Οι εγχώριοι ορθόδοξοι κομμουνιστές είναι εδώ και χρόνια προβλέψιμοι, γραφικοί και ακίνδυνοι, προσκολλημένοι σε ένα παρελθόν που δεν μπορεί να επαναληφθεί ούτε σαν φάρσα ούτε σαν τραγωδία σε καμία χώρα. Όσοι είναι στην κυβέρνηση και θεωρούνται «γνήσιοι αριστεροί απόγονοι» (ή θεωρούν εαυτό κομμουνιστή), είτε ανήκουν στην Gauche caviar είτε ανήκουν σε μια αμοραλιστική κατηγορία επικίνδυνων ανθρώπων που οι μόνες αξίες που καθοδηγούν τις πράξεις τους είναι η διατήρηση όσων προνομίων προσφέρει η εξουσία.
Για αυτό και συμμαχούν και με τους χειρότερους ανθρώπους, ακόμα και των πιο αποκρουστικών πολιτικών αποχρώσεων.
Δεν θα ξεφύγουμε από τα εθνικά μας αδιέξοδα, χωρίς μια στοιχειώδη αυτογνωσία. Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από τον κομμουνισμό αλλά από την αδυναμία της να διορθώσει όσα μας έχουν εγκλωβίσει στη σημερινή κατάσταση.
*Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.