Χρηματιστήριο... ανένταχτο και ανάδελφο!

Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους το Χρηματιστήριο της Αθήνας δεν μπορεί να ενταχθεί ούτε στις αναδυόμενες, αλλά ούτε και στις αναπτυγμένες αγορές. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πορεία του Γενικού Δείκτη. Πώς διαμορφώνονται τα δεδομένα.

Χρηματιστήριο... ανένταχτο και ανάδελφο!

Ήταν τον προηγούμενο Δεκέμβριο όταν στα πλαίσια του πολυσυνεδρίου Money Show, γνωστά στελέχη της χρηματιστηριακής αγοράς (Θ. Κρίντας, Α. Νινιός, Η. Λάζαρης και Π. Αλεξόπουλος) σε εκδήλωση της Ένωσης Πιστοποιημένων Αναλυτών είχαν συμφωνήσει στο εξής αξιοσημείωτο: Ότι αν και το Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει ενταχθεί στις λεγόμενες αναδυόμενες χρηματιστηριακές αγορές, στην πράξη η ελληνική, δεν είναι μια αναδυόμενη οικονομία!

Η ελληνική οικονομία, υποστήριξαν, δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με τη ρωσική, ούτε με την τουρκική, ούτε με τις περισσότερες άλλες αναδυόμενες. Εκείνες «τρέχουν» με υψηλό ΑΕΠ και εμείς διήγαμε το 2013 το έκτο συνεχόμενο έτος κρίσης.

Οι εταιρείες τους σχεδιάζουν φιλόδοξα projects και αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς, όταν οι δικές μας αγωνίζονται να χρηματοδοτηθούν και σχεδιάσουν την επόμενη μέρα στον πολύπαθο ευρωπαϊκό νότο. Επιπλέον, οι καλές ελληνικές εταιρείες βρίσκονται σε πολύ υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το μέσο όρο των επιχειρήσεων αναδυόμενων αγορών και μπορούν πιο εύκολα να συγκριθούν με τις εταιρείες της Ευρώπης και των ΗΠΑ σε ότι αφορά την οργάνωση, τις δομές, τις διαδικασίες και το επίπεδο των στελεχών.

Αν η παρατήρηση αυτή ήταν μια επιφύλαξη για το κατά πόσο ο Γενικός Δείκτης του ΧΑ θα μπορούσε να «τρέξει» λόγω της ένταξής του ελληνικού χρηματιστηρίου στις αναδυόμενες αγορές, αποτελεί ταυτόχρονα και μια άμυνα για το κατά πόσο θα πρέπει να επηρεαστεί αρνητικά, τώρα που οι αναδυόμενες αγορές φαίνεται να υποφέρουν.

Προς την ίδια κατεύθυνση άλλωστε ήταν και η επισήμανση της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank την Παρασκευή, πως «έχουμε να αντιμετωπίσουμε όχι μόνο τη δυσπιστία των αγορών για ότι συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά και τις επιπτώσεις από τις εξελίξεις στις αναδυόμενες αγορές, παρόλο που η κατάσταση στην Ελλάδα είναι τελείως διαφορετική».

Γενικότερα, η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίζει μια σειρά από σοβαρά προβλήματα, ωστόσο δεν βλέπει το νόμισμά της να διολισθαίνει με μεγάλη ταχύτητα, δεν βλέπει τα επιτόκια της να ανεβαίνουν, δεν βλέπει τον πληθωρισμό της να καλπάζει (το 2014 θα είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά αρνητικού πληθωρισμού με αναμενόμενη μέση επίδοση γύρω στο -1,1%).

Αν μάλιστα οι άλλες αναδυόμενες οικονομίες φοβούνται ότι θα... επαναπατριστούν πολλά από εκείνα τα ξένα κεφάλαια που επένδυσαν σ' αυτές κατά τα τελευταία χρόνια, στην Ελλάδα μόλις από την άνοιξη του 2013 είδαμε να εισρέουν δειλά-δειλά κάποια φρέσκα κεφάλαια στο ΧΑ (μόλις μεταξύ του 1,5 και των δύο δισ. ευρώ, συνολικά).

Πονοκέφαλος για τους αναλυτές

Αυτή όμως δεν είναι η μόνη ιδιαιτερότητα του ελληνικού χρηματιστηρίου (να έχει ενταχθεί στις αναδυόμενες αγορές, ενώ ουσιαστικά να μην ανήκει σ' αυτές): Μια δεύτερη μεγάλη διαφοροποίηση προκύπτει και στον τρόπο με τον οποίο αποτιμάται και συγκρίνεται σε σύγκριση με τα αναπτυγμένα χρηματιστήρια.

Ενώ λοιπόν οι μετοχές των χωρών της Δυτικής Ευρώπης συγκρίνονται με βάση τις οικονομικές επιδόσεις του 2013 (άντε και των λίγων επόμενων ετών), οι ελληνικές μετοχές θα πρέπει (θεωρητικά τουλάχιστον) να αποτιμώνται κυρίως με βάση τα... εξομαλυσμένα οικονομικά μεγέθη, δηλαδή με βάση τις προβλεπόμενες επιδόσεις των εταιρειών όταν η χώρα θα έχει ξεφύγει από το βαθύτερο κομμάτι της ύφεσης και θα έχει μπει σε «κανονική τροχιά».

Για το συγκεκριμένο θέμα είχε αναφερθεί προ ολίγων μηνών και ο διευθυντής επενδυτικών σχέσεων του Ομίλου ΤΙΤΑΝ κ. Τάκης Κανελλόπουλος όταν (σε παρουσίαση της εταιρείας του στους Έλληνες θεσμικού επενδυτές) είχε τονίσει πως μια κυκλική εταιρεία δεν θα πρέπει να αξιολογείται με βάση την επίδοσή της στα χαμηλά του οικονομικού κύκλου, αλλά με βάση το μέσο όρο μιας πολύ μεγαλύτερης χρονικής περιόδου.

Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η πρόσφατη έκθεση της Citigroup: «οι ελληνικές μετοχές φαίνονται ακριβές έναντι των ιστορικών τους κερδών, όχι όμως και όταν συγκριθεί με βάση την εξομαλυσμένη (normalised) απόδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων έναντι των ιστορικών μέσων όρων. Στην πρώτη περίπτωση, η Citigroup εκτιμά πως οι μη τραπεζικές μετοχές είναι διαπραγματεύσιμες με premium 60%, στη δεύτερη όμως με discount 30%. Αν η ομαλοποίηση επιτευχθεί μέχρι το 2020, με βάση μια ιστορική αύξηση κερδοφορίας 10,3% κατά μέσο όρο, θα έφερνε τις μη τραπεζικές μετοχές σε διαπραγμάτευση με discount 36% επί του P/E έναντι του μακροπρόθεσμου μέσου όρου».

Σ' όλα αυτά θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι και η χώρα της Ευρωζώνης με το μεγαλύτερο ρίσκο (βλέπε yields κρατικών ομολόγων, ανοιχτά θέματα με τρόικα και δανειστές και τώρα τελευταίο το αυξημένο πολιτικό κίνδυνο) τότε κατανοεί το γιατί η πρόβλεψη της πορείας των τιμών των μετοχών στο ΧΑ αποτελεί μια πολύ πιο δύσκολη υπόθεση σε σύγκριση με το παραδοσιακά αβέβαιο εγχείρημα της χρηματιστηριακής πρόβλεψης.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v